Ιούνιος 2011. Τον άφησα στο κρεβάτι. Η κουβέντα μας είχε κρατήσει πολύ.
Ώρες ολόκληρες. Με παύσεις βέβαια. «Σταύρο τελειώσαμε» μου είπε κάποια
στιγμή και έκανα σήμα στις κάμερες να κλείσουν. Η κυρία Ελένη, η γυναίκα
από την Μολδαβία που τον φρόντιζε τα τελευταία χρόνια, οδήγησε το
καρότσι στο υπνοδωμάτιο.
Από τον Φεβρουάριο δεν περπατούσε. Ξάπλωσε και με χαιρέτησε. Έκανα δυο βήματα, ότι φεύγω τάχα και έμεινα από μακριά να τον παρατηρώ. Ένα παλιό κρεβάτι, μια όμορφη λευκή κουβέρτα, βιβλία στο κομοδίνο, φωτογραφίες.
Οι γιοί του, ο Μιχάλης, ο Μίλτος, η γυναίκα του η Καλλί. Ο νους
μου πήγε σε μια άλλη μεγάλη συνάντηση μας. Νοέμβριος του 1995. Λίγους μήνες πριν (τον Αύγουστο του 94) την είχε χάσει. 45 χρόνια μαζί. «Ασήκωτη η μοναξιά. Τα βράδια η απουσία της είναι πολύ βαριά». Τότε μου είχε φτιάξει μόνος του καφέ στο μπρίκι. Μου τον έβαλε σε ένα φλιτζανάκι με το σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. «Το έχω κλέψει από τις Βρυξέλλες». Γελάσαμε τόσο που ο Μπομπόνης, ο αγαπημένος του γάτος, ταράχθηκε και χώθηκε στην αγκαλιά του.
«Άκου φίλε... γράψε για την τρυφερότητα» μου γύρισε ξαφνικά την κουβέντα. Έτσι του άρεσε. Εκεί που σου μιλούσε για τα πολιτικά, άρχιζε τα «ποιητικά» του. «Χωρίς την τρυφερότητα δεν έχεις τίποτα. Τα χάνεις όλα. Είναι αναγκαία όσο ο αέρας».
Τώρα και ο Μπομπόνης έχει φύγει. 17 Ιουνίου ημέρα Παρασκευή ήταν η τελευταία μας συνάντηση. Λίγο θυμωμένος με κάποιους συντρόφους του που «δεν μπορούν να ξεφύγουν από τον εγωισμό και τη βλακεία». (…) «Αυτά τα λαϊκίστικα περί ανυπακοής και απειθαρχίας τα έλεγε και ο Μουσολίνι».
Καθόλου θυμωμένος όμως με τον Μίκη. «Ο Μίκης είναι Μίκης, ό,τι και να κάνει του το συγχωράμε», μου έκλεισε το μάτι.
Κάθετε φρεσκοξυρισμένος απέναντι μου, αδυνατισμένος αλλά αν εξαιρέσεις ότι μιλάει λίγο πιο σιγά είναι ο ίδιος ο Λεωνίδας που αγαπήσαμε. Ο Λεωνίδας που διδάσκει.
Θυμάστε την Ελλάδα τον χειμώνα του 95; Ο Αντρέας άρρωστος, η Δήμητρα «πρωθυπουργός»… Μου έλεγε λοιπόν τότε: «Έχουν έρθει στο προσκήνιο οι φαύλοι, οι αυλικοί, οι μάγοι, οι σατανιστές, οι ραγιάδες, οι υποτακτικοί. Παπάδες και γονυκλισίες και βουλιάζει το ρωμέικο. Να πιάσουμε τις πέτρες και να τους κυνηγήσουμε. Άμετε στο διάολο. Λες και μας προετοιμάζουν ένα νέο μεσαίωνα».
Στο διαμέρισμα του στα Εξάρχεια στην οδό Καλλιδρομίου - αγορασμένο με δάνειο από το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων - νόμιζες ότι μένει ένας φτωχός διανοούμενος και όχι ένας πολιτικός.
Μπρίκια κρεμασμένα από καρφιά στους τοίχους, ντοσιέ με αποκόμματα, βιβλία (ελληνικά και ξένα, φτηνά και ακριβά), μπουκαλάκια, θερμαινόμενα σώματα, ένας ξύλινος Δον Κιχώτης. «Το 'φερε δώρο ένας σύντροφος από την Αρμενία. Ήμουν τότε γραμματέας».
Ελενίτ και φθαρμένοι καναπέδες σε μια γωνιά της βεράντας, για να βλέπει υπό γωνία, το λόφο του Στρέφη.
«Είναι το πιο ωραίο σημείο του σπιτιού. Το έφτιαξε η γυναίκα μου. Εδώ καθόμασταν».
«Αν και άνθρωπος των σαλονιών τα καταφέρνατε μια χαρά και μακριά από αυτά», προσπάθησα τότε (το 95 λέμε) να τον πειράξω «θυμίζοντας» την φράση του Ανδρέα Παπανδρέου περί σαλονάτων αριστερών. Παύση. «Εκείνο το βράδυ γύρισα στο σπίτι και είπα στη γυναίκα μου, «είμαι ο δούκας του Λονγκ Άιλαντ». Με κοίταξε παραξενεμένη. Είμαι ο δούκας του Λονγκ Άιλαντ, της ξαναείπα, και εσύ είσαι η δούκισσα του Λονγκ Άιλαντ».
«Λόνγκ Άιλαντ – Μακρόνησος» μου είπε συλλαβιστά μήπως και καταλάβω.
«Και ο συνέταιρος σας ο Φλωράκης, ποιος δούκας ήταν;», συνέχισα εγώ στο ίδιο πνεύμα.
«Ο Χαρίλαος», επανέλαβε, κουνώντας το κεφάλι του. «Ήταν δύσκολο για τα κόμματα μας να δημιουργήσουν το ΣΥΝασπισμό. Έπρεπε να ξεπεράσουν τους εαυτούς τους. Πήγαινα σπίτι του τότε που η "Αυριανή" έγραφε για την χλιδή και τις βίλες. Μαζί τρώγαμε τα βράδια -με κρατούσε για παρέα- και μοιραζόμασταν το φαγητό που έστελναν οι αδελφές του. Ο ίδιος έπλενε τα πιάτα. Καμιά φορά και εγώ».
«Αυτά, όταν δεν τρώγατε ντολμαδάκια», συνέχισα να τον «τσιγκλάω».
«Ντολμαδάκια φάγαμε μια φορά. Γιατί μια, φορά πήγαμε στο σπίτι του Μητσοτάκη στην Γλυφάδα. Αλλά έγραφαν μέχρι και για δική μου αργυρώνητη σχέση με τη CΙΑ. Είχαν ξεσηκώσει τον κόσμο. Με απειλούσαν στο σπίτι, στο δρόμο. Και δεν βρέθηκε κανείς να πει φτάνει η αθλιότητα. Σταματήστε!».
Για το «'89» ο Λεωνίδας, Κύρκος μπορεί να μιλάει ώρες. Να τα εξηγήσει όλα να μην αφήσει σύννεφα. Για το'89 και το «Μακεδονικό». «Το αδιέξοδο βήμα του εθνικισμού» τον «τρέλανε». Το έκανε και βιβλίο. «Είναι χειρότερο από έγκλημα, είναι λάθος», έχει αντιγράψει την φράση του Ταλεϊράνδου στην πρώτη σελίδα του βιβλίου του.
«Η Ελλάδα είναι ένας τόπος χαμένων ευκαιριών» έλεγε συχνά. «Ένας τόπος που κυριαρχεί η γελοιότητα. Αν ήξερε ο φουκαράς ο Ρωμιός πόσο γελοίοι έχουμε γίνει. Δεν το ξέρει. Του το κρύβουμε. (…) Είμαστε έτοιμοι να διαπράξουμε τα χειρότερα εγκλήματα κατά του τόπου μας και να αποδώσουμε την ευθύνη σε κάποιους τρίτους. Σε κάποιους ανθέλληνες. Ενώ οι χειρότεροι ανθέλληνες είμαστε εμείς. Η Ελλάδα των αεριτζήδων».
Δεν υπάρχει πουθενά φως; Τον ρωτούσα. «Υπάρχει. Δέκα Γραμματικάκηδες ανασταίνουν την Ελλάδα και υπάρχουν πολλοί Γραμματικάκηδες, αλλά τους πατούν και εκείνοι αποσύρονται». Ούτε που θυμάμαι γιατί είχε επιλέξει τότε τον Γιώργη Γραμματικάκη για παράδειγμα… θα ήταν τότε Πρύτανης της Κρήτης. «Είναι σαν να έχεις Δομάζους και να τους κρατάς στον πάγκο. Και να παίζεις με παίκτες κλωτσοπατινάδας. Και Δομάζοι υπάρχουν - δεν είναι του μυαλού μου. Μόνο είναι στο περιθώριο... δεν είναι σε αυλές. Και εδώ οι αυλικοί κάνουν παιχνίδι».
«Στο σημερινό μασκαριλίκι μας οδήγησε η θεωρία για ισχυρές αυτοδύναμες κυβερνήσεις» επέμενε. «Να μάθουμε την τέχνη να συνεργαζόμαστε. (…) Εγώ είμαι σφουγγάρι. Άλλοι είναι πέτρα. Ξερνάνε. Εγώ γονιμοποιώ ό,τι ρουφάω».
Μιλώντας για πρωθυπουργούς, όταν έφτανε στον Σημίτη, ο τόνος της φωνής του άλλαζε. «Στα χρόνια του συμμαζεύτηκε αρκετά η χώρα. Ο τόπος μας χρειάζεται έναν μεγάλο εκσυγχρονισμό. (…) Τον όρο εκσυγχρονισμό τον χρησιμοποίησε πρώτα το ΚΚΕ εσωτερικού, δεν είναι όμως ένας όρος ουδέτερος. Εγώ θέλω έναν αριστερό εκσυγχρονισμό».
Ξαναδιαβάζω τις φράσεις του και μένω ενεός! «Έχεις λεφτά, υπάρχεις. Δεν έχεις, είσαι τελειωμένος. Αυτό προσπαθούν να μας πουν. Ως πότε, όμως οι πεινασμένοι θα βλέπουν στην τηλεόραση τους χορτάτους και δεν θα μιλούν; Θα σηκωθούν και θα ζητήσουν μερίδιο στα πλούτη. (…) Επαναστάσεις, ανατροπές, εξεγέρσεις. (…) Οι υπήκοοι που θέλουν να γίνουν πολίτες. Οι άνεργοι που θέλουν να δουλέψουν. Οι αποκλεισμένοι που θέλουν να συμμετέχουν. Οι νέοι που θέλουν να δημιουργήσουν».
Και τώρα στην τελευταία μας συνάντηση του θυμίζω τα προφητικά του λόγια αλλά αυτός αντί να υπερηφανευτεί κουνάει το κεφάλι του απογοητευμένος. «Θα σωθούμε;» τον ρωτώ σαν σχολιαρόπαιδο. «Αν βρεθεί ένα νέο εθνικό όραμα, μπορεί. Τα μνημόνια από μόνα τους δεν σε σώζουν. Χρειάζεται να σηκωθεί το Έθνος. Αλλά ποιος θα το σηκώσει;».
ΥΓ: Οι φράσεις εντός εισαγωγικών είναι από συνεντεύξεις που μου έχει παραχωρήσει ο Λεωνίδας Κύρκος. Η μια από αυτές δημοσιεύθηκε στο «Ε» της «Κυριακάτικης Ελευθεροτυπίας» τον Νοέμβριο του 1995. Μια άλλη δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη. Δόθηκε την Παρασκευή 17 Ιουνίου. Ήταν η τελευταία συνάντηση του Λεωνίδα Κύρκου με δημοσιογράφο. Αποσπάσματά της θα δημοσιευθούν στα «Νέα» το Σάββατο 3 Σεπτέμβρη και θα προβληθούν κάποια στιγμή και στη τηλεόραση.
Σταύρος Θεοδωράκης
Από τον Φεβρουάριο δεν περπατούσε. Ξάπλωσε και με χαιρέτησε. Έκανα δυο βήματα, ότι φεύγω τάχα και έμεινα από μακριά να τον παρατηρώ. Ένα παλιό κρεβάτι, μια όμορφη λευκή κουβέρτα, βιβλία στο κομοδίνο, φωτογραφίες.
Οι γιοί του, ο Μιχάλης, ο Μίλτος, η γυναίκα του η Καλλί. Ο νους
μου πήγε σε μια άλλη μεγάλη συνάντηση μας. Νοέμβριος του 1995. Λίγους μήνες πριν (τον Αύγουστο του 94) την είχε χάσει. 45 χρόνια μαζί. «Ασήκωτη η μοναξιά. Τα βράδια η απουσία της είναι πολύ βαριά». Τότε μου είχε φτιάξει μόνος του καφέ στο μπρίκι. Μου τον έβαλε σε ένα φλιτζανάκι με το σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. «Το έχω κλέψει από τις Βρυξέλλες». Γελάσαμε τόσο που ο Μπομπόνης, ο αγαπημένος του γάτος, ταράχθηκε και χώθηκε στην αγκαλιά του.
«Άκου φίλε... γράψε για την τρυφερότητα» μου γύρισε ξαφνικά την κουβέντα. Έτσι του άρεσε. Εκεί που σου μιλούσε για τα πολιτικά, άρχιζε τα «ποιητικά» του. «Χωρίς την τρυφερότητα δεν έχεις τίποτα. Τα χάνεις όλα. Είναι αναγκαία όσο ο αέρας».
Τώρα και ο Μπομπόνης έχει φύγει. 17 Ιουνίου ημέρα Παρασκευή ήταν η τελευταία μας συνάντηση. Λίγο θυμωμένος με κάποιους συντρόφους του που «δεν μπορούν να ξεφύγουν από τον εγωισμό και τη βλακεία». (…) «Αυτά τα λαϊκίστικα περί ανυπακοής και απειθαρχίας τα έλεγε και ο Μουσολίνι».
Καθόλου θυμωμένος όμως με τον Μίκη. «Ο Μίκης είναι Μίκης, ό,τι και να κάνει του το συγχωράμε», μου έκλεισε το μάτι.
Κάθετε φρεσκοξυρισμένος απέναντι μου, αδυνατισμένος αλλά αν εξαιρέσεις ότι μιλάει λίγο πιο σιγά είναι ο ίδιος ο Λεωνίδας που αγαπήσαμε. Ο Λεωνίδας που διδάσκει.
Θυμάστε την Ελλάδα τον χειμώνα του 95; Ο Αντρέας άρρωστος, η Δήμητρα «πρωθυπουργός»… Μου έλεγε λοιπόν τότε: «Έχουν έρθει στο προσκήνιο οι φαύλοι, οι αυλικοί, οι μάγοι, οι σατανιστές, οι ραγιάδες, οι υποτακτικοί. Παπάδες και γονυκλισίες και βουλιάζει το ρωμέικο. Να πιάσουμε τις πέτρες και να τους κυνηγήσουμε. Άμετε στο διάολο. Λες και μας προετοιμάζουν ένα νέο μεσαίωνα».
Στο διαμέρισμα του στα Εξάρχεια στην οδό Καλλιδρομίου - αγορασμένο με δάνειο από το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων - νόμιζες ότι μένει ένας φτωχός διανοούμενος και όχι ένας πολιτικός.
Μπρίκια κρεμασμένα από καρφιά στους τοίχους, ντοσιέ με αποκόμματα, βιβλία (ελληνικά και ξένα, φτηνά και ακριβά), μπουκαλάκια, θερμαινόμενα σώματα, ένας ξύλινος Δον Κιχώτης. «Το 'φερε δώρο ένας σύντροφος από την Αρμενία. Ήμουν τότε γραμματέας».
Ελενίτ και φθαρμένοι καναπέδες σε μια γωνιά της βεράντας, για να βλέπει υπό γωνία, το λόφο του Στρέφη.
«Είναι το πιο ωραίο σημείο του σπιτιού. Το έφτιαξε η γυναίκα μου. Εδώ καθόμασταν».
«Αν και άνθρωπος των σαλονιών τα καταφέρνατε μια χαρά και μακριά από αυτά», προσπάθησα τότε (το 95 λέμε) να τον πειράξω «θυμίζοντας» την φράση του Ανδρέα Παπανδρέου περί σαλονάτων αριστερών. Παύση. «Εκείνο το βράδυ γύρισα στο σπίτι και είπα στη γυναίκα μου, «είμαι ο δούκας του Λονγκ Άιλαντ». Με κοίταξε παραξενεμένη. Είμαι ο δούκας του Λονγκ Άιλαντ, της ξαναείπα, και εσύ είσαι η δούκισσα του Λονγκ Άιλαντ».
«Λόνγκ Άιλαντ – Μακρόνησος» μου είπε συλλαβιστά μήπως και καταλάβω.
«Και ο συνέταιρος σας ο Φλωράκης, ποιος δούκας ήταν;», συνέχισα εγώ στο ίδιο πνεύμα.
«Ο Χαρίλαος», επανέλαβε, κουνώντας το κεφάλι του. «Ήταν δύσκολο για τα κόμματα μας να δημιουργήσουν το ΣΥΝασπισμό. Έπρεπε να ξεπεράσουν τους εαυτούς τους. Πήγαινα σπίτι του τότε που η "Αυριανή" έγραφε για την χλιδή και τις βίλες. Μαζί τρώγαμε τα βράδια -με κρατούσε για παρέα- και μοιραζόμασταν το φαγητό που έστελναν οι αδελφές του. Ο ίδιος έπλενε τα πιάτα. Καμιά φορά και εγώ».
«Αυτά, όταν δεν τρώγατε ντολμαδάκια», συνέχισα να τον «τσιγκλάω».
«Ντολμαδάκια φάγαμε μια φορά. Γιατί μια, φορά πήγαμε στο σπίτι του Μητσοτάκη στην Γλυφάδα. Αλλά έγραφαν μέχρι και για δική μου αργυρώνητη σχέση με τη CΙΑ. Είχαν ξεσηκώσει τον κόσμο. Με απειλούσαν στο σπίτι, στο δρόμο. Και δεν βρέθηκε κανείς να πει φτάνει η αθλιότητα. Σταματήστε!».
Για το «'89» ο Λεωνίδας, Κύρκος μπορεί να μιλάει ώρες. Να τα εξηγήσει όλα να μην αφήσει σύννεφα. Για το'89 και το «Μακεδονικό». «Το αδιέξοδο βήμα του εθνικισμού» τον «τρέλανε». Το έκανε και βιβλίο. «Είναι χειρότερο από έγκλημα, είναι λάθος», έχει αντιγράψει την φράση του Ταλεϊράνδου στην πρώτη σελίδα του βιβλίου του.
«Η Ελλάδα είναι ένας τόπος χαμένων ευκαιριών» έλεγε συχνά. «Ένας τόπος που κυριαρχεί η γελοιότητα. Αν ήξερε ο φουκαράς ο Ρωμιός πόσο γελοίοι έχουμε γίνει. Δεν το ξέρει. Του το κρύβουμε. (…) Είμαστε έτοιμοι να διαπράξουμε τα χειρότερα εγκλήματα κατά του τόπου μας και να αποδώσουμε την ευθύνη σε κάποιους τρίτους. Σε κάποιους ανθέλληνες. Ενώ οι χειρότεροι ανθέλληνες είμαστε εμείς. Η Ελλάδα των αεριτζήδων».
Δεν υπάρχει πουθενά φως; Τον ρωτούσα. «Υπάρχει. Δέκα Γραμματικάκηδες ανασταίνουν την Ελλάδα και υπάρχουν πολλοί Γραμματικάκηδες, αλλά τους πατούν και εκείνοι αποσύρονται». Ούτε που θυμάμαι γιατί είχε επιλέξει τότε τον Γιώργη Γραμματικάκη για παράδειγμα… θα ήταν τότε Πρύτανης της Κρήτης. «Είναι σαν να έχεις Δομάζους και να τους κρατάς στον πάγκο. Και να παίζεις με παίκτες κλωτσοπατινάδας. Και Δομάζοι υπάρχουν - δεν είναι του μυαλού μου. Μόνο είναι στο περιθώριο... δεν είναι σε αυλές. Και εδώ οι αυλικοί κάνουν παιχνίδι».
«Στο σημερινό μασκαριλίκι μας οδήγησε η θεωρία για ισχυρές αυτοδύναμες κυβερνήσεις» επέμενε. «Να μάθουμε την τέχνη να συνεργαζόμαστε. (…) Εγώ είμαι σφουγγάρι. Άλλοι είναι πέτρα. Ξερνάνε. Εγώ γονιμοποιώ ό,τι ρουφάω».
Μιλώντας για πρωθυπουργούς, όταν έφτανε στον Σημίτη, ο τόνος της φωνής του άλλαζε. «Στα χρόνια του συμμαζεύτηκε αρκετά η χώρα. Ο τόπος μας χρειάζεται έναν μεγάλο εκσυγχρονισμό. (…) Τον όρο εκσυγχρονισμό τον χρησιμοποίησε πρώτα το ΚΚΕ εσωτερικού, δεν είναι όμως ένας όρος ουδέτερος. Εγώ θέλω έναν αριστερό εκσυγχρονισμό».
Ξαναδιαβάζω τις φράσεις του και μένω ενεός! «Έχεις λεφτά, υπάρχεις. Δεν έχεις, είσαι τελειωμένος. Αυτό προσπαθούν να μας πουν. Ως πότε, όμως οι πεινασμένοι θα βλέπουν στην τηλεόραση τους χορτάτους και δεν θα μιλούν; Θα σηκωθούν και θα ζητήσουν μερίδιο στα πλούτη. (…) Επαναστάσεις, ανατροπές, εξεγέρσεις. (…) Οι υπήκοοι που θέλουν να γίνουν πολίτες. Οι άνεργοι που θέλουν να δουλέψουν. Οι αποκλεισμένοι που θέλουν να συμμετέχουν. Οι νέοι που θέλουν να δημιουργήσουν».
Και τώρα στην τελευταία μας συνάντηση του θυμίζω τα προφητικά του λόγια αλλά αυτός αντί να υπερηφανευτεί κουνάει το κεφάλι του απογοητευμένος. «Θα σωθούμε;» τον ρωτώ σαν σχολιαρόπαιδο. «Αν βρεθεί ένα νέο εθνικό όραμα, μπορεί. Τα μνημόνια από μόνα τους δεν σε σώζουν. Χρειάζεται να σηκωθεί το Έθνος. Αλλά ποιος θα το σηκώσει;».
ΥΓ: Οι φράσεις εντός εισαγωγικών είναι από συνεντεύξεις που μου έχει παραχωρήσει ο Λεωνίδας Κύρκος. Η μια από αυτές δημοσιεύθηκε στο «Ε» της «Κυριακάτικης Ελευθεροτυπίας» τον Νοέμβριο του 1995. Μια άλλη δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη. Δόθηκε την Παρασκευή 17 Ιουνίου. Ήταν η τελευταία συνάντηση του Λεωνίδα Κύρκου με δημοσιογράφο. Αποσπάσματά της θα δημοσιευθούν στα «Νέα» το Σάββατο 3 Σεπτέμβρη και θα προβληθούν κάποια στιγμή και στη τηλεόραση.
Σταύρος Θεοδωράκης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Το Loutraki One σέβεται όλες τις απόψεις, αλλά προτιμά τα Eλληνικά και όχι τα greeklish, το χιούμορ και όχι τις ύβρεις.
Επειδή το Loutraki One πιστεύει στη δύναμη του διαλόγου, αλλά όχι στην εμπαθή και στείρα αντιπαράθεση μόνο για το θεαθήναι, διατηρεί το δικαίωμά του να μην αναρτά σχόλια που είναι υπέρ το δέον υβριστικά ή άσχετα με το άρθρο, που αναφέρονται σε προσωπικά δεδομένα τoυ αρθρογράφoυ ή που δεν περιέχουν το e-mail του αποστολέα. Tο email των αποστολέων σχολίων δεν εμφανίζεται δημόσια.