Καθώς οι εκλογές πλησιάζουν, το καθήκον μας είναι ένα: να βάλουμε στο
μικροσκόπιο όσους θέλουν να μας κυβερνήσουν. Προφανώς πρέπει να
σκύψουμε προσεκτικά πάνω από τις διακηρύξεις τους για το τι θα κάνουν
την «επόμενη μέρα». Επειδή όμως έχουμε κάθε λόγο να μην βασιζόμαστε
απόλυτα στις διακηρύξεις τους αυτές, καλό είναι να βρούμε καινοτόμους
τρόπους να τους κρίνουμε. Μία ιδέα είναι να μελετήσουμε πόσο συνεπείς
είναι οι διακηρύξεις τους με την ιδεολογία που οι ίδιοι λένε ότι τους
βοηθά να κατανοήσουν τον κόσμο ώστε να τον «αλλάξουν» (για να μην πω να
του «αλλάξουν τα φώτα» και θεωρηθώ κυνικός). Το λέω αυτό επειδή το πόσο
συνεπείς είναι με την ιδεολογία που οι ίδιοι διάλεξαν είναι ένας καλός
μπούσουλας για να καταλάβουμε πόσο συνεπείς θα είναι με τις διακηρύξεις
τους.
Τρεις είναι οι βασικοί ιδεολογικοί άξονες στους οποίους στηρίζονται μια σειρά από κόμματα που ζητούν την ψήφο μας: (Α) Οι ευθεριάζοντες-νεοφιλελεύθεροι που εναποθέτουν την πίστη τους στην
«επιστροφή» σε μια ανόθευτη αγοραία οικονομία όπου το κράτος συρρικνώνεται και οι μειώσεις μισθών και τιμών οδηγούν στην έξοδο από την Κρίση. (Β) Οι Κεϋνσιανοί που, παραδοσιακά,
υποστήριζαν ότι έξοδος από την Κρίση δεν γίνεται χωρίς ένα κράτος το οποίο παρεμβαίνει δραστικά για να ρυθμίζει την συνολική ζήτηση προϊόντων και υπηρεσιών. Και (Γ) τους Μαρξιστές που θεωρούν ότι ούτε το Κράτος ούτε και η αγορά δύναται να εκπολιτίσει και να «ρυθμίσει» ένα εξ κατασκευής απολίτιστο, χαοτικό και αναποτελεσματικό σύστημα (τον καπιταλισμό). Όλα τα κόμματα που σε λίγο θα αρχίσουν να μας βομβαρδίζουν με προπαγανδιστικό «υλικό» εμπίπτουν σε ένα από αυτά τα τρία ιδεολογικά ρεύματα. ΝΔ και ΠΑΣΟΚ κινούνται λίγο-πολύ στον άξονα Β (με τις μεταξύ τους διαφωνίες να έχουν περιοριστεί στην σφαίρα των πολιτιστικών, ιστορικών και προσωπικών διαφορών). Η Αριστερά, όπως είναι λογικό, τοποθετείται στον άξονα (Γ). Τέλος, κόμματα όπως η Δράση και η Δημοκρατική Συμμαχία προσπαθούν να αρθρώσουν ιδεολογικό λόγο εκπορευόμενο από τον άξονα (Α). Έχει ενδιαφέρον να δούμε πόσο συνεπείς είναι όλοι τους με τον ιδεολογικό άξονα που επέλεξαν.
Την αρχή αυτού του «ελέγχου συνέπειας» τριών πολιτικών χώρων την έκανα σε προηγούμενο άρθρο με τίτλο «Δεσμευμένοι Ελευθεριάζοντες», αναφερόμενος σε εγχώριους πολιτικούς, αλλά και γενικότερα διαμορφωτές της κοινής γνώμης οι οποίοι δηλώνουν επηρεασμένοι από ριζοσπάστες του νεοφιλελευθερισμού, π.χ. τον αυστριακό Friedrich von Hayek [βλ. άξονα (Α) την προηγούμενη παράγραφο]. Η κριτική που τους άσκησα ήταν ότι, την στιγμή που αρχίζουν να μιλούν για Μνημόνια και Δανειακές, για κάποιον περίεργο λόγο, παύουν να είναι συνεπείς με την ιδεολογία και την θεώρηση που οι ίδιοι λένε ότι ασπάζονται. Σήμερα ήρθε η σειρά των «Συνθηκολογημένων Κεϋνσιανών» - πρόκειται για τον όρο που αποφάσισα να χρησιμοποιήσω για να αναφερθώ σε πολιτικούς, συναδέλφους και εν γένει σχολιαστές, οι οποίοι θεωρούν μεν τους εαυτούς τους οπαδούς του Keynes αλλά των οποίων οι τοποθετήσεις ως προς τα τεκταινόμενα στην Ελλάδα και στην Ευρώπη σήμερα θα έκαναν, πιστεύω, τον φλεγματικό Βρετανό να φρίξει.
Η συνεισφορά του Keynes
Στις δύσκολες μέρες του Μεσοπολέμου, τότε που η Κρίση θέριζε και παράλληλα έσπερνε τις θύελλες που ακολούθησαν την επόμενη δεκαετία, ένας οικονομολόγος στάθηκε όρθιος, αποτίναξε από πάνω του τα ιδεολογήματα που είχε κληρονομήσει από τους δασκάλους του, και προσπάθησε να εξηγήσει κάτι που είχε ξαφνιάσει τόσο τον ίδιο όσο και τους δασκάλους του: το γεγονός ότι όσο και να έπεφταν οι μισθοί, όσο και να μειωνόταν το επιτόκιο, όσο και να συρρικνώνονταν οι δημόσιες δαπάνες, η απασχόληση, οι επενδύσεις, η οικονομική δραστηριότητα, τα ελλείμματα δεν έλεγαν να βελτιωθούν. Όσο περισσότερο ήταν διατεθειμένοι να δουλέψουν για ψίχουλα οι εργαζόμενοι, τόσο πιο έντονα διστακτικοί γίνονταν οι εργοδότες να τους προσλάβουν. Όσο πιο χαμηλό το επιτόκιο, τόσο πιο πολύ απέφευγαν οι εργοστασιάρχες να δανειστούν ώστε να επενδύσουν σε νέα προϊόντα, νέα μηχανήματα, νέους ιμάντες παραγωγής. Ο καιρός πέρναγε, οι μισθοί έπεφταν, το επίσημο επιτόκιο κατέρρεε, τα περιουσιακά στοιχεία εξανεμίζονταν, αλλά οι «αγορές» αρνιόντουσαν πεισματικά να ανακάμψουν: οι επενδύσεις που θα έλκυε η ραγδαία πτώση του εργασιακού κόστους και του κόστους δανεισμού απλά δεν ερχόντουσαν.
Επρόκειτο για πραγματικό μυστήριο. Στην λαϊκή αγορά, όταν δεν πουλιέται ένα λαχανικό ή φρούτο, ο πωλητής κάποια στιγμή ρίχνει την τιμή του, συνήθως γύρω στο μεσημέρι, κι εφόσον την ρίξει αρκετά η πραμάτεια του πουλιέται. Το ίδιο και με τα αυτοκίνητα, τα σπίτια, τα αεροπλάνα: η μείωση της τιμής τους προσελκύει αγοραστές. Γιατί δεν συνέβαινε στην περίοδο της Μεγάλης Ύφεσης του Μεσοπολέμου κάτι ανάλογο με το αγαθό «εργασία»; Γιατί η ραγδαία πτώση της «τιμής» του δεν οδηγούσε στην αύξηση της ζητούμενης «ποσότητας» (δηλαδή των θέσεων εργασίας, της απασχόλησης); Αυτό το μυστήριο ανέλαβε να κατανοήσει, και κατόπιν να μας εξηγήσει, ο Keynes. Πως; Με μία απλή υπόθεση: ότι αυτό που ισχύει στις λαϊκές αγορές, στην αγορά αυτοκινήτων και στερεοφωνικών δεν ισχύει σε δύο «τζαναμπέτικες», «δύστροπες» αγορές – στην αγορά εργασίας και στην αγορά χρήματος. Σε όλες τις άλλες αγορές, όταν η τιμή πέφτει οι πωλήσεις αυξάνονται. Σε περίοδο Κρίσης όμως, έλεγε ο Keynes, σε αυτές τις δύο αγορές, όταν η οικονομία μπει στην δίνη της Ύφεσης, η μείωση της «τιμής» δεν συνεπάγεται αύξηση των «πωλήσεων». Στις αγορές εργασίας και χρήματος, σε περιόδους που ολόκληρη η οικονομία φθίνει, η μείωση των «τιμών», δηλαδή του μισθού και του επιτοκίου, μπορεί κάλλιστα να οδηγήσει σε μείωση των «πωλήσεων», δηλαδή της απασχόλησης και των επενδύσεων.
Με αυτή την σκέψη, ο Keynes εισήγαγε στην οικονομική επιστήμη την ιδέα ότι αλλιώς λειτουργεί «κατ’ ιδίαν» μια αγορά προϊόντων και υπηρεσιών και αλλιώς λειτουργούν όλες οι αγορές μαζί. Ότι οι κανόνες που διέπουν το «επί μέρους» (π.χ. την αγορά υπολογιστών) δεν ισχύουν για το «όλον» (για την οικονομία στο σύνολό της). Από τότε, από την έκδοση της Γενικής Θεωρίας του (το 1936), αρχίζει ο διαχωρισμός μεταξύ μικροοικονομικής (η μελέτη των «επί μέρους») και της μακροοικονομικής (η μελέτη της οικονομίας ως ένα «οργανικό σύνολο», με έμφαση στις «προβληματικές» αγορές της εργασίας και του χρήματος). Με άλλα λόγια, ο Keynes ισχυρίστηκε, με πολλή πειθώ, ότι στην οικονομία υπάρχει ένα χάσμα μεταξύ του «μικρού» και του «μεγάλου», μεταξύ των κανόνων που διέπουν μια επιχείρηση ή έναν κλάδο κι εκείνων που διέπουν μια μακρο-οικονομία. Ήταν κάτι αντίστοιχο με εκείνο που είχε συμβεί πριν μερικά χρόνια στον χώρο της Φυσικής, όπου επιστήμονες όπως ο Neils Bohr είχαν αποδείξει πως οι κανόνες που ισχύουν στον μικρόκοσμο, στο επίπεδο των κβάντων, δεν ισχύουν επ’ ουδενί στις διαστάσεις που μπορούμε να αντιληφθούμε με τις αισθήσεις μας.
Το Μέγα Έλλειμμα εν καιρώ Κρίσης, κατά Keynes
Από τα πιο πάνω κρατάμε ένα: Για τον Keynes, η αρχή της κατανόησης του τι συμβαίνει εν μέσω Κρίσης είναι το να κατανοήσουμε πως, με το που ξεσπά η Κρίση, η μείωση των μισθών δεν αυξάνει την απασχόληση αλλά, αντίθετα, ενισχύει την ανεργία. Παράλληλα, η μείωση των επιτοκίων αποτυγχάνει στο να προσελκύσει επενδυτές στην πραγματική οικονομία. Ακόμα χειρότερα, όσο ζει και βασιλεύει η Ύφεση, έλεγε ο Keynes, τόσο η απασχόληση όσο και οι επενδύσεις θα υποχωρούν με κάθε συζήτηση για περαιτέρω μείωση μισθών, συντάξεων αλλά και επιτοκίων. Πριν εξηγήσω το επιχείρημά του, να πω ότι ο Keynes ήταν ιδιαίτερα προσεκτικός στο να τονίζει πως τα παραπάνω ισχύουν μόνο στην περίοδο της Κρίσης. Εν πολλοίς δεν πίστευε στην συμμετρία. Άλλα ίσχυαν στους καιρούς των παχιών κι άλλα στους καιρούς των ισχνών αγελάδων. Στις καλές εποχές, η μείωση των επιτοκίων πράγματι ενισχύει τις επενδύσεις και η μείωση των πραγματικών μισθών μπορεί να παίζει κι αυτή θετικό ρόλο στην αγορά εργασίας. Όχι όμως αφότου έχει ξεσπάσει η Κρίση.
Τι σημαίνει Κρίση; Σημαίνει ότι, αρχικά, κάποιοι ανακαλύπτουν ότι δεν μπορούν να αποπληρώσουν τα χρέη τους (π.χ. τα στεγαστικά τους δάνεια, τις κάρτες τους, τα ομόλογα τους). Καθώς τα χρέη αυτά «σκάνε», αρχίζει μια καταστροφική ακολουθία καθώς σπάει σταδιακά η αλυσίδα της «πίστης». Ο Γιώργος δεν δίνει αυτά που χρωστά στην Μαρία, η Μαρία καθυστερεί τις αποπληρωμές της στον Κώστα, ο Κώστας φοράει φέσι στον Δημήτρη, εκείνος στην Κατερίνα κ.ο.κ. Εάν κάποιοι από αυτούς, π.χ. ο Γιώργος, είναι εργοδότης και αναγκαστεί να απολύσει τον Μάκη, τότε ο Μάκης μειώνει δραστικά τις δαπάνες του και αργεί να πληρώσει το νοίκι. Κάπως έτσι ξεκινά η χιονοστιβάδα της Ύφεσης. Με το που αρχίζει, όλοι μειώνουν τις δαπάνες τους με σκοπό την μείωση των χρεών τους, με τραγικό όμως αποτέλεσμα τα χρέη να αυξάνονται! Ας δούμε σε τι οφείλεται, σύμφωνα με τον Keynes, αυτό το παράδοξο.
Είτε επειδή έχουν μειωμένα εισοδήματα, είτε επειδή προβλέπουν (σωστά) πως θα έρθουν τα χειρότερα, όλοι αποφασίζουν να κάνουν οικονομίες και, όσο το δυνατόν, να μειώσουν τα χρέη που έχουν (σε τράπεζες, ο ένας στον άλλον, κλπ). Το σινάφι μου, οι οικονομολόγοι, αναφέρονται σε αυτή την «φάση» ως «φάση απομόχλευσης» (deleveraging). Προσέξτε τώρα τι πιστεύει ο Keynes ότι είναι σημασία αυτής της «φάσης απομόχλευσης»: ο ιδιωτικός τομέας στο σύνολό του, υπό καθεστώς πανικού, προσπαθεί να καλύψει τα ελλείμματά του, να πάψει να δανείζεται, να αποπληρώνει όσο μεγαλύτερο μέρος των δανείων του μπορεί. Αν τώρα προσθέσουμε σε αυτό το σκηνικό ένα δημόσιο τομέα, ένα κράτος, είναι προφανές ότι, στην περίοδο αυτής της Κρίσης, τα ελλείμματά του θα διογκώνονται. Γιατί; Επειδή η μείωση των εισοδημάτων των ιδιωτών μειώνει τους άμεσους φόρους ενώ η μείωση της κατανάλωσης μειώνει τους έμμεσους. Όσο αποτελεσματική και να είναι (ή να μην είναι) η Εφορία, η Ύφεση μειώνει τα φορολογικά έσοδα την ώρα που αυξάνονται πολλά από τα δημόσια έξοδα (π.χ. τα επιδόματα ανεργίας του ΟΑΕΔ). Αν τώρα, όσο φουντώνει η «φάση απομόχλευσης» των ιδιωτών (νοικοκυριών και επιχειρήσεων) έρθει και η κυβέρνηση να κάνει μεγάλες περικοπές στις δημόσιες δαπάνες (για να μειώσει τα δικά της ελλείμματα), προσέξτε τι συμβαίνει: Οι συνολικές δαπάνες στην χώρα, το σύνολο των ιδιωτικών και των δημόσιων δαπανών, μειώνονται έντονα και απότομα. Με τι όμως, μας ρωτά ο Keynes, ισούται αυτό το σύνολο δαπανών (ιδιωτικών και δημοσίων); Μα με το εθνικό εισόδημα βέβαια, με το ΑΕΠ! Καθώς λοιπόν μειώνεται το ΑΕΠ, με ρυθμό που αντικατοπτρίζει τον ρυθμό μείωσης τόσο των ιδιωτικών όσο και των δημόσιων δαπανών, μειώνονται τα εισοδήματα όλων (ιδιωτών αλλά και του κράτους). Όμως το βουνό χρέους που τους πλακώνει (τόσο τους ιδιώτες όσο και το κράτος), δεν μειώνεται αντίστοιχα. Άρα, τα χρέη ιδιωτών και δημοσίου μεγαλώνουν, τουλάχιστον ως ποσοστό των εισοδημάτων!
Επί της ουσίας, λοιπόν, το μάθημα που ήθελε να μας διδάξει ο Keynes ήταν ότι αυτό που είναι εύλογο για μια επιχείρηση, ένα νοικοκυριό, έναν κλάδο (δηλαδή ότι στις δύσκολες εποχές σφίγγεις το ζωνάρι για να μειώσεις τα έξοδα και τα χρέη σου), όταν εφαρμοστεί γενικά, τόσο από τους ιδιώτες όσο και από το κράτος, βαθαίνει την Ύφεση και εν τέλει αυξάνει (αντί να μειώσει) το Χρέος. Ο λόγος για αυτό το απαίσιο παράδοξο, έλεγε ο Keynes, είναι ότι, όσο ανθίζει η Κρίση, το μοναδικό έλλειμμα που διέπει τις ζωές μας και συντηρεί την Κρίση είναι το έλλειμμα ζήτησης αγαθών και υπηρεσιών. Δεν είναι ούτε το έλλειμμα του κρατικού προϋπολογισμού, ούτε το έλλειμμα στον ισολογισμό των επιχειρήσεων, ούτε το θεσμικό έλλειμμα (δυσλειτουργίες του κράτους), ούτε η διαφθορά, ούτε η Μαφία. Όλα αυτά είναι προβλήματα. Μεγάλα προβλήματα. Αλλά είναι προβλήματα που δεν θα αντιμετωπιστούν αν δεν βρεθεί πρώτα απάντηση στο Μέγα Έλλειμμα Ζήτησης.
Ο ρόλος των επιχειρήσεων, κατά Keynes
Την λύση θα την δώσουν οι επιχειρήσεις αυξάνοντας τις επενδύσεις τους, προσλαμβάνοντας εργαζόμενους, προχωρώντας τα σχέδιά τους για νέα προϊόντα και υπηρεσίες. Σε αυτό ο Keynes συμφωνούσε με τους συναδέλφους του. Διαφωνούσε όμως έντονα στο πως θα επιτευχθεί η βελτίωση του ελιχειρηματικού κλίματος. Του έλεγαν ότι οι επιχειρήσεις θα πράξουν το «καθήκον» τους με το που θα δουν τους μισθούς να μειώνονται, τα επιτόκια να πέφτουν, τις διαρθρωτικές αλλαγές να καταργούν τους φραγμούς που αντιμετωπίζει η επιχειρηματικότητα, το κράτος να μειώνει τις δαπάνες του ώστε να μην χρειάζεται να τους φορολογεί βάναυσα κλπ. (Ναι, σωστά το παρατηρήσατε – τίποτα το καινούργιο υπό το φως του ηλίου! Η ίδια συζήτηση γινόταν και τότε.) Η απάντησή του; Ανοησίες!
Και βέβαια οι επιχειρηματίες, έλεγε ο Keynes, προτιμούν να πληρώνουν χαμηλότερους μισθούς και επιτόκια, χαίρονται να βλέπουν το κράτος να μειώνει τα έξοδά του (και να τους ζητά λιγότερους φόρους), ποθούν διαρθρωτικές αλλαγές που τους λύνουν τα χέρια. Όλα αυτά σωστά. Εκτός θέματος όμως στον Καιρό της Κρίσης! Στην φάση της απομόχλευσης ιδιωτικού και δημόσιου τομέα (βλ. παραπάνω για τον ορισμό της απομόχλευσης), οι μειώσεις μισθών, επιτοκίων και δημόσιων δαπανών, αντί να εμφυσήσουν αισιοδοξία και έφεση προς τις επενδύσεις, κάνουν τους επιχειρηματίες ακόμα πιο απαισιόδοξους και επιρρεπείς στις απολύσεις, στην περαιτέρω μείωση των επενδύσεων, στην αποχώρηση ακόμα κι από την χώρα. Αυτό ήταν το ριζοσπαστικό επιχείρημα του Keynes, με το οποίο έμεινε στην ιστορία. Πως το υποστηρίζει;
Μπείτε στην θέση ενός επιχειρηματία, μας προκαλεί ο Keynes, που εν μέσω Μεγάλης Ύφεσης βλέπει μια ευκαιρία να επενδύσει σε κάποια νέα παραγωγική μονάδα με στόχο την παραγωγή νέου, καινοτόμου προϊόντος. Το βράδυ, στο κρεβάτι του, είναι άγρυπνος, ανήσυχος. Δεν ξέρει αν πράγματι πρέπει να προβεί στην επένδυση αυτή ή όχι. Τον τρώει η αγωνία και η αβεβαιότητα για το αν το νέο προϊόν, όταν και εάν παραχθεί π.χ. σε έξι μήνες, θα βρει αγοραστές. Ότι θα το θέλουν οι αγοραστές, το γνωρίζει. Αυτό που δεν γνωρίζει είναι εάν οι αγοραστές αυτοί σε έξι μήνες θα έχουν χρήματα (και διάθεση να τα ξοδέψουν) για να το αγοράσουν. Από τι εξαρτάται; Από το γενικό κλίμα, σκέφτεται. Και το γενικό κλίμα, από τι εξαρτάται; Από το εάν επιχειρηματίες όπως ο ίδιος θα αποφασίσουν να πάρουν ρίσκα σαν αυτό που εκείνος πασχίζει να δει αν τελικά θα αναλάβει ή όχι. Εφόσον ένα μεγάλο ποσοστό επιχειρηματιών, όπως ο ίδιος, αποφασίσουν θετικά, τότε σίγουρα η αγορά θα κινηθεί (καθώς θα έχει αυξηθεί η απασχόληση και τα εισοδήματα θα έχουν, τουλάχιστον, σταθεροποιηθεί) και η ζήτηση θα ξαναγεννηθεί μέσα από τις στάχτες της. Αν, αντίθετα, μόνο ένα πολύ μικρό ποσοστό επιχειρηματιών πάρει το ρίσκο και επενδύσει, τότε η ζήτηση δεν θα υπάρξει σε έξι μήνες και ο ίδιος, αν είναι από εκείνους που επένδυσαν, θα χάσει τα χρήματά του.
Συνεχίζεται. Μην χάσετε αύριο το Β΄ Μέρος!
Τρεις είναι οι βασικοί ιδεολογικοί άξονες στους οποίους στηρίζονται μια σειρά από κόμματα που ζητούν την ψήφο μας: (Α) Οι ευθεριάζοντες-νεοφιλελεύθεροι που εναποθέτουν την πίστη τους στην
«επιστροφή» σε μια ανόθευτη αγοραία οικονομία όπου το κράτος συρρικνώνεται και οι μειώσεις μισθών και τιμών οδηγούν στην έξοδο από την Κρίση. (Β) Οι Κεϋνσιανοί που, παραδοσιακά,
υποστήριζαν ότι έξοδος από την Κρίση δεν γίνεται χωρίς ένα κράτος το οποίο παρεμβαίνει δραστικά για να ρυθμίζει την συνολική ζήτηση προϊόντων και υπηρεσιών. Και (Γ) τους Μαρξιστές που θεωρούν ότι ούτε το Κράτος ούτε και η αγορά δύναται να εκπολιτίσει και να «ρυθμίσει» ένα εξ κατασκευής απολίτιστο, χαοτικό και αναποτελεσματικό σύστημα (τον καπιταλισμό). Όλα τα κόμματα που σε λίγο θα αρχίσουν να μας βομβαρδίζουν με προπαγανδιστικό «υλικό» εμπίπτουν σε ένα από αυτά τα τρία ιδεολογικά ρεύματα. ΝΔ και ΠΑΣΟΚ κινούνται λίγο-πολύ στον άξονα Β (με τις μεταξύ τους διαφωνίες να έχουν περιοριστεί στην σφαίρα των πολιτιστικών, ιστορικών και προσωπικών διαφορών). Η Αριστερά, όπως είναι λογικό, τοποθετείται στον άξονα (Γ). Τέλος, κόμματα όπως η Δράση και η Δημοκρατική Συμμαχία προσπαθούν να αρθρώσουν ιδεολογικό λόγο εκπορευόμενο από τον άξονα (Α). Έχει ενδιαφέρον να δούμε πόσο συνεπείς είναι όλοι τους με τον ιδεολογικό άξονα που επέλεξαν.
Την αρχή αυτού του «ελέγχου συνέπειας» τριών πολιτικών χώρων την έκανα σε προηγούμενο άρθρο με τίτλο «Δεσμευμένοι Ελευθεριάζοντες», αναφερόμενος σε εγχώριους πολιτικούς, αλλά και γενικότερα διαμορφωτές της κοινής γνώμης οι οποίοι δηλώνουν επηρεασμένοι από ριζοσπάστες του νεοφιλελευθερισμού, π.χ. τον αυστριακό Friedrich von Hayek [βλ. άξονα (Α) την προηγούμενη παράγραφο]. Η κριτική που τους άσκησα ήταν ότι, την στιγμή που αρχίζουν να μιλούν για Μνημόνια και Δανειακές, για κάποιον περίεργο λόγο, παύουν να είναι συνεπείς με την ιδεολογία και την θεώρηση που οι ίδιοι λένε ότι ασπάζονται. Σήμερα ήρθε η σειρά των «Συνθηκολογημένων Κεϋνσιανών» - πρόκειται για τον όρο που αποφάσισα να χρησιμοποιήσω για να αναφερθώ σε πολιτικούς, συναδέλφους και εν γένει σχολιαστές, οι οποίοι θεωρούν μεν τους εαυτούς τους οπαδούς του Keynes αλλά των οποίων οι τοποθετήσεις ως προς τα τεκταινόμενα στην Ελλάδα και στην Ευρώπη σήμερα θα έκαναν, πιστεύω, τον φλεγματικό Βρετανό να φρίξει.
Η συνεισφορά του Keynes
Στις δύσκολες μέρες του Μεσοπολέμου, τότε που η Κρίση θέριζε και παράλληλα έσπερνε τις θύελλες που ακολούθησαν την επόμενη δεκαετία, ένας οικονομολόγος στάθηκε όρθιος, αποτίναξε από πάνω του τα ιδεολογήματα που είχε κληρονομήσει από τους δασκάλους του, και προσπάθησε να εξηγήσει κάτι που είχε ξαφνιάσει τόσο τον ίδιο όσο και τους δασκάλους του: το γεγονός ότι όσο και να έπεφταν οι μισθοί, όσο και να μειωνόταν το επιτόκιο, όσο και να συρρικνώνονταν οι δημόσιες δαπάνες, η απασχόληση, οι επενδύσεις, η οικονομική δραστηριότητα, τα ελλείμματα δεν έλεγαν να βελτιωθούν. Όσο περισσότερο ήταν διατεθειμένοι να δουλέψουν για ψίχουλα οι εργαζόμενοι, τόσο πιο έντονα διστακτικοί γίνονταν οι εργοδότες να τους προσλάβουν. Όσο πιο χαμηλό το επιτόκιο, τόσο πιο πολύ απέφευγαν οι εργοστασιάρχες να δανειστούν ώστε να επενδύσουν σε νέα προϊόντα, νέα μηχανήματα, νέους ιμάντες παραγωγής. Ο καιρός πέρναγε, οι μισθοί έπεφταν, το επίσημο επιτόκιο κατέρρεε, τα περιουσιακά στοιχεία εξανεμίζονταν, αλλά οι «αγορές» αρνιόντουσαν πεισματικά να ανακάμψουν: οι επενδύσεις που θα έλκυε η ραγδαία πτώση του εργασιακού κόστους και του κόστους δανεισμού απλά δεν ερχόντουσαν.
Επρόκειτο για πραγματικό μυστήριο. Στην λαϊκή αγορά, όταν δεν πουλιέται ένα λαχανικό ή φρούτο, ο πωλητής κάποια στιγμή ρίχνει την τιμή του, συνήθως γύρω στο μεσημέρι, κι εφόσον την ρίξει αρκετά η πραμάτεια του πουλιέται. Το ίδιο και με τα αυτοκίνητα, τα σπίτια, τα αεροπλάνα: η μείωση της τιμής τους προσελκύει αγοραστές. Γιατί δεν συνέβαινε στην περίοδο της Μεγάλης Ύφεσης του Μεσοπολέμου κάτι ανάλογο με το αγαθό «εργασία»; Γιατί η ραγδαία πτώση της «τιμής» του δεν οδηγούσε στην αύξηση της ζητούμενης «ποσότητας» (δηλαδή των θέσεων εργασίας, της απασχόλησης); Αυτό το μυστήριο ανέλαβε να κατανοήσει, και κατόπιν να μας εξηγήσει, ο Keynes. Πως; Με μία απλή υπόθεση: ότι αυτό που ισχύει στις λαϊκές αγορές, στην αγορά αυτοκινήτων και στερεοφωνικών δεν ισχύει σε δύο «τζαναμπέτικες», «δύστροπες» αγορές – στην αγορά εργασίας και στην αγορά χρήματος. Σε όλες τις άλλες αγορές, όταν η τιμή πέφτει οι πωλήσεις αυξάνονται. Σε περίοδο Κρίσης όμως, έλεγε ο Keynes, σε αυτές τις δύο αγορές, όταν η οικονομία μπει στην δίνη της Ύφεσης, η μείωση της «τιμής» δεν συνεπάγεται αύξηση των «πωλήσεων». Στις αγορές εργασίας και χρήματος, σε περιόδους που ολόκληρη η οικονομία φθίνει, η μείωση των «τιμών», δηλαδή του μισθού και του επιτοκίου, μπορεί κάλλιστα να οδηγήσει σε μείωση των «πωλήσεων», δηλαδή της απασχόλησης και των επενδύσεων.
Με αυτή την σκέψη, ο Keynes εισήγαγε στην οικονομική επιστήμη την ιδέα ότι αλλιώς λειτουργεί «κατ’ ιδίαν» μια αγορά προϊόντων και υπηρεσιών και αλλιώς λειτουργούν όλες οι αγορές μαζί. Ότι οι κανόνες που διέπουν το «επί μέρους» (π.χ. την αγορά υπολογιστών) δεν ισχύουν για το «όλον» (για την οικονομία στο σύνολό της). Από τότε, από την έκδοση της Γενικής Θεωρίας του (το 1936), αρχίζει ο διαχωρισμός μεταξύ μικροοικονομικής (η μελέτη των «επί μέρους») και της μακροοικονομικής (η μελέτη της οικονομίας ως ένα «οργανικό σύνολο», με έμφαση στις «προβληματικές» αγορές της εργασίας και του χρήματος). Με άλλα λόγια, ο Keynes ισχυρίστηκε, με πολλή πειθώ, ότι στην οικονομία υπάρχει ένα χάσμα μεταξύ του «μικρού» και του «μεγάλου», μεταξύ των κανόνων που διέπουν μια επιχείρηση ή έναν κλάδο κι εκείνων που διέπουν μια μακρο-οικονομία. Ήταν κάτι αντίστοιχο με εκείνο που είχε συμβεί πριν μερικά χρόνια στον χώρο της Φυσικής, όπου επιστήμονες όπως ο Neils Bohr είχαν αποδείξει πως οι κανόνες που ισχύουν στον μικρόκοσμο, στο επίπεδο των κβάντων, δεν ισχύουν επ’ ουδενί στις διαστάσεις που μπορούμε να αντιληφθούμε με τις αισθήσεις μας.
Το Μέγα Έλλειμμα εν καιρώ Κρίσης, κατά Keynes
Από τα πιο πάνω κρατάμε ένα: Για τον Keynes, η αρχή της κατανόησης του τι συμβαίνει εν μέσω Κρίσης είναι το να κατανοήσουμε πως, με το που ξεσπά η Κρίση, η μείωση των μισθών δεν αυξάνει την απασχόληση αλλά, αντίθετα, ενισχύει την ανεργία. Παράλληλα, η μείωση των επιτοκίων αποτυγχάνει στο να προσελκύσει επενδυτές στην πραγματική οικονομία. Ακόμα χειρότερα, όσο ζει και βασιλεύει η Ύφεση, έλεγε ο Keynes, τόσο η απασχόληση όσο και οι επενδύσεις θα υποχωρούν με κάθε συζήτηση για περαιτέρω μείωση μισθών, συντάξεων αλλά και επιτοκίων. Πριν εξηγήσω το επιχείρημά του, να πω ότι ο Keynes ήταν ιδιαίτερα προσεκτικός στο να τονίζει πως τα παραπάνω ισχύουν μόνο στην περίοδο της Κρίσης. Εν πολλοίς δεν πίστευε στην συμμετρία. Άλλα ίσχυαν στους καιρούς των παχιών κι άλλα στους καιρούς των ισχνών αγελάδων. Στις καλές εποχές, η μείωση των επιτοκίων πράγματι ενισχύει τις επενδύσεις και η μείωση των πραγματικών μισθών μπορεί να παίζει κι αυτή θετικό ρόλο στην αγορά εργασίας. Όχι όμως αφότου έχει ξεσπάσει η Κρίση.
Τι σημαίνει Κρίση; Σημαίνει ότι, αρχικά, κάποιοι ανακαλύπτουν ότι δεν μπορούν να αποπληρώσουν τα χρέη τους (π.χ. τα στεγαστικά τους δάνεια, τις κάρτες τους, τα ομόλογα τους). Καθώς τα χρέη αυτά «σκάνε», αρχίζει μια καταστροφική ακολουθία καθώς σπάει σταδιακά η αλυσίδα της «πίστης». Ο Γιώργος δεν δίνει αυτά που χρωστά στην Μαρία, η Μαρία καθυστερεί τις αποπληρωμές της στον Κώστα, ο Κώστας φοράει φέσι στον Δημήτρη, εκείνος στην Κατερίνα κ.ο.κ. Εάν κάποιοι από αυτούς, π.χ. ο Γιώργος, είναι εργοδότης και αναγκαστεί να απολύσει τον Μάκη, τότε ο Μάκης μειώνει δραστικά τις δαπάνες του και αργεί να πληρώσει το νοίκι. Κάπως έτσι ξεκινά η χιονοστιβάδα της Ύφεσης. Με το που αρχίζει, όλοι μειώνουν τις δαπάνες τους με σκοπό την μείωση των χρεών τους, με τραγικό όμως αποτέλεσμα τα χρέη να αυξάνονται! Ας δούμε σε τι οφείλεται, σύμφωνα με τον Keynes, αυτό το παράδοξο.
Είτε επειδή έχουν μειωμένα εισοδήματα, είτε επειδή προβλέπουν (σωστά) πως θα έρθουν τα χειρότερα, όλοι αποφασίζουν να κάνουν οικονομίες και, όσο το δυνατόν, να μειώσουν τα χρέη που έχουν (σε τράπεζες, ο ένας στον άλλον, κλπ). Το σινάφι μου, οι οικονομολόγοι, αναφέρονται σε αυτή την «φάση» ως «φάση απομόχλευσης» (deleveraging). Προσέξτε τώρα τι πιστεύει ο Keynes ότι είναι σημασία αυτής της «φάσης απομόχλευσης»: ο ιδιωτικός τομέας στο σύνολό του, υπό καθεστώς πανικού, προσπαθεί να καλύψει τα ελλείμματά του, να πάψει να δανείζεται, να αποπληρώνει όσο μεγαλύτερο μέρος των δανείων του μπορεί. Αν τώρα προσθέσουμε σε αυτό το σκηνικό ένα δημόσιο τομέα, ένα κράτος, είναι προφανές ότι, στην περίοδο αυτής της Κρίσης, τα ελλείμματά του θα διογκώνονται. Γιατί; Επειδή η μείωση των εισοδημάτων των ιδιωτών μειώνει τους άμεσους φόρους ενώ η μείωση της κατανάλωσης μειώνει τους έμμεσους. Όσο αποτελεσματική και να είναι (ή να μην είναι) η Εφορία, η Ύφεση μειώνει τα φορολογικά έσοδα την ώρα που αυξάνονται πολλά από τα δημόσια έξοδα (π.χ. τα επιδόματα ανεργίας του ΟΑΕΔ). Αν τώρα, όσο φουντώνει η «φάση απομόχλευσης» των ιδιωτών (νοικοκυριών και επιχειρήσεων) έρθει και η κυβέρνηση να κάνει μεγάλες περικοπές στις δημόσιες δαπάνες (για να μειώσει τα δικά της ελλείμματα), προσέξτε τι συμβαίνει: Οι συνολικές δαπάνες στην χώρα, το σύνολο των ιδιωτικών και των δημόσιων δαπανών, μειώνονται έντονα και απότομα. Με τι όμως, μας ρωτά ο Keynes, ισούται αυτό το σύνολο δαπανών (ιδιωτικών και δημοσίων); Μα με το εθνικό εισόδημα βέβαια, με το ΑΕΠ! Καθώς λοιπόν μειώνεται το ΑΕΠ, με ρυθμό που αντικατοπτρίζει τον ρυθμό μείωσης τόσο των ιδιωτικών όσο και των δημόσιων δαπανών, μειώνονται τα εισοδήματα όλων (ιδιωτών αλλά και του κράτους). Όμως το βουνό χρέους που τους πλακώνει (τόσο τους ιδιώτες όσο και το κράτος), δεν μειώνεται αντίστοιχα. Άρα, τα χρέη ιδιωτών και δημοσίου μεγαλώνουν, τουλάχιστον ως ποσοστό των εισοδημάτων!
Επί της ουσίας, λοιπόν, το μάθημα που ήθελε να μας διδάξει ο Keynes ήταν ότι αυτό που είναι εύλογο για μια επιχείρηση, ένα νοικοκυριό, έναν κλάδο (δηλαδή ότι στις δύσκολες εποχές σφίγγεις το ζωνάρι για να μειώσεις τα έξοδα και τα χρέη σου), όταν εφαρμοστεί γενικά, τόσο από τους ιδιώτες όσο και από το κράτος, βαθαίνει την Ύφεση και εν τέλει αυξάνει (αντί να μειώσει) το Χρέος. Ο λόγος για αυτό το απαίσιο παράδοξο, έλεγε ο Keynes, είναι ότι, όσο ανθίζει η Κρίση, το μοναδικό έλλειμμα που διέπει τις ζωές μας και συντηρεί την Κρίση είναι το έλλειμμα ζήτησης αγαθών και υπηρεσιών. Δεν είναι ούτε το έλλειμμα του κρατικού προϋπολογισμού, ούτε το έλλειμμα στον ισολογισμό των επιχειρήσεων, ούτε το θεσμικό έλλειμμα (δυσλειτουργίες του κράτους), ούτε η διαφθορά, ούτε η Μαφία. Όλα αυτά είναι προβλήματα. Μεγάλα προβλήματα. Αλλά είναι προβλήματα που δεν θα αντιμετωπιστούν αν δεν βρεθεί πρώτα απάντηση στο Μέγα Έλλειμμα Ζήτησης.
Ο ρόλος των επιχειρήσεων, κατά Keynes
Την λύση θα την δώσουν οι επιχειρήσεις αυξάνοντας τις επενδύσεις τους, προσλαμβάνοντας εργαζόμενους, προχωρώντας τα σχέδιά τους για νέα προϊόντα και υπηρεσίες. Σε αυτό ο Keynes συμφωνούσε με τους συναδέλφους του. Διαφωνούσε όμως έντονα στο πως θα επιτευχθεί η βελτίωση του ελιχειρηματικού κλίματος. Του έλεγαν ότι οι επιχειρήσεις θα πράξουν το «καθήκον» τους με το που θα δουν τους μισθούς να μειώνονται, τα επιτόκια να πέφτουν, τις διαρθρωτικές αλλαγές να καταργούν τους φραγμούς που αντιμετωπίζει η επιχειρηματικότητα, το κράτος να μειώνει τις δαπάνες του ώστε να μην χρειάζεται να τους φορολογεί βάναυσα κλπ. (Ναι, σωστά το παρατηρήσατε – τίποτα το καινούργιο υπό το φως του ηλίου! Η ίδια συζήτηση γινόταν και τότε.) Η απάντησή του; Ανοησίες!
Και βέβαια οι επιχειρηματίες, έλεγε ο Keynes, προτιμούν να πληρώνουν χαμηλότερους μισθούς και επιτόκια, χαίρονται να βλέπουν το κράτος να μειώνει τα έξοδά του (και να τους ζητά λιγότερους φόρους), ποθούν διαρθρωτικές αλλαγές που τους λύνουν τα χέρια. Όλα αυτά σωστά. Εκτός θέματος όμως στον Καιρό της Κρίσης! Στην φάση της απομόχλευσης ιδιωτικού και δημόσιου τομέα (βλ. παραπάνω για τον ορισμό της απομόχλευσης), οι μειώσεις μισθών, επιτοκίων και δημόσιων δαπανών, αντί να εμφυσήσουν αισιοδοξία και έφεση προς τις επενδύσεις, κάνουν τους επιχειρηματίες ακόμα πιο απαισιόδοξους και επιρρεπείς στις απολύσεις, στην περαιτέρω μείωση των επενδύσεων, στην αποχώρηση ακόμα κι από την χώρα. Αυτό ήταν το ριζοσπαστικό επιχείρημα του Keynes, με το οποίο έμεινε στην ιστορία. Πως το υποστηρίζει;
Μπείτε στην θέση ενός επιχειρηματία, μας προκαλεί ο Keynes, που εν μέσω Μεγάλης Ύφεσης βλέπει μια ευκαιρία να επενδύσει σε κάποια νέα παραγωγική μονάδα με στόχο την παραγωγή νέου, καινοτόμου προϊόντος. Το βράδυ, στο κρεβάτι του, είναι άγρυπνος, ανήσυχος. Δεν ξέρει αν πράγματι πρέπει να προβεί στην επένδυση αυτή ή όχι. Τον τρώει η αγωνία και η αβεβαιότητα για το αν το νέο προϊόν, όταν και εάν παραχθεί π.χ. σε έξι μήνες, θα βρει αγοραστές. Ότι θα το θέλουν οι αγοραστές, το γνωρίζει. Αυτό που δεν γνωρίζει είναι εάν οι αγοραστές αυτοί σε έξι μήνες θα έχουν χρήματα (και διάθεση να τα ξοδέψουν) για να το αγοράσουν. Από τι εξαρτάται; Από το γενικό κλίμα, σκέφτεται. Και το γενικό κλίμα, από τι εξαρτάται; Από το εάν επιχειρηματίες όπως ο ίδιος θα αποφασίσουν να πάρουν ρίσκα σαν αυτό που εκείνος πασχίζει να δει αν τελικά θα αναλάβει ή όχι. Εφόσον ένα μεγάλο ποσοστό επιχειρηματιών, όπως ο ίδιος, αποφασίσουν θετικά, τότε σίγουρα η αγορά θα κινηθεί (καθώς θα έχει αυξηθεί η απασχόληση και τα εισοδήματα θα έχουν, τουλάχιστον, σταθεροποιηθεί) και η ζήτηση θα ξαναγεννηθεί μέσα από τις στάχτες της. Αν, αντίθετα, μόνο ένα πολύ μικρό ποσοστό επιχειρηματιών πάρει το ρίσκο και επενδύσει, τότε η ζήτηση δεν θα υπάρξει σε έξι μήνες και ο ίδιος, αν είναι από εκείνους που επένδυσαν, θα χάσει τα χρήματά του.
Συνεχίζεται. Μην χάσετε αύριο το Β΄ Μέρος!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Το Loutraki One σέβεται όλες τις απόψεις, αλλά προτιμά τα Eλληνικά και όχι τα greeklish, το χιούμορ και όχι τις ύβρεις.
Επειδή το Loutraki One πιστεύει στη δύναμη του διαλόγου, αλλά όχι στην εμπαθή και στείρα αντιπαράθεση μόνο για το θεαθήναι, διατηρεί το δικαίωμά του να μην αναρτά σχόλια που είναι υπέρ το δέον υβριστικά ή άσχετα με το άρθρο, που αναφέρονται σε προσωπικά δεδομένα τoυ αρθρογράφoυ ή που δεν περιέχουν το e-mail του αποστολέα. Tο email των αποστολέων σχολίων δεν εμφανίζεται δημόσια.