Γεωργία, ΑΤΕ και ανάπτυξη. Του Θεόδωρου Παπαηλία

Ο τρόπος απελευθέρωσης της χώρας υπήρξε αιτία εν πολλοίς του εγγειοδιαρθρωτικού προβλήμα­τος, το οποίο «λύθηκε» μέχρι τον Με­σοπόλεμο κληροδοτώντας σημαντικά προβλήματα. Η διανομή των εθνικών γαιών, ή ό,τι τέλος πάντων είχε απο­μείνει από τις καταπατήσεις, ρυθμί­σθηκε το 1871, ενώ η απαλλοτρίωση των τσιφλικιών (που κυριαρχούσαν στις νέες χώρες) μετά τον Πρώτο Πό­λεμο. Κυριάρχησε, ως εκ τούτου, με μικρές εξαιρέσεις ο μικρός κλήρος (κάτω των 50 στρεμμάτων). Έτσι η σταδιακή εθνική ολοκλήρωση αλλά και η γεωγραφία (τόπος, κλίμα, καλλι­έργειες) είχαν ως απόρροια την αδυ­ναμία δημιουργίας αξιόλογου αγροτι­κού κινήματος.
Στα τέλη του 19ου αιώνα το σταφιδικό ζήτημα (κυρίως στη δυτική και βόρειο Πελοπόννησο) κυριάρχησε. Παρ’ όλες τις έντονες κινητοποιήσεις δεν κατάφεραν αυτές να αλλάξουν την πορεία των εξελίξεων, αφού αφο­ρούσαν μικρό μόνο τμήμα του τόπου. Η εξωτερική μετανάστευση των ετών
1880-1910 (400 χιλιάδες σε πληθυσμό 2,6 εκατομμυρίων το 1907) λειτούργησε ως «βαλβίς» σωτηρίας. Στον Μεσοπόλεμο με αντίστοιχη «λο­γική» ρυθμίστηκε το καπνεργατικό ζήτημα, το οποίο αφορούσε, κυρίως, κατοίκους μέρους του Βορρά.
Στο διάστημα 1830-1930, μολονό­τι ο αγρότης ευρίσκετο στο έλεος των τοκογλύφων (τραπεζών, πλουσίων χωρικών κ.λπ.), δεν κατάφερε να ορ­γανωθεί, με συνέπεια τα όποια αγρο­τικά κόμματα να συνιστούν ασήμαντο μέρος της Βουλής. Η εξέλιξη κατέστη μη αναστρέψιμη, όταν, από το 1920 μέχρι το 1970, οι κάτοικοι της παλαι­άς Ελλάδος και της Κρήτης κατέλαβαν τον βασικό κορμό του κρατικού μηχα­νισμού απαλύνοντας το οικονομικό πρόβλημα των περιοχών αυτών (με τα συμπληρωματικά εισοδήματα που ει­σέρχονταν κ.λπ.).
Η ίδρυση της ΑΤΕ: εκσυγχρονισμός του αγροτικού τομέα και εκβιομηχάνιση
Αν και η ίδρυση της ΑΤΕ, στα τέλη της δεκαετίας του ’20, επίσημα εξαγγέλθηκε ως λύση στη διασφάλιση σταθερού αγροτικού εισοδήματος, ήδη προπολεμικά, αλλά κυρίως αμέσως μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, η τράπεζα (ακριβέστερα δημόσιο ταμείο), διαθέτοντας το μονοπώλιο της αγροτικής πίστης, λειτούργησε σαν μηχανισμός μεταβίβασης πόρων από τον αγροτικό στον αστικό τομέα. Προ της σύστασής της η χρηματοδότηση της γεωργίας υπήρξε περιορισμένη.
Στον Πίνακα 1 εμφανίζεται η δραστηριότητα της ΑΤΕ προπολεμικά. Για να γίνει πιο κατανοητός, σημειώνεται ότι το 1932, λόγου χάριν, οι βραχυχρόνιες πιστώσεις σε όλη την οικονομία ανέρχονταν σε 5,6 δισ. δραχμές (η ΑΤΕ που μόλις είχε δημιουργηθεί διέθεσε το 21%).
Στον Πίνακα 2 παρουσιάζεται ο μεταπολεμικός δανεισμός (μέχρι την ένταξη στην ΕΟΚ). Σταδιακά η χρηματοδότηση της γεωργίας, ως ποσοστό της συνολικής, κάμπτεται και από 41,2% το 1948 φθίνει στο 17,1% το 1980.
     
Η δανειοδότηση αυτή είχε ως συνέπεια την αποτελεσματική στήριξη των αγροτικών επενδύσεων και άρα την αύξηση της παραγωγής και την κάλυψη σημαντικού τμήματος των αναγκών. Από τον Πίνακα 3 συνάγεται ότι σε πλείστα προϊόντα ανήλθε ο βαθμός επάρκειας μέχρι τη μετατροπή της ΑΤΕ σε εμπορική (αρχές της δεκαετίας 1990).
Ωστόσο η θεαματική αυτή βελτίωση, που στηρίχθηκε στα δάνεια της ΑΤΕ και τις δημόσιες επενδύσεις, επετεύχθη με σύνθλιψη της υπαίθρου. Οι Έλληνες αγρότες υπέστησαν την τύχη των συναδέλφων τους άλλων χωρών. Η ανάπτυξη και δη η εκβιομηχάνιση απαιτεί πόρους. Αυτοί προκύπτουν από την απομύζηση της γεωργίας. Στην Αγγλία η «απογείωση» διήρκεσε πλέον των δυόμισι αιώνων.(1) Στη σύγχρονη περίοδο διατυπώθηκαν, από εμπειρία, τρία υποδείγματα. Αυτό της Ιαπωνίας μετά την παλινόρθωση του καθεστώτος Meiji (1869)(2), το σοβιετικό πρότυπο(3) και αυτό της χειροτέρευσης των όρων εμπορίου. Προφανώς η χώρα ακολούθησε το τρίτο υπόδειγμα.
Στο σχήμα η WW΄ αποτελεί το κοινωνικώς ανεκτό όριο συντήρησης, ενώ η Ι¨Ι΄ το εισόδημα που αποκτούσε ο μέσος αγρότης στην περίοδο 1948-1977 (προ της ένταξης της χώρας στην Ε.Ε.). Αυτό σημαίνει ότι αυτός σε όλο το διάστημα «ζούσε» κάτω του ορίου επιβίωσης. Αποτέλεσμα ήταν ο υπερδανεισμός (τα αγροτικά χρέη που χάρισε η δικτατορία), οι 1,4 εκατομμύρια μετανάστες που εγκατέλειψαν την ύπαιθρο (στα έτη 1951-71) λόγω των συνθηκών αυτών, ενώ η αυτοκατανάλωση και τα εξωγεωργικά εισοδήματα (μεταναστευτικά εμβάσματα, αστικές απασχολήσεις κ.λπ.) επέτρεψαν την επιβίωση στους εναπομείναντες.
Δεν είναι τυχαίο ότι η ίδρυση της Αγροτικής συνοδεύθηκε με ταχύτατη διεύρυνση του δικτύου της στην επικράτεια. Μπορεί η Εθνική να διέθετε μεγαλύτερο αριθμό καταστημάτων, αλλά αυτά της ΑΤΕ ήσαν κατανεμημένα στις αγροτικές και ημιαστικές περιοχές και όχι στις πόλεις. Παράλληλα χρησιμοποιώντας τους συνεταιρισμούς μπορούσε να κινεί τις πιστώσεις σε επίπεδο κοινότητας (κάτι αδιανόητο για άλλη τράπεζα).
Οι γεωτεχνικές της υπηρεσίες, σε συνεργασία με αυτές του υπουργείου Γεωργίας, κατάφεραν να πείσουν τον αγρότη ότι θα όφειλε να εκσυγχρονισθεί, αν ήθελε να επιβιώσει του ανταγωνισμού. Αυτό θα επιτυγχάνετο μέσω χρήσης των νέων εισροών. Το 1950 υπήρχαν 4.600 ελκυστήρες στη χώρα, ενώ το 1983 οι μονοαξονικοί και διαξονικοί υπερέβαιναν τους 280.000 (από τις ταχύτερες εκμηχανίσεις παγκοσμίως). Η χρήση λιπασμάτων, βελτιωμένων σπόρων κ.λπ. απογειώθηκε, αφού αυτά ήταν επιδοτούμενα και διακινούνταν από την ΑΤΕ. Έτσι, αν και το 1950 υπήρχαν 1,9 εκατομμύρια αγρότες και το 1980 απέμειναν 1,2 εκατ., ο όγκος παραγωγής είχε πολλαπλασιασθεί και το αγροτικό εισόδημα σε σταθερές τιμές τριπλασιασθεί (Πίνακας 4).
Συνεπώς, ο μέσος αγρότης, εφ’ όσον ήθελε να επιβιώσει, ήταν υποχρεωμένος να συσσωρεύει. Και σε αυτό το σημείο το κράτος ως βραχίονα έθετε την ΑΤΕ (με τα επιδοτούμενα δάνεια). Ωστόσο, η ραγδαία αύξηση του όγκου παραγωγής δεν συνοδεύετο με ανάλογη αύξηση του αγροτικού εισοδήματος. Διότι παράλληλα το υπουργείο Εμπορίου επέβαλε αγορανομικές διατάξεις, διατίμηση κ.λπ. με αποτέλεσμα ο αγρότης να βρίσκεται σε μία μέγκενη.
Από το ένα μέρος, ήταν υποχρεωμένος να συσσωρεύει (έγγειες βελτιώσεις, κτίσματα, μηχανήματα κ.λπ.) και να διευρύνει το κεφάλαιο κίνησης, ώστε να συρρικνώνει το κόστος (να ανεβάζει την παραγωγικότητα ανά στρέμμα, ανά απασχολούμενο κ.λπ.). Για να το επιτύχει βρισκόταν στο έλεος της πολιτικής της ΑΤΕ. Από το άλλο μέρος, σε αυξανόμενο όγκο παραγωγής οι τιμές, που καθορίζονταν πάλι από το κράτος, είχαν καθοδική τάση.
Αυτή η διπλή αναπτυξιακή σύνθλιψη (συρρίκνωση του κόστους ανά μονάδα προϊόντος και των τιμών) είχε ως αποτέλεσμα τη μεταφορά του αγροτικού πλεονάσματος, του μόχθου των αγροτών, στον αστικό τομέα. Οι χαμηλές τιμές στα τρόφιμα επιτρέπουν και χαμηλά ημερομίσθια στη βιομηχανία, τα οποία επιφέρουν υψηλά κέρδη στο κεφάλαιο. Έτσι και η επάρκεια σε πολλά προϊόντα πραγματοποιήθηκε (Πίνακας 3) και διευκολύνθηκε η εκβιομηχάνιση (Πίνακας 4).
Η ΑΤΕ από την ένταξη στην Ε.Ε. μέχρι την τρέχουσα κρίση
Η κοινοτική αντίληψη δεν επιτρέπει εμφανείς μονοπωλιακές καταστάσεις. Έτσι αναπόφευκτα η ΑΤΕ στις αρχές του 1990 κατέστη Α.Ε. και μετετράπη σε εμπορική. Αυτό ήταν η αρχή του τέλους. Η ελληνική αγορά είναι μικρή και διεύρυνση των εργασιών της ΑΤΕ, με παράλληλη ύπαρξη της Εθνικής, δεν άφηνε χώρο για τις εμπορικές. Επειδή ήταν συνεπώς πολύ μεγάλη, κάτι που ανησυχούσε το ιδιωτικό κεφάλαιο, ήδη από το 1996 (εποχή του «εκσυγχρονισμού») ετέθησαν εμπόδια στην παραπέρα επέκτασή της.
Στην περίοδο εντούτοις της ευφορίας (1996-2007) επετράπη στην τράπεζα, κάπως, να αναπνεύσει. Εισήλθε στο χρηματιστήριο, ίδρυσε μια σειρά από θυγατρικές (Χρηματιστηριακή, Κάρτα, Leasing κ.λπ.), αύξησε τον αριθμό των καταστημάτων της(4) στον αστικό τομέα. Αλλά αυτά ήσαν αίολα.
Στην κρίση το δίλημμα επανήλθε. Όταν τον Μάιο 2010 η χώρα ετέθη υπό επιτροπεία, οι μάσκες έπεσαν. Οι δανειστές, εξ ιδεολογίας, απεχθάνονται και καταπολεμούν κάθε τι που έχει άρωμα δημοσίου. Περαιτέρω η φυγή κεφαλαίων εξαΰλωσε τα τραπεζικά ταμεία. Η ύφεση κατακρήμνισε τις αποταμιεύσεις και ανέτρεψε την οικονομική ζωή του τόπου, ενώ η ελάττωση του δημοσίου χρέους (το περιώνυμο PSI) τσάκισε τις τράπεζες που είχαν τοποθετήσεις στα ομόλογα του ελληνικού Δημοσίου.
Είναι αλήθεια ότι η Τράπεζα κουβαλούσε βάρη από δάνεια που είχε δώσει το πολιτικό σύστημα σε πτωχευμένους συνεταιρισμούς ή πολιτικούς φίλους. Μολαταύτα, η κατάσταση ήταν καλύτερη σε σχέση με τις περισσότερες τράπεζες, διότι ο συντηρητισμός της ΑΤΕ και η σταδιακή της (εξαιρετικά αργή μετά το 1990) γιγάντωση δεν είχε δημιουργήσει τις «φούσκες» των υπολοίπων. Αλλά τότε εμφανίσθηκαν οι συνέπειες της φιλελευθεροποίησης. Η τράπεζα δεν θύμιζε παρά ελάχιστα αυτήν που ήταν προ του 1990. Δεν είχε αλλάξει μόνο οργανογράμματα ριζικά, αλλά και ρόλο.
Βεβαίως, υπήρχαν οι υποθήκες των αγροτών (η γη ή το πάγιο κεφάλαιό τους), αλλά, αφού οι αγρότες έχουν πλέον πολιτικά και οικονομικά περιθωριοποιηθεί, αυτό δεν ήταν κρίσιμο. Και έτσι παρουσιάσθηκε ως ειμαρμένη η συνέχεια. Το 1990 το σύνολο σχεδόν των καταθέσεων και χορηγήσεων ελέγχετο από το Δημόσιο. Σταδιακά η χώρα απογυμνώνετο: ΕΤΒΑ, Κτηματική, Ιονική, Εμπορική κ.λπ. χάνονταν. Απέμειναν η ΑΤΕ, το Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο και η Εθνική. Η πρώτη έφυγε, το δεύτερο είναι θέμα χρόνου και πολύ εύκολα το Δημόσιο θα χάσει στη συνέχεια και τον όποιο έλεγχο επί της Εθνικής.
Έτσι η ΑΤΕ, που στήριξε αλλά και κερδοσκόπησε σε βάρος του μόχθου των αγροτών, δίκην αρχαίας τραγωδίας, έφθασε στο τέλος της. Χωρίς αυτήν η ανάπτυξη του αγροτικού τομέα θα ήταν αναιμική. Χωρίς αυτήν η λεηλασία του αγροτικού πλεονάσματος και η βάση για την εκβιομηχάνιση θα ήταν αμφίβολη (οι μισθοί στη βιομηχανία κινήθηκαν σε επίπεδο τριτοκοσμικής χώρας, επειδή τα τρόφιμα ήταν φτηνά).
Η περιουσία της (κτήρια, αλλά και η τεχνογνωσία – ο αέρας) είναι τεράστια. Αντί τούτου, λεηλατείται για να σωθούν οι ιδιώτες - πελάτες. Η κυβέρνηση «δίνει» αγώνα (!) για να εξοικονομήσει 11 δισ., όταν ισόποσα περίπου θα χάσει επιδοτώντας τους ιδιώτες.(5)
Συνεπώς, τα αίτια σφετερισμού της Τράπεζας, ο οποίος αντιστοιχεί με λεηλασία του δημοσίου χρήματος, πηγάζουν από το δίλημμα: έλεγχος ή όχι στο τραπεζικό σύστημα; Εφ’ όσον οι δανειστές και οι εδώ τοποτηρητές τους προκρίνουν το δεύτερο, πραγματοποιήθηκε η υπεξαίρεση και το εκ πρώτης όψεως παράδοξο. Αντί η ΑΤΕ να απορροφήσει κάποια από τις καταρρέουσες ιδιωτικές (λειτουργούν χάρις στις μεταγγίσεις δισεκατομμυρί­ων για τις οποίες χρεώνονται οι Έλλη­νες), απορροφήθηκε εκείνη!
Δύσκολα μπορεί να φαντασθεί κα­νείς αντιπροσωπευτικότερο παράδειγ­μα διαφθοράς και πολιτικού εκφυλι­σμού, όπως αυτός εκφράζεται από την παρούσα τρικομματική κυβέρνηση. Αντί να κρατικοποιηθούν όλες οι ιδι­ωτικές (αφού λειτουργούν χάρις στις κρατικές ενισχύσεις από το 2008), εκποιείται η δημόσια και στηρίζεται η ιδιωτική με χρήματα των φορολογου­μένων.
Αυτό δείχνει ό,τι έχουμε κατ’ επανά­ληψη τονίσει («Ποντίκι» 1.3, 10.5 και 17.5). Η παγκόσμια κρίση αποτελεί την παράμετρο και όχι την αιτία των ελληνικών δεινών. Το αίτιο της ελληνι­κής κατάπτωσης εντοπίζεται στο υπό­δειγμα με το οποίο ανεπτύχθη η οικο­νομία. Η πτώση της επιταχύνθηκε από έναν φαυλεπίφαυλο πολιτικό κόσμο.
Στην αρχαιότητα όταν ήθελαν να εκφράσουν ένα φυσικό φαινόμενο (ή μια ανθρώπινη ενέργεια) το προσωπο­ποιούσαν (για τον κεραυνό ο Δίας, για την τρικυμία ο Ποσειδών κ.ο.κ.). Για τη φαυλότητα δεν διέθεταν κάτι σχετικό. Προφανώς, δεν είχαν γνωρίσει την πα­ρούσα συγκυβέρνηση.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1.  Κατά τον Μαρξ, οι περιφράξεις απετέλεσαν τη βάση του καπιταλι­σμού (το μυστικό της λεγομένης πρω­ταρχικής συσσώρευσης). Από το ένα μέρος, δημιούργησαν τους ακτήμονες (τη «φτηνή» εργατική δύναμη), από το άλλο, ενίσχυσαν τη συσσώρευση του κεφαλαίου (χώρισαν το κεφάλαιο από την εργασία).
2.  Μέσω φορολογικής αφαίμαξης υπεξαιρείται από το κράτος το αγροτι­κό πλεόνασμα και χρηματοδοτούνται οι βιομηχανικές επιχειρήσεις με μηδε­νικά σχεδόν επιτόκια και φορολογική ατέλεια.
3. Οι αγρότες υποχρεούνται να πα­ραδίδουν συγκεκριμένες ποσότητες σε καθορισμένες από το κράτος τιμές. Τμήμα των προϊόντων οδηγείται στον αστικό τομέα για τη συντήρηση των εργατών και το υπόλοιπο στις εξαγω­γές. Τα έσοδα από αυτές χρησιμοποι­ούνται για την ανοικοδόμηση της βιο­μηχανίας.
4.  Ο αριθμός των καταστημάτων εξελίχθηκε ως ακολούθως: 7 το 1930, 111 το 1939, 137 το 1949, 149 το 1959, 176 το 1969, 249 το 1979, 420 το 1989, 434 το 1999, 475 το 2010, 460 το 2012.
5. Το κόστος της «κακής» τράπεζας (χρέη που δεν δύνανται να εισπρα­χθούν και θα επιβαρύνουν το κράτος ) συν τα χρήματα για ανακεφαλαιοποίηση των ιδιωτών κ.λπ.

Από "Το Ποντίκι"

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Το Loutraki One σέβεται όλες τις απόψεις, αλλά προτιμά τα Eλληνικά και όχι τα greeklish, το χιούμορ και όχι τις ύβρεις.

Επειδή το Loutraki One πιστεύει στη δύναμη του διαλόγου, αλλά όχι στην εμπαθή και στείρα αντιπαράθεση μόνο για το θεαθήναι, διατηρεί το δικαίωμά του να μην αναρτά σχόλια που είναι υπέρ το δέον υβριστικά ή άσχετα με το άρθρο, που αναφέρονται σε προσωπικά δεδομένα τoυ αρθρογράφoυ ή που δεν περιέχουν το e-mail του αποστολέα. Tο email των αποστολέων σχολίων δεν εμφανίζεται δημόσια.