Ανήκω σε αυτούς που προέβλεπαν εδώ και καιρό ότι το «κούρεμα» του
ελληνικού χρέους ήταν αναπόφευκτο – και μάλιστα σε μια εποχή όπου τόσο ο
πρωθυπουργός όσο και ο επιχειρηματικός κόσμος μας αρνούνταν αυτή την
εξέλιξη, έστω και ως ενδεχόμενο.
Βλέπουμε, πλέον, ποιος είχε δίκιο.
Ακόμη και σήμερα, μετά τις αποφάσεις της Συνόδου Κορυφής, αρκετοί έγκριτοι οικονομολόγοι το επικρίνουν δριμύτατα, υπενθυμίζοντάς μας –και δι καίως!– τις πολλαπλές επιπτώσεις του, η χώρα μας ετοιμάζεται να κάνει ακόμη περισσότερα βήματα εις βάρος των ίδιών της των συμφερόντων. Βήματα που ακολουθούν τα ίχνη των βασικών μνημονιακών σφαλμάτων.
Η καταδίκη του «κουρέματος» αποτελεί μια μάταιη αντίδραση από την πλευρά εκείνων που αδυνατούν να καταλάβουν ότι οι ξένοι φίλοι μας ενεργούν κατ’ αυτό τον τρόπο επειδή κινούνται από λόγους που σχετίζονται με τη δική τους μάχη εναντίον των κερδοσκόπων, τις δικές τους προσπάθειες να
διασώσουν τα λίγα χρήματα που τους έχουν απομείνει, καθώς και την επιθυμία τους να σωθούν οι ίδιοι. Έτσι, σήμερα, πρέπει να κάνουν περισσότερα βήματα για να διασφαλίσουν τη δική τους οικονομική υπόσταση, έστω κι αν αυτό σημαίνει ότι θα ταπεινώσουν την Ελλάδα ακόμη περισσότερο και θα ωθήσουν τον ελληνικό λαό ακόμη βαθύτερα στην οικονομική στενωπό.
Ενώ οι περισσότεροι από εμάς θα περάσουν τις επόμενες ημέρες συζητώντας και αναλύοντας αυτά τα ζητήματα, προσωπικά θα προχωρήσω ένα ακόμη βήμα παραπέρα, με σκοπό να σας προειδοποιήσω ΑΠΟ ΤΩΡΑ για τις επόμενες κινήσεις, οι οποίες αναμένεται να επιταχύνουν την πορεία μας προς την απώλεια της εθνικής κυριαρχίας μας. Προβλέπω, πράγματι, ότι οι επόμενες εβδομάδες θα αφιερωθούν σε μια ενορχηστρωμένη εκστρατεία προπαγάνδας, με σκοπό να πειστεί ο ελληνικός λαός ότι ο προτεινόμενος «εκγερμανισμός» του είναι και ο μόνος τρόπος διάσωσής του.
Ανέκαθεν, σε όλη μου τη ζωή, εξέφραζα τη φιλία μου για τη Γερμανία και το θαυμασμό μου για το εργασιακό ήθος της. Σήμερα, όμως, απορρίπτω διαρρήδην την ιδέα ότι οι επιτηρητές που θα μας επιβάλουν οι Γερμανοί είναι σε θέση να κατανοή σουν και να κατευθύνουν επιτυχώς τον ελληνικό κρατικό μηχανισμό στο δρόμο προς τον εκσυγχρονισμό.
Πρέπει να είμαστε ρεαλιστές και να μην υποτιμούμε τις δυσκολίες και τα μειονεκτήματα που θα συνοδεύσουν αυτά τα σχέδια όχι μόνο με τη μορφή των λειτουργικών δαπανών που θα μας ζητηθεί να καλύψουμε –ως άμεσες πληρωμές ή ως διοικητικές δαπάνες προγραμμάτων τύπου «Eureka»–, αλλά και, κυρίως, με τη μορφή της περαιτέρω οικονομικής εξαθλίωσης των δεινοπαθούντων Ελλήνων πολιτών.
Πρέπει να είμαστε ρεαλιστές και να συνειδητοποιήσουμε ότι οι ξένοι «τοποτηρητές» δεν θα μπορέσουν να καταλάβουν τη βαθύτατα προβληματική δημόσια διοίκησή μας, άρα ούτε και να την ελέγξουν δεόντως, έστω κι αν είναι οι ικανότεροι των Γερμανών.
Πρέπει να είμαστε ρεαλιστές και να καταλάβουμε ότι ο τρόπος για να σωθούμε είναι να πειστούμε εμείς οι ίδιοι ότι πρέπει να σωθούμε, και όχι να μεταθέτουμε αυτό το καθήκον στους όποιους εξωτερικούς μισθοφόρους.
Εντούτοις, πολύ σύντομα, το εν λόγω ζοφερό σενάριο θα αρχίσει να προβάλλεται με τον πιο επιθετικό τρόπο από την ελληνική εφημερίδα που το υποστηρίζει, θα συναντήσει τη στείρα αντιπαράθεση της διχασμένης Αριστεράς και θα γίνει αναπόφευκτα δεκτό από την αενάως αστόχαστη και υπεραπλουστευτική Δεξιά της ελληνικής μεγαλοαστικής τάξης, η οποία πρόθυμα θα υιο θετούσε οτιδήποτε θα μπορούσε να της προσφέρει την παραμικρή, ακόμη και την πιο βραχυπρόθεσμη, «παραμυθία».
Η σοβαρότατη –και πιθανότατη– εκχώρησης της εθνικής μας κυριαρχίας θα μπορούσε, επίσης, να γίνει αποδεκτή για τον επιπλέον λόγο ότι τα συνδικάτα μας δεν θα θελήσουν να περιορίσουν, πολλώ δε μάλλον να εγκαταλείψουν, τη νεοαποκτηθείσα δύναμή τους.
Την ίδια εκχώρηση, όμως, θα την αποδεχθούν –για την ακρίβεια, θα την προωθήσουν– και όλοι εκείνοι που τη βλέπουν ως ύστατη ευκαιρία για να διασώσουν την ανίκανη κυβέρνηση, η οποία μας έφερε σήμερα στο σημείο να εξετάζουμε μια τέτοια, αδιανόητη προοπτική.
Στην υιοθέτησή της, άλλωστε, θα συμβάλουν και τα μέλη ορισμένων «μικρών» κομμάτων, που δεν βλέπουν άλλο τρόπο για να επιστρέψουν στην εξουσία ή να αποκτήσουν πρόσβαση στις παρυφές της συνωμοσίας και να εμφανιστούν ως σοβαροί «παίκτες» ή ακόμη και ως «διαμορφωτές» των πολιτικών εξελίξεων, ενώ στην πραγματικότητα αποτελούν απλώς τις νεκροζώντανες αποδείξεις του δύοντος κόσμου της Μεταπολίτευσης.
Από την άλλη πλευρά, θεωρώ ότι η αντίσταση σε αυτό το βήμα υποδούλωσης, το σοβαρότερο μετά το Μνημόνιο, θα μπορούσε να αποτελέσει πραγματικό σημείο συσπείρωσης όλων όσοι επιθυμούν να αγωνιστούν για μια νέα κυβέρνηση, στηριγμένη σε νέα λαϊκή εντολή και πρόθυμη να προσπαθήσει ΟΧΙ να ενώσει τις ανίατα εγωκεντρικές πολιτικές δυνάμεις της χώρας, αλλά να αποκαταστήσει τον κατεστραμμένο κοινωνικό ιστό της. Προτείνω λοιπόν: Όχι άλλες «ταμπέλες», όχι άλλα συνθήματα και πισωγυρίσματα· ας μας ενώσει μόνο το κοινό μας όνειρο για ένα καλύτερο μέλλον!
Θεωρώ ότι η ιδέα αυτή δεν θέτει απλώς τις βάσεις για μια ενωτική προεκλογική εκστρατεία, αλλά αποτελεί και την τελευταία μας ευκαιρία για να διατηρήσουμε τον έλεγχο του πολιτικού και εθνικού μας μέλλοντος.
Πρόκειται για μια ιδέα, που, αν την παρουσιάσουμε ευγενικά αλλά αποφασιστικά στους ξένους φίλους μας –περιλαμβανομένων των Αμερικανών, οι οποίοι δεν είναι διόλου ευχαριστημένοι με τα γερμανικά σχέδια–, θα τους κάνουμε να συνειδητοποιήσουν ότι δεν είμαστε ακόμη το κουφάρι, στο οποίο πολλοί αδημονούν να ορμήσουν, για να κατασπαράξουν όσα κομμάτια σάρκας τού έχουν απομείνει.
Τέλος, θεωρώ ότι η σημερινή συγκυρία είναι απολύτως κατάλληλη για να εναντιωθούμε σε κάθε τάση υποτακτικής ξενομανίας, προειδοποιώντας συγχρόνως τα επαναστατικά στοιχεία της κοινωνίας μας ότι ΠΡΕΠΕΙ να δώσουν την ευκαιρία σε μια νέα κυβέρνηση να επιτύχει την κοινωνική συναίνεση όχι με σκοπό να διασωθούν οι πλούσιοι ή να διατηρηθούν στη ζωή οι διάφοροι ξοφλημένοι πολιτικοί που διψούν ακόμη για εξουσία, αλλά με μοναδικό στόχο να διατηρηθεί η καταρρακωμένη πλην, όμως, υπαρκτή ικανότητά μας να αυτοκυβερνιόμαστε.
Θα δεχθούμε, άραγε, να υποχωρήσουμε απέναντι στις απόψεις και στη βούληση όλων εκείνων που, κατά παράδοση, υποκύπτουν στην ξένη κυριαρχία, «μεταλαμπαδεύοντας» τη νοοτροπία του ραγιαδισμού; Ή μήπως θα συνειδητοποιήσουμε επιτέλους ότι αυτή είναι η τελευταία μας ευκαιρία για να διαφυλάξουμε το υψηλό εκείνο ιδανικό, που κάποτε κάποιοι ονομάζαμε «Ελλάδα»;
Προφανώς, μόνο χαρά δεν μου εμπνέει η ιδέα ότι γνωρίζω την έκβαση αυτού του διλήμματος. Εντούτοις, δεν έχω την παραμικρή αμφιβολία για ό,τι ήδη προσπαθώ να κάνω και ό,τι θα συνεχίσω να κάνω τους επόμενους μήνες, από κοινού με οποιονδήποτε άλλο συμμερίζεται τους φόβους μου και αρνείται να υποκύψει στην επικείμενη δημοσιογραφική επίθεση, που θα επιχειρήσει, μέσω πλύσης εγκεφάλου, να μας ωθήσει στην υποταγή!
Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό “ Επίκαιρα” στις 3/11/11
Βλέπουμε, πλέον, ποιος είχε δίκιο.
Ακόμη και σήμερα, μετά τις αποφάσεις της Συνόδου Κορυφής, αρκετοί έγκριτοι οικονομολόγοι το επικρίνουν δριμύτατα, υπενθυμίζοντάς μας –και δι καίως!– τις πολλαπλές επιπτώσεις του, η χώρα μας ετοιμάζεται να κάνει ακόμη περισσότερα βήματα εις βάρος των ίδιών της των συμφερόντων. Βήματα που ακολουθούν τα ίχνη των βασικών μνημονιακών σφαλμάτων.
Η καταδίκη του «κουρέματος» αποτελεί μια μάταιη αντίδραση από την πλευρά εκείνων που αδυνατούν να καταλάβουν ότι οι ξένοι φίλοι μας ενεργούν κατ’ αυτό τον τρόπο επειδή κινούνται από λόγους που σχετίζονται με τη δική τους μάχη εναντίον των κερδοσκόπων, τις δικές τους προσπάθειες να
διασώσουν τα λίγα χρήματα που τους έχουν απομείνει, καθώς και την επιθυμία τους να σωθούν οι ίδιοι. Έτσι, σήμερα, πρέπει να κάνουν περισσότερα βήματα για να διασφαλίσουν τη δική τους οικονομική υπόσταση, έστω κι αν αυτό σημαίνει ότι θα ταπεινώσουν την Ελλάδα ακόμη περισσότερο και θα ωθήσουν τον ελληνικό λαό ακόμη βαθύτερα στην οικονομική στενωπό.
Ενώ οι περισσότεροι από εμάς θα περάσουν τις επόμενες ημέρες συζητώντας και αναλύοντας αυτά τα ζητήματα, προσωπικά θα προχωρήσω ένα ακόμη βήμα παραπέρα, με σκοπό να σας προειδοποιήσω ΑΠΟ ΤΩΡΑ για τις επόμενες κινήσεις, οι οποίες αναμένεται να επιταχύνουν την πορεία μας προς την απώλεια της εθνικής κυριαρχίας μας. Προβλέπω, πράγματι, ότι οι επόμενες εβδομάδες θα αφιερωθούν σε μια ενορχηστρωμένη εκστρατεία προπαγάνδας, με σκοπό να πειστεί ο ελληνικός λαός ότι ο προτεινόμενος «εκγερμανισμός» του είναι και ο μόνος τρόπος διάσωσής του.
Ανέκαθεν, σε όλη μου τη ζωή, εξέφραζα τη φιλία μου για τη Γερμανία και το θαυμασμό μου για το εργασιακό ήθος της. Σήμερα, όμως, απορρίπτω διαρρήδην την ιδέα ότι οι επιτηρητές που θα μας επιβάλουν οι Γερμανοί είναι σε θέση να κατανοή σουν και να κατευθύνουν επιτυχώς τον ελληνικό κρατικό μηχανισμό στο δρόμο προς τον εκσυγχρονισμό.
Πρέπει να είμαστε ρεαλιστές και να μην υποτιμούμε τις δυσκολίες και τα μειονεκτήματα που θα συνοδεύσουν αυτά τα σχέδια όχι μόνο με τη μορφή των λειτουργικών δαπανών που θα μας ζητηθεί να καλύψουμε –ως άμεσες πληρωμές ή ως διοικητικές δαπάνες προγραμμάτων τύπου «Eureka»–, αλλά και, κυρίως, με τη μορφή της περαιτέρω οικονομικής εξαθλίωσης των δεινοπαθούντων Ελλήνων πολιτών.
Πρέπει να είμαστε ρεαλιστές και να συνειδητοποιήσουμε ότι οι ξένοι «τοποτηρητές» δεν θα μπορέσουν να καταλάβουν τη βαθύτατα προβληματική δημόσια διοίκησή μας, άρα ούτε και να την ελέγξουν δεόντως, έστω κι αν είναι οι ικανότεροι των Γερμανών.
Πρέπει να είμαστε ρεαλιστές και να καταλάβουμε ότι ο τρόπος για να σωθούμε είναι να πειστούμε εμείς οι ίδιοι ότι πρέπει να σωθούμε, και όχι να μεταθέτουμε αυτό το καθήκον στους όποιους εξωτερικούς μισθοφόρους.
Εντούτοις, πολύ σύντομα, το εν λόγω ζοφερό σενάριο θα αρχίσει να προβάλλεται με τον πιο επιθετικό τρόπο από την ελληνική εφημερίδα που το υποστηρίζει, θα συναντήσει τη στείρα αντιπαράθεση της διχασμένης Αριστεράς και θα γίνει αναπόφευκτα δεκτό από την αενάως αστόχαστη και υπεραπλουστευτική Δεξιά της ελληνικής μεγαλοαστικής τάξης, η οποία πρόθυμα θα υιο θετούσε οτιδήποτε θα μπορούσε να της προσφέρει την παραμικρή, ακόμη και την πιο βραχυπρόθεσμη, «παραμυθία».
Η σοβαρότατη –και πιθανότατη– εκχώρησης της εθνικής μας κυριαρχίας θα μπορούσε, επίσης, να γίνει αποδεκτή για τον επιπλέον λόγο ότι τα συνδικάτα μας δεν θα θελήσουν να περιορίσουν, πολλώ δε μάλλον να εγκαταλείψουν, τη νεοαποκτηθείσα δύναμή τους.
Την ίδια εκχώρηση, όμως, θα την αποδεχθούν –για την ακρίβεια, θα την προωθήσουν– και όλοι εκείνοι που τη βλέπουν ως ύστατη ευκαιρία για να διασώσουν την ανίκανη κυβέρνηση, η οποία μας έφερε σήμερα στο σημείο να εξετάζουμε μια τέτοια, αδιανόητη προοπτική.
Στην υιοθέτησή της, άλλωστε, θα συμβάλουν και τα μέλη ορισμένων «μικρών» κομμάτων, που δεν βλέπουν άλλο τρόπο για να επιστρέψουν στην εξουσία ή να αποκτήσουν πρόσβαση στις παρυφές της συνωμοσίας και να εμφανιστούν ως σοβαροί «παίκτες» ή ακόμη και ως «διαμορφωτές» των πολιτικών εξελίξεων, ενώ στην πραγματικότητα αποτελούν απλώς τις νεκροζώντανες αποδείξεις του δύοντος κόσμου της Μεταπολίτευσης.
Από την άλλη πλευρά, θεωρώ ότι η αντίσταση σε αυτό το βήμα υποδούλωσης, το σοβαρότερο μετά το Μνημόνιο, θα μπορούσε να αποτελέσει πραγματικό σημείο συσπείρωσης όλων όσοι επιθυμούν να αγωνιστούν για μια νέα κυβέρνηση, στηριγμένη σε νέα λαϊκή εντολή και πρόθυμη να προσπαθήσει ΟΧΙ να ενώσει τις ανίατα εγωκεντρικές πολιτικές δυνάμεις της χώρας, αλλά να αποκαταστήσει τον κατεστραμμένο κοινωνικό ιστό της. Προτείνω λοιπόν: Όχι άλλες «ταμπέλες», όχι άλλα συνθήματα και πισωγυρίσματα· ας μας ενώσει μόνο το κοινό μας όνειρο για ένα καλύτερο μέλλον!
Θεωρώ ότι η ιδέα αυτή δεν θέτει απλώς τις βάσεις για μια ενωτική προεκλογική εκστρατεία, αλλά αποτελεί και την τελευταία μας ευκαιρία για να διατηρήσουμε τον έλεγχο του πολιτικού και εθνικού μας μέλλοντος.
Πρόκειται για μια ιδέα, που, αν την παρουσιάσουμε ευγενικά αλλά αποφασιστικά στους ξένους φίλους μας –περιλαμβανομένων των Αμερικανών, οι οποίοι δεν είναι διόλου ευχαριστημένοι με τα γερμανικά σχέδια–, θα τους κάνουμε να συνειδητοποιήσουν ότι δεν είμαστε ακόμη το κουφάρι, στο οποίο πολλοί αδημονούν να ορμήσουν, για να κατασπαράξουν όσα κομμάτια σάρκας τού έχουν απομείνει.
Τέλος, θεωρώ ότι η σημερινή συγκυρία είναι απολύτως κατάλληλη για να εναντιωθούμε σε κάθε τάση υποτακτικής ξενομανίας, προειδοποιώντας συγχρόνως τα επαναστατικά στοιχεία της κοινωνίας μας ότι ΠΡΕΠΕΙ να δώσουν την ευκαιρία σε μια νέα κυβέρνηση να επιτύχει την κοινωνική συναίνεση όχι με σκοπό να διασωθούν οι πλούσιοι ή να διατηρηθούν στη ζωή οι διάφοροι ξοφλημένοι πολιτικοί που διψούν ακόμη για εξουσία, αλλά με μοναδικό στόχο να διατηρηθεί η καταρρακωμένη πλην, όμως, υπαρκτή ικανότητά μας να αυτοκυβερνιόμαστε.
Θα δεχθούμε, άραγε, να υποχωρήσουμε απέναντι στις απόψεις και στη βούληση όλων εκείνων που, κατά παράδοση, υποκύπτουν στην ξένη κυριαρχία, «μεταλαμπαδεύοντας» τη νοοτροπία του ραγιαδισμού; Ή μήπως θα συνειδητοποιήσουμε επιτέλους ότι αυτή είναι η τελευταία μας ευκαιρία για να διαφυλάξουμε το υψηλό εκείνο ιδανικό, που κάποτε κάποιοι ονομάζαμε «Ελλάδα»;
Προφανώς, μόνο χαρά δεν μου εμπνέει η ιδέα ότι γνωρίζω την έκβαση αυτού του διλήμματος. Εντούτοις, δεν έχω την παραμικρή αμφιβολία για ό,τι ήδη προσπαθώ να κάνω και ό,τι θα συνεχίσω να κάνω τους επόμενους μήνες, από κοινού με οποιονδήποτε άλλο συμμερίζεται τους φόβους μου και αρνείται να υποκύψει στην επικείμενη δημοσιογραφική επίθεση, που θα επιχειρήσει, μέσω πλύσης εγκεφάλου, να μας ωθήσει στην υποταγή!
Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό “ Επίκαιρα” στις 3/11/11
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Το Loutraki One σέβεται όλες τις απόψεις, αλλά προτιμά τα Eλληνικά και όχι τα greeklish, το χιούμορ και όχι τις ύβρεις.
Επειδή το Loutraki One πιστεύει στη δύναμη του διαλόγου, αλλά όχι στην εμπαθή και στείρα αντιπαράθεση μόνο για το θεαθήναι, διατηρεί το δικαίωμά του να μην αναρτά σχόλια που είναι υπέρ το δέον υβριστικά ή άσχετα με το άρθρο, που αναφέρονται σε προσωπικά δεδομένα τoυ αρθρογράφoυ ή που δεν περιέχουν το e-mail του αποστολέα. Tο email των αποστολέων σχολίων δεν εμφανίζεται δημόσια.