Του Γεώργιου Κασιμάτη, Προέδρου Κεντρικής Ένωσης Επιμελητηρίων Ελλάδος
Αποτελεί κοινό τόπο στο δημόσιο διάλογο των τελευταίων μηνών η διαπίστωση ότι η πρωτόγνωρη δημοσιονομική κρίση που βιώνει η χώρα μας έχει πλήξει καίρια και ενδεχομένως ανεπανόρθωτα την πραγματική οικονομία.
Η μείωση του κύκλου εργασιών των επιχειρήσεων στη χώρας ανέρχεται σε πρωτοφανή μεγέθη, όπως αποδεικνύουν έρευνες που έχουν γίνει από την
Κεντρική Ένωση Επιμελητηρίων Ελλάδος και από διάφορα Επιμελητήρια, τη Γενική Συνομοσπονδία Επαγγελματιών Βιοτεχνών Εμπόρων Ελλάδος, την Εθνική Συνομοσπονδία Ελληνικού Εμπορίου και άλλους φορείς.
Πιο συγκεκριμένα, στις αρχές του 2011, το 80% των επιχειρήσεων είχε καταγράψει μείωση του κύκλου εργασιών του, στάσιμο κύκλο είχε το 14% και αύξηση μόλις το 6%. Εξετάζοντας τους επιμέρους κλάδους επιχειρηματικής δραστηριότητας διαπιστώνει κάποιος ότι στο εμπόριο τα αντίστοιχα ποσοστά ανέρχονται σε 81% μείωση, 14% στασιμότητα και 5% αύξηση, στη μεταποίηση σε 77% μείωση, 15% στασιμότητα και 8% αύξηση και στις υπηρεσίες σε 81% μείωση, 13% στασιμότητα και 6% αύξηση. Είναι δε ανησυχητικό το ότι αυτά τα ποσοστά ξεπέρασαν και τις πλέον απαισιόδοξες προβλέψεις που είχαν διατυπωθεί λίγο μετά την ένταξη της Ελλάδας στο μηχανισμό στήριξης, όταν είχε εκτιμηθεί ότι 66% των επιχειρήσεων θα υποστούν μείωση κύκλου εργασιών, 19% θα έχουν στασιμότητα και 10% θα εμφανίσουν βελτίωση. Και δυστυχώς το κλίμα στην αγορά διαμορφώνεται ακόμη πιο απαισιόδοξο καθώς 70% των επιχειρήσεων εκτιμούν ότι θα μειωθεί έτι περαιτέρω ο κύκλος εργασιών τους, το 21% ότι θα μείνει σταθερός και μόλις το 6% προβλέπουν αύξηση.
Ανάλογα είναι και τα ευρήματα της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής, σύμφωνα με τα οποία ο κύκλος εργασιών στο λιανικό εμπόριο μειώθηκε, από τον Μάρτιο 2010 εως τον Μάρτιο 2011 κατά 13,2%. Τη μεγαλύτερη μείωση εμφανίζει ο κλάδος της ένδυσης-υπόδησης με πτώση 37,7%, και έπονται ο κλάδος των επίπλων και του οικιακού εξοπλισμού με 30,2%, τα φάρμακα-καλλυντικά με πτώση 23,8%, τα βιβλία-χαρτικά με 16,5% και τα τρόφιμα-ποτά με 7,3%. Στο χονδρικό εμπόριο, στα τέλη του 2010, ο κύκλος εργασιών είχε υποχωρήσει κατά 8,8% εν σχέσει με τα τέλη του 2009. Στην παροχή υπηρεσιών όλοι σχεδόν οι παρακολουθούμενοι δείκτες κύκλου εργασιών εμφανίζουν μείωση που κυμαίνεται από 2,5% εως 26,8% (αναλόγως τη δραστηριότητα). Είναι ενδιαφέρον ότι καθ’ όλο το 2010 οι δείκτες αυτοί εμφάνισαν συνολική μείωση και μόλις ένας, ο δείκτης κύκλου εργασιών λογιστικών υπηρεσιών, εμφανίζει αύξηση περίπου 6%, κάτι που προφανώς οφείλεται στην ανάγκη λογιστικής υποστήριξης των επιχειρήσεων μετά τις νέες νομοθετικές ρυθμίσεις στη φορολογία που θεσπίστηκαν το 2010 (επτά νέοι νόμοι σε ένα μόνο έτος!!!!). Είναι και αυτό ένα δείγμα της επιβάρυνσης που υφίστανται οι επιχειρήσεις σήμερα…
Είναι πρόδηλο ότι η μείωση του κύκλου εργασιών οδηγεί πολλές επιχειρήσεις σε κλείσιμο. Αυτό όμως διαπιστώνεται μόνο μέσω μιας διαχρονικής εξέτασης των στοιχείων και όχι μόνο με στοιχεία σε μηνιαία ή έστω ετήσια βάση, ένα σφάλμα που συχνά γίνεται από πολλούς. Πιο συγκεκριμένα, το πρώτο τετράμηνο του 2011, σύμφωνα με στοιχεία των Επιμελητηρίων σε πανελλήνια κλίμακα, άνοιξαν 782 επιχειρήσεις περισσότερες από αυτές που έκλεισαν, καθώς πραγματοποιήθηκαν 18.756 νέες εγγραφές στα επιμελητηριακά μητρώα, ενώ οι διαγραφές έφθασαν τις 17.974. Θα είναι τουλάχιστον επιπόλαιο να επιχαίρει κάποιος με αυτά τα στοιχεία καθώς από τα συγκριτικά στοιχεία που έχουμε στη διάθεση μας για τα τρία τελευταία χρόνια, δηλαδή 2008, 2009 και 2010, από τα μητρώα των Επιμελητηρίων της χώρας, ως προς μια ανάλογη περίοδο αναφοράς, όπως το πρώτο εξάμηνο κάθε έτους, διαπιστώνουμε μια ραγδαία επιδείνωση σε συνολικούς αριθμούς για την έναρξη επιχειρηματικών δραστηριοτήτων. Ειδικότερα για το α’ εξάμηνο του 2008 ενεγράφησαν στα μητρώα 70708 επιχειρήσεις και διεγράφησαν 51994 (διαφορά 18714), το αντίστοιχο διάστημα του 2009 ενεγράφησαν 32758 και διεγράφησαν 24513 (διαφορά 8245), και για το 2010 τα νούμερα είναι 29495 εγγραφές και 27574 διαγραφές (διαφορά 1921). Υπάρχει μια σαφής τάση μείωσης ενάρξεων επιχειρηματικής δραστηριότητας, όπως προκύπτει από τη δραματική μείωση των εγγραφών. Εξίσου ανησυχητική είναι και η μείωση της αναλογίας μεταξύ εγγραφόμενων και διαγραφομένων επιχειρήσεων καθώς όπως προκύπτει από τα ανωτέρω στοιχεία, η διαφορά μεταξύ εγγραφόμενων και διαγραφομένων τείνει να εξαλειφθεί τελείως, κάτι που σημαίνει ότι με τους υπάρχοντες ρυθμούς σύντομα οι διαγραφόμενες επιχειρήσεις, δηλαδή αυτές που κλείνουν, θα ξεπεράσουν τις εγγραφόμενες, δημιουργώντας ένα πρωτοφανές αρνητικό ισοζύγιο, και εντείνοντας τις συνθήκες ύφεσης.
Αξίζει να επισημανθεί ότι στην Αττική συνολικά, το ποσοστό των καταστημάτων που κλείνουν ανέρχεται στο 20,6% του συνόλου των καταστημάτων, ενώ το καλοκαίρι του 2010 το ανάλογο ποσοστό ήταν 14,8%. Ειδικά για την Αθήνα (κέντρο) το ποσοστό των κλειστών καταστημάτων ανέρχεται σε 23,4% των υπαρχόντων καταστημάτων (πριν ένα χρόνο το ποσοστό ήταν 17,1%) και για τον Πειραιά το ποσοστό ανέρχεται σε 16,2% από 11% πριν ένα χρόνο.
Η γενική διαπίστωση είναι ότι ο ρυθμός των επιχειρήσεων που κλείνουν, σε πανελλήνια κλίμακα, ξεπερνά τις 4.000 μηνιαίως, ένας αριθμός δραματικός για την ελληνική επιχειρηματικότητα.
Η κατάσταση αυτή θα μπορούσε να έχει ελεγχθεί κάπως εάν ο χρηματοπιστωτικός τομέας είχε υποστηρίξει την επιχειρηματικότητα. Δυστυχώς, κάτι τέτοιο δεν έγινε, όπως αποδεικνύουν τα πρόσφατα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος για την πιστωτική επέκταση. Σε γενικές γραμμές ο ετήσιος ρυθμός μεταβολής της συνολικής χρηματοδότησης του εγχώριου ιδιωτικού τομέα σημείωσε περαιτέρω επιβράδυνση τον Δεκέμβριο του 2010 και διαμορφώθηκε σε αρνητικό επίπεδο -0,2%, από 0,4% τον Νοέμβριο του 2010 και 4,1% τον Δεκέμβριο του 2009. Αυτό οφείλεται στο ότι αφενός η ζήτηση δανεισμού από νοικοκυριά και επιχειρήσεις με ικανοποιητική πιστοληπτική ικανότητα παραμένει «παγωμένη» και αφετέρου οι τράπεζες είναι πολύ πιο αυστηρές σε σχέση με το πρόσφατο παρελθόν στην αξιολόγηση των αιτήσεων που δέχονται, με αποτέλεσμα τη μείωση των υπολοίπων των δανείων.
Ειδικότερα, η χρηματοδότηση προς τις επιχειρήσεις παρουσίασε το Δεκέμβριο του 2010 θετική καθαρή ροή 488 εκατ. ευρώ (Δεκέμβριος 2009: θετική καθαρή ροή 1.182 εκατ. ευρώ) και ο ετήσιος ρυθμός της πιστωτικής επέκτασης υποχώρησε στο 1,0% (Νοέμβριος 2010: 1,6%, Δεκέμβριος 2009: 5,1%). Η θετική ροή οφείλεται, σε μεγάλο βαθμό, στην αύξηση των δανείων προς τα «λοιπά χρηματοδοτικά ιδρύματα» κατά 365 εκατ. ευρώ. Από την ανάλυση της χρηματοδότησης των επιχειρήσεων κατά κλάδο οικονομικής δραστηριότητας προκύπτει ότι αυξήθηκε ο ετήσιος ρυθμός μεταβολής της χρηματοδότησης προς τους κλάδους της γεωργίας, των λοιπών χρηματοδοτικών ιδρυμάτων, των κατασκευών και του ηλεκτρισμού-φωταερίου-ύδρευσης. Αντίθετα, επιβράδυνση παρατηρήθηκε στο ρυθμό πιστωτικής επέκτασης προς όλους τους υπόλοιπους κλάδους και ειδικότερα στη βιομηχανία (Δεκέμβριος 2010: -2,9%, Νοέμβριος 2010: -1,6%, Δεκέμβριος 2009: -3,5%) και το εμπόριο (Δεκέμβριος 2010: -3,5%, Νοέμβριος 2010: -1,5%, Δεκέμβριος 2009: 4,2%). Επίσης, η καθαρή ροή των δανείων προς τους ελεύθερους επαγγελματίες, αγρότες και ατομικές επιχειρήσεις ήταν θετική κατά 69 εκατ. ευρώ τον Δεκέμβριο 2010 και ο δωδεκάμηνος ρυθμός μεταβολής των δανείων αυτών αυξήθηκε οριακά σε σύγκριση με τον προηγούμενο μήνα παραμένοντας όμως σε αρνητικό επίπεδο (Δεκέμβριος 2010: -0,8%, Νοέμβριος 2010: -1,0%).
Από τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος υπάρχουν και δυο δεδομένα που καταδεικνύουν και την προαναλυθείσα μείωση του κύκλου εργασιών των επιχειρήσεων.
Έτσι, η καθαρή ροή των στεγαστικών δανείων ήταν αρνητική κατά 49 εκατ. ευρώ τον Δεκέμβριο του 2010 (Δεκέμβριος 2009: θετική καθαρή ροή 507 εκατ. ευρώ) και ο ετήσιος ρυθμός μεταβολής τους επιβραδύνθηκε σημαντικά (Δεκέμβριος 2010: -0,4%, Νοέμβριος 2010: 0,3%, Δεκέμβριος 2009: 3,7%), κάτι που εξηγεί τη δραματική μείωση της οικοδομικής δραστηριότητας κατά το 2010, σύμφωνα με τα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής, η οποία κατέγραψε ότι το μέγεθος της συνολικής Οικοδομικής Δραστηριότητας (Ιδιωτικής-Δημόσιας), μετρούμενο με βάση τις εκδοθείσες οικοδομικές άδειες, στο σύνολο της χώρας, ανήλθε σε 49.974 οικοδομικές άδειες, που αντιστοιχούν σε 10.437,6 χιλιάδες m2, επιφάνειας και 37.363,2 χιλιάδες m3 όγκου. Παρατηρήθηκε δηλαδή, μείωση κατά 11,1 % στον αριθμό των οικοδομικών αδειών, κατά 19,9% στην επιφάνεια και κατά 24,1% στον όγκο σε σχέση με το 2009.
Επιπλέον, στα καταναλωτικά δάνεια η καθαρή ροή ήταν επίσης αρνητική κατά 268 εκατ. ευρώ (Δεκέμβριος 2009: θετική καθαρή ροή 144 εκατ. ευρώ) και ο ετήσιος ρυθμός μεταβολής μειώθηκε περαιτέρω σε σύγκριση με τον προηγούμενο μήνα (Δεκέμβριος 2010: -4,2%, Νοέμβριος 2010: -3,1%, Δεκέμβριος 2009: 2,0%). Η πτώση λοιπόν της κατανάλωσης οφείλεται και στην έλλειψη ρευστότητας του καταναλωτικού κοινού που εκτός από την εισοδηματική μείωση που υπέστη, δεν μπορεί να απευθυνθεί πλέον ούτε στο χρηματοπιστωτικό σύστημα.
Η έλλειψη ρευστότητας αποτελεί ωρολογιακή βόμβα στα θεμέλια της επιχειρηματικότητας, καθώς απειλεί άμεσα τη βιωσιμότητα των επιχειρήσεων. Είναι ενδεικτικό ότι πολλές επιχειρήσεις αδυνατούν να ανταποκριθούν και σε στοιχειώδεις υποχρεώσεις τους όπως η καταβολή εισφορών στα ασφαλιστικά ταμεία. Είναι ενδεικτικό ότι το 24% των επιχειρήσεων είναι πρόβλημα καταβολής εισφορών στο ΙΚΑ και το 36% είχε ανάλογο πρόβλημα για τον ΟΑΕΕ. Δεν είναι τυχαίο ότι υποχρεώθηκε η κυβέρνηση να προβεί, με το άρθρο 48 του ν. 3943/2011, σε νέα ρύθμιση (ισχύει μέχρι 31.12.2012) των ληξιπρόθεσμων οφειλών προς όλα τα ασφαλιστικά ταμεία, με την εφαρμογή της οποίας δίνεται η δυνατότητα αναστολής των μέτρων αναγκαστικής είσπραξης για οφειλές μέχρι 31/12/2010, αρκεί να καταβάλλονται ανελλιπώς οι τρέχουσες εισφορές από 1/1/2011 προσαυξημένες κατά το ποσό που αντιστοιχεί στο 20% των τρεχουσών ασφαλιστικών εισφορών, έναντι της κεφαλαιοποιημένης οφειλής, κάτι το οποίο είχε ζητήσει η επιχειρηματική κοινότητα.
Τέλος είναι ενδιαφέρον να εξετάσει κάποιος την συνολική επίπτωση αυτής της κατάστασης στην απασχόληση. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής η ανεργία ανήλθε τον Ιανουάριο 2011 στο 16,2% έναντι 11,6% που ήταν το Μάρτιο 2010. Είναι ενδιαφέρον όμως το ότι με βάση τα στοιχεία των επιχειρήσεων, το προσωπικό τους παρέμεινε σταθερό στο 71% των επιχειρήσεων, μειώθηκε στο 24% των επιχειρήσεων και αυξήθηκε στο 4% των επιχειρήσεων. Ο συνδυασμός των δεδομένων οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η επιχειρηματικότητα δικαιώνει το χαρακτηρισμό «ατμομηχανή της οικονομίας» καθώς σε μεγάλο βαθμό διατήρησε το ποσοστό της απασχόλησης σταθερό (έστω και με προβλήματα/καθυστερήσεις καταβολής αποδοχών ή μείωση ωρών εργασίας ή μείωση αποδοχών – 44% των επιχειρήσεων καθυστέρησε την καταβολή αποδοχών, 30% μείωσε το ωράριο εργασίας και 16% μείωσε τις αποδοχές). Άρα η αύξηση των ανέργων πιθανόν οφείλεται όχι τόσο στις απολύσεις του ιδιωτικού τομέα, αλλά στην μη ανανέωση συμβάσεων και άλλων μορφών απασχόλησης στο δημόσιο και ευρύτερο δημόσιο τομέα, κάτι που προβάλλεται ως επιτυχία για τη μείωση των δημοσίων δαπανών.
Είναι πρόδηλο όμως ότι η κατάσταση αυτή δεν μπορεί να συνεχιστεί για πολύ. Η δυνατότητα των επιχειρήσεων να παλεύουν μόνες τους δεν τείνει στο άπειρο. Η πιθανότητα «λουκέτων» όλο και αυξάνεται. 225.000 επιχειρήσεις εκτιμάται ότι είναι πολύ πιθανό να κλείσουν μέχρι το τέλος του 2011 (στα μέσα του 2010 ο αντίστοιχος αριθμός ήταν 170.000). Επίσης αρκετά πιθανό είναι το ίδιο ενδεχόμενο και για 215.000 επιχειρήσεις. Όλα αυτά τα στοιχεία μεταφράζονται σε κίνδυνο απώλειας άνω των 320.000 θέσεων συνολικής απασχόλησης (εργοδότες, αυτοαπασχολούμενοι, μισθωτοί). Πρόκειται δηλαδή για το 53% περίπου των ενεργών επιχειρήσεων σήμερα στην Ελλάδα.
Για την αντιμετώπιση αυτής της κατάστασης έχουν γίνει διάφορα βήματα, που όμως δεν δείχνουν ικανά να την ανατρέψουν. Ο επενδυτικός νόμος ενεργοποιήθηκε με μεγάλη καθυστέρηση και εξαιρώντας τομείς όπως το εμπόριο και η οικοδομή. Το Εθνικό Ταμείο Επιχειρηματικότητας και Ανταγωνιστικότητας, ως διάδοχος του ΤΕΜΠΜΕ, παραμένει εγκλωβισμένο στην αποφασιστική αρμοδιότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Το ΕΣΠΑ καρκινοβατεί με γραφειοκρατικές διαδικασίες που καθιστούν τις παρεμβάσεις του όχι απλώς χρονικά ανεπίκαιρες αλλά ουσιαστικά άστοχες.
Η λύση έγκειται ακριβώς στην ανατροπή αυτής της κατάστασης. Όμως κάτι τέτοιο δεν διαφαίνεται. Η διαρκώς αυξανόμενη φορολογική επιβάρυνση της επιχειρηματικότητας, σε επίπεδο είτε άμεσης είτε έμμεσης φορολογίας, έχει εξαντλήσει τον επιχειρηματικό κόσμο, ο οποίος από το στάδιο της αγανάκτησης έχει περάσει πλέον στο στάδιο της απόγνωσης. Η αδυναμία ανταπόκρισης των επιχειρηματιών στις υποχρεώσεις τους, τόσο προς το κράτος όσο και προς τους συναδέλφους τους και τους συνεργάτες τους έχει γίνει πλέον αναπόσπαστο κομμάτι της καθημερινότητας της πραγματικής οικονομίας. Οι ακάλυπτες επιταγές έχουν ξεπεράσει κάθε όριο αντοχής και ανοχής (μόλις το α’ τετράμηνο του 2011 ανήλθαν σε 655,3 εκατ. ευρώ, σύμφωνα με τα στοιχεία της Τειρεσίας ΑΕ). Οι αναγκαστικές για τους επιχειρηματίες απολύσεις και τα λουκέτα στις επιχειρήσεις έχουν ξεφύγει από κάθε έλεγχο. Το γεγονός ότι καταγράφεται ακόμη θετικό ισοζύγιο ανάμεσα στις επιχειρήσεις που ανοίγουν συγκριτικά με αυτές που κλείνουν οφείλεται αποκλειστικά στην προσπάθεια του επιχειρηματικού κόσμου να ανακάμψει το γενικότερο κλίμα. Όμως και αυτή η προσπάθεια υποσκάπτεται από τα μέτρα που περιλαμβάνει το Μεσοπρόθεσμο Δημοσιονομικό Πρόγραμμα. Τα μέτρα αυτά, σε συνδυασμό με τις εξοντωτικές φορολογικές ποινές που θέσπισε πριν από λίγους μήνες η κυβέρνηση, θα δημιουργήσουν τραγικές καταστάσεις για επιχειρηματίες, οι οποίοι θα αδυνατούν να ανταποκριθούν στις φορολογικές υποχρεώσεις τους. Και όλα αυτά συμβαίνουν τη στιγμή που κανείς δεν μπορεί να πει με σιγουριά στους έλληνες επιχειρηματίες ότι οι θυσίες τους θα πιάσουν τόπο, ότι δεν θα ξαναχρειαστεί να υποστούν άλλα τέτοια μέτρα. Δυστυχώς το Μεσοπρόθεσμο Δημοσιονομικό Πρόγραμμα όχι μόνο επιβάλλει στους επιχειρηματίες βάρη στα οποία δεν ξέρουν αν θα ανταποκριθούν, αλλά τους αφαιρεί την ελπίδα ότι στο μεσοπρόθεσμο μέλλον θα μπορέσουν να ανακάμψουν. Εάν τα αναπτυξιακά εργαλεία δεν ενεργοποιηθούν άμεσα, οι προοπτικές της πραγματικής οικονομίας δεν θα χρειάζονται να εκτιμηθούν από οίκους αξιολόγησης για τις δυνατότητες ανάκαμψης της, καθώς θα έχουν απλά πάψει να υπάρχουν…
από το "αδελφικό" Olympia
Αποτελεί κοινό τόπο στο δημόσιο διάλογο των τελευταίων μηνών η διαπίστωση ότι η πρωτόγνωρη δημοσιονομική κρίση που βιώνει η χώρα μας έχει πλήξει καίρια και ενδεχομένως ανεπανόρθωτα την πραγματική οικονομία.
Η μείωση του κύκλου εργασιών των επιχειρήσεων στη χώρας ανέρχεται σε πρωτοφανή μεγέθη, όπως αποδεικνύουν έρευνες που έχουν γίνει από την
Κεντρική Ένωση Επιμελητηρίων Ελλάδος και από διάφορα Επιμελητήρια, τη Γενική Συνομοσπονδία Επαγγελματιών Βιοτεχνών Εμπόρων Ελλάδος, την Εθνική Συνομοσπονδία Ελληνικού Εμπορίου και άλλους φορείς.
Πιο συγκεκριμένα, στις αρχές του 2011, το 80% των επιχειρήσεων είχε καταγράψει μείωση του κύκλου εργασιών του, στάσιμο κύκλο είχε το 14% και αύξηση μόλις το 6%. Εξετάζοντας τους επιμέρους κλάδους επιχειρηματικής δραστηριότητας διαπιστώνει κάποιος ότι στο εμπόριο τα αντίστοιχα ποσοστά ανέρχονται σε 81% μείωση, 14% στασιμότητα και 5% αύξηση, στη μεταποίηση σε 77% μείωση, 15% στασιμότητα και 8% αύξηση και στις υπηρεσίες σε 81% μείωση, 13% στασιμότητα και 6% αύξηση. Είναι δε ανησυχητικό το ότι αυτά τα ποσοστά ξεπέρασαν και τις πλέον απαισιόδοξες προβλέψεις που είχαν διατυπωθεί λίγο μετά την ένταξη της Ελλάδας στο μηχανισμό στήριξης, όταν είχε εκτιμηθεί ότι 66% των επιχειρήσεων θα υποστούν μείωση κύκλου εργασιών, 19% θα έχουν στασιμότητα και 10% θα εμφανίσουν βελτίωση. Και δυστυχώς το κλίμα στην αγορά διαμορφώνεται ακόμη πιο απαισιόδοξο καθώς 70% των επιχειρήσεων εκτιμούν ότι θα μειωθεί έτι περαιτέρω ο κύκλος εργασιών τους, το 21% ότι θα μείνει σταθερός και μόλις το 6% προβλέπουν αύξηση.
Ανάλογα είναι και τα ευρήματα της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής, σύμφωνα με τα οποία ο κύκλος εργασιών στο λιανικό εμπόριο μειώθηκε, από τον Μάρτιο 2010 εως τον Μάρτιο 2011 κατά 13,2%. Τη μεγαλύτερη μείωση εμφανίζει ο κλάδος της ένδυσης-υπόδησης με πτώση 37,7%, και έπονται ο κλάδος των επίπλων και του οικιακού εξοπλισμού με 30,2%, τα φάρμακα-καλλυντικά με πτώση 23,8%, τα βιβλία-χαρτικά με 16,5% και τα τρόφιμα-ποτά με 7,3%. Στο χονδρικό εμπόριο, στα τέλη του 2010, ο κύκλος εργασιών είχε υποχωρήσει κατά 8,8% εν σχέσει με τα τέλη του 2009. Στην παροχή υπηρεσιών όλοι σχεδόν οι παρακολουθούμενοι δείκτες κύκλου εργασιών εμφανίζουν μείωση που κυμαίνεται από 2,5% εως 26,8% (αναλόγως τη δραστηριότητα). Είναι ενδιαφέρον ότι καθ’ όλο το 2010 οι δείκτες αυτοί εμφάνισαν συνολική μείωση και μόλις ένας, ο δείκτης κύκλου εργασιών λογιστικών υπηρεσιών, εμφανίζει αύξηση περίπου 6%, κάτι που προφανώς οφείλεται στην ανάγκη λογιστικής υποστήριξης των επιχειρήσεων μετά τις νέες νομοθετικές ρυθμίσεις στη φορολογία που θεσπίστηκαν το 2010 (επτά νέοι νόμοι σε ένα μόνο έτος!!!!). Είναι και αυτό ένα δείγμα της επιβάρυνσης που υφίστανται οι επιχειρήσεις σήμερα…
Είναι πρόδηλο ότι η μείωση του κύκλου εργασιών οδηγεί πολλές επιχειρήσεις σε κλείσιμο. Αυτό όμως διαπιστώνεται μόνο μέσω μιας διαχρονικής εξέτασης των στοιχείων και όχι μόνο με στοιχεία σε μηνιαία ή έστω ετήσια βάση, ένα σφάλμα που συχνά γίνεται από πολλούς. Πιο συγκεκριμένα, το πρώτο τετράμηνο του 2011, σύμφωνα με στοιχεία των Επιμελητηρίων σε πανελλήνια κλίμακα, άνοιξαν 782 επιχειρήσεις περισσότερες από αυτές που έκλεισαν, καθώς πραγματοποιήθηκαν 18.756 νέες εγγραφές στα επιμελητηριακά μητρώα, ενώ οι διαγραφές έφθασαν τις 17.974. Θα είναι τουλάχιστον επιπόλαιο να επιχαίρει κάποιος με αυτά τα στοιχεία καθώς από τα συγκριτικά στοιχεία που έχουμε στη διάθεση μας για τα τρία τελευταία χρόνια, δηλαδή 2008, 2009 και 2010, από τα μητρώα των Επιμελητηρίων της χώρας, ως προς μια ανάλογη περίοδο αναφοράς, όπως το πρώτο εξάμηνο κάθε έτους, διαπιστώνουμε μια ραγδαία επιδείνωση σε συνολικούς αριθμούς για την έναρξη επιχειρηματικών δραστηριοτήτων. Ειδικότερα για το α’ εξάμηνο του 2008 ενεγράφησαν στα μητρώα 70708 επιχειρήσεις και διεγράφησαν 51994 (διαφορά 18714), το αντίστοιχο διάστημα του 2009 ενεγράφησαν 32758 και διεγράφησαν 24513 (διαφορά 8245), και για το 2010 τα νούμερα είναι 29495 εγγραφές και 27574 διαγραφές (διαφορά 1921). Υπάρχει μια σαφής τάση μείωσης ενάρξεων επιχειρηματικής δραστηριότητας, όπως προκύπτει από τη δραματική μείωση των εγγραφών. Εξίσου ανησυχητική είναι και η μείωση της αναλογίας μεταξύ εγγραφόμενων και διαγραφομένων επιχειρήσεων καθώς όπως προκύπτει από τα ανωτέρω στοιχεία, η διαφορά μεταξύ εγγραφόμενων και διαγραφομένων τείνει να εξαλειφθεί τελείως, κάτι που σημαίνει ότι με τους υπάρχοντες ρυθμούς σύντομα οι διαγραφόμενες επιχειρήσεις, δηλαδή αυτές που κλείνουν, θα ξεπεράσουν τις εγγραφόμενες, δημιουργώντας ένα πρωτοφανές αρνητικό ισοζύγιο, και εντείνοντας τις συνθήκες ύφεσης.
Αξίζει να επισημανθεί ότι στην Αττική συνολικά, το ποσοστό των καταστημάτων που κλείνουν ανέρχεται στο 20,6% του συνόλου των καταστημάτων, ενώ το καλοκαίρι του 2010 το ανάλογο ποσοστό ήταν 14,8%. Ειδικά για την Αθήνα (κέντρο) το ποσοστό των κλειστών καταστημάτων ανέρχεται σε 23,4% των υπαρχόντων καταστημάτων (πριν ένα χρόνο το ποσοστό ήταν 17,1%) και για τον Πειραιά το ποσοστό ανέρχεται σε 16,2% από 11% πριν ένα χρόνο.
Η γενική διαπίστωση είναι ότι ο ρυθμός των επιχειρήσεων που κλείνουν, σε πανελλήνια κλίμακα, ξεπερνά τις 4.000 μηνιαίως, ένας αριθμός δραματικός για την ελληνική επιχειρηματικότητα.
Η κατάσταση αυτή θα μπορούσε να έχει ελεγχθεί κάπως εάν ο χρηματοπιστωτικός τομέας είχε υποστηρίξει την επιχειρηματικότητα. Δυστυχώς, κάτι τέτοιο δεν έγινε, όπως αποδεικνύουν τα πρόσφατα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος για την πιστωτική επέκταση. Σε γενικές γραμμές ο ετήσιος ρυθμός μεταβολής της συνολικής χρηματοδότησης του εγχώριου ιδιωτικού τομέα σημείωσε περαιτέρω επιβράδυνση τον Δεκέμβριο του 2010 και διαμορφώθηκε σε αρνητικό επίπεδο -0,2%, από 0,4% τον Νοέμβριο του 2010 και 4,1% τον Δεκέμβριο του 2009. Αυτό οφείλεται στο ότι αφενός η ζήτηση δανεισμού από νοικοκυριά και επιχειρήσεις με ικανοποιητική πιστοληπτική ικανότητα παραμένει «παγωμένη» και αφετέρου οι τράπεζες είναι πολύ πιο αυστηρές σε σχέση με το πρόσφατο παρελθόν στην αξιολόγηση των αιτήσεων που δέχονται, με αποτέλεσμα τη μείωση των υπολοίπων των δανείων.
Ειδικότερα, η χρηματοδότηση προς τις επιχειρήσεις παρουσίασε το Δεκέμβριο του 2010 θετική καθαρή ροή 488 εκατ. ευρώ (Δεκέμβριος 2009: θετική καθαρή ροή 1.182 εκατ. ευρώ) και ο ετήσιος ρυθμός της πιστωτικής επέκτασης υποχώρησε στο 1,0% (Νοέμβριος 2010: 1,6%, Δεκέμβριος 2009: 5,1%). Η θετική ροή οφείλεται, σε μεγάλο βαθμό, στην αύξηση των δανείων προς τα «λοιπά χρηματοδοτικά ιδρύματα» κατά 365 εκατ. ευρώ. Από την ανάλυση της χρηματοδότησης των επιχειρήσεων κατά κλάδο οικονομικής δραστηριότητας προκύπτει ότι αυξήθηκε ο ετήσιος ρυθμός μεταβολής της χρηματοδότησης προς τους κλάδους της γεωργίας, των λοιπών χρηματοδοτικών ιδρυμάτων, των κατασκευών και του ηλεκτρισμού-φωταερίου-ύδρευσης. Αντίθετα, επιβράδυνση παρατηρήθηκε στο ρυθμό πιστωτικής επέκτασης προς όλους τους υπόλοιπους κλάδους και ειδικότερα στη βιομηχανία (Δεκέμβριος 2010: -2,9%, Νοέμβριος 2010: -1,6%, Δεκέμβριος 2009: -3,5%) και το εμπόριο (Δεκέμβριος 2010: -3,5%, Νοέμβριος 2010: -1,5%, Δεκέμβριος 2009: 4,2%). Επίσης, η καθαρή ροή των δανείων προς τους ελεύθερους επαγγελματίες, αγρότες και ατομικές επιχειρήσεις ήταν θετική κατά 69 εκατ. ευρώ τον Δεκέμβριο 2010 και ο δωδεκάμηνος ρυθμός μεταβολής των δανείων αυτών αυξήθηκε οριακά σε σύγκριση με τον προηγούμενο μήνα παραμένοντας όμως σε αρνητικό επίπεδο (Δεκέμβριος 2010: -0,8%, Νοέμβριος 2010: -1,0%).
Από τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος υπάρχουν και δυο δεδομένα που καταδεικνύουν και την προαναλυθείσα μείωση του κύκλου εργασιών των επιχειρήσεων.
Έτσι, η καθαρή ροή των στεγαστικών δανείων ήταν αρνητική κατά 49 εκατ. ευρώ τον Δεκέμβριο του 2010 (Δεκέμβριος 2009: θετική καθαρή ροή 507 εκατ. ευρώ) και ο ετήσιος ρυθμός μεταβολής τους επιβραδύνθηκε σημαντικά (Δεκέμβριος 2010: -0,4%, Νοέμβριος 2010: 0,3%, Δεκέμβριος 2009: 3,7%), κάτι που εξηγεί τη δραματική μείωση της οικοδομικής δραστηριότητας κατά το 2010, σύμφωνα με τα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής, η οποία κατέγραψε ότι το μέγεθος της συνολικής Οικοδομικής Δραστηριότητας (Ιδιωτικής-Δημόσιας), μετρούμενο με βάση τις εκδοθείσες οικοδομικές άδειες, στο σύνολο της χώρας, ανήλθε σε 49.974 οικοδομικές άδειες, που αντιστοιχούν σε 10.437,6 χιλιάδες m2, επιφάνειας και 37.363,2 χιλιάδες m3 όγκου. Παρατηρήθηκε δηλαδή, μείωση κατά 11,1 % στον αριθμό των οικοδομικών αδειών, κατά 19,9% στην επιφάνεια και κατά 24,1% στον όγκο σε σχέση με το 2009.
Επιπλέον, στα καταναλωτικά δάνεια η καθαρή ροή ήταν επίσης αρνητική κατά 268 εκατ. ευρώ (Δεκέμβριος 2009: θετική καθαρή ροή 144 εκατ. ευρώ) και ο ετήσιος ρυθμός μεταβολής μειώθηκε περαιτέρω σε σύγκριση με τον προηγούμενο μήνα (Δεκέμβριος 2010: -4,2%, Νοέμβριος 2010: -3,1%, Δεκέμβριος 2009: 2,0%). Η πτώση λοιπόν της κατανάλωσης οφείλεται και στην έλλειψη ρευστότητας του καταναλωτικού κοινού που εκτός από την εισοδηματική μείωση που υπέστη, δεν μπορεί να απευθυνθεί πλέον ούτε στο χρηματοπιστωτικό σύστημα.
Η έλλειψη ρευστότητας αποτελεί ωρολογιακή βόμβα στα θεμέλια της επιχειρηματικότητας, καθώς απειλεί άμεσα τη βιωσιμότητα των επιχειρήσεων. Είναι ενδεικτικό ότι πολλές επιχειρήσεις αδυνατούν να ανταποκριθούν και σε στοιχειώδεις υποχρεώσεις τους όπως η καταβολή εισφορών στα ασφαλιστικά ταμεία. Είναι ενδεικτικό ότι το 24% των επιχειρήσεων είναι πρόβλημα καταβολής εισφορών στο ΙΚΑ και το 36% είχε ανάλογο πρόβλημα για τον ΟΑΕΕ. Δεν είναι τυχαίο ότι υποχρεώθηκε η κυβέρνηση να προβεί, με το άρθρο 48 του ν. 3943/2011, σε νέα ρύθμιση (ισχύει μέχρι 31.12.2012) των ληξιπρόθεσμων οφειλών προς όλα τα ασφαλιστικά ταμεία, με την εφαρμογή της οποίας δίνεται η δυνατότητα αναστολής των μέτρων αναγκαστικής είσπραξης για οφειλές μέχρι 31/12/2010, αρκεί να καταβάλλονται ανελλιπώς οι τρέχουσες εισφορές από 1/1/2011 προσαυξημένες κατά το ποσό που αντιστοιχεί στο 20% των τρεχουσών ασφαλιστικών εισφορών, έναντι της κεφαλαιοποιημένης οφειλής, κάτι το οποίο είχε ζητήσει η επιχειρηματική κοινότητα.
Τέλος είναι ενδιαφέρον να εξετάσει κάποιος την συνολική επίπτωση αυτής της κατάστασης στην απασχόληση. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής η ανεργία ανήλθε τον Ιανουάριο 2011 στο 16,2% έναντι 11,6% που ήταν το Μάρτιο 2010. Είναι ενδιαφέρον όμως το ότι με βάση τα στοιχεία των επιχειρήσεων, το προσωπικό τους παρέμεινε σταθερό στο 71% των επιχειρήσεων, μειώθηκε στο 24% των επιχειρήσεων και αυξήθηκε στο 4% των επιχειρήσεων. Ο συνδυασμός των δεδομένων οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η επιχειρηματικότητα δικαιώνει το χαρακτηρισμό «ατμομηχανή της οικονομίας» καθώς σε μεγάλο βαθμό διατήρησε το ποσοστό της απασχόλησης σταθερό (έστω και με προβλήματα/καθυστερήσεις καταβολής αποδοχών ή μείωση ωρών εργασίας ή μείωση αποδοχών – 44% των επιχειρήσεων καθυστέρησε την καταβολή αποδοχών, 30% μείωσε το ωράριο εργασίας και 16% μείωσε τις αποδοχές). Άρα η αύξηση των ανέργων πιθανόν οφείλεται όχι τόσο στις απολύσεις του ιδιωτικού τομέα, αλλά στην μη ανανέωση συμβάσεων και άλλων μορφών απασχόλησης στο δημόσιο και ευρύτερο δημόσιο τομέα, κάτι που προβάλλεται ως επιτυχία για τη μείωση των δημοσίων δαπανών.
Είναι πρόδηλο όμως ότι η κατάσταση αυτή δεν μπορεί να συνεχιστεί για πολύ. Η δυνατότητα των επιχειρήσεων να παλεύουν μόνες τους δεν τείνει στο άπειρο. Η πιθανότητα «λουκέτων» όλο και αυξάνεται. 225.000 επιχειρήσεις εκτιμάται ότι είναι πολύ πιθανό να κλείσουν μέχρι το τέλος του 2011 (στα μέσα του 2010 ο αντίστοιχος αριθμός ήταν 170.000). Επίσης αρκετά πιθανό είναι το ίδιο ενδεχόμενο και για 215.000 επιχειρήσεις. Όλα αυτά τα στοιχεία μεταφράζονται σε κίνδυνο απώλειας άνω των 320.000 θέσεων συνολικής απασχόλησης (εργοδότες, αυτοαπασχολούμενοι, μισθωτοί). Πρόκειται δηλαδή για το 53% περίπου των ενεργών επιχειρήσεων σήμερα στην Ελλάδα.
Για την αντιμετώπιση αυτής της κατάστασης έχουν γίνει διάφορα βήματα, που όμως δεν δείχνουν ικανά να την ανατρέψουν. Ο επενδυτικός νόμος ενεργοποιήθηκε με μεγάλη καθυστέρηση και εξαιρώντας τομείς όπως το εμπόριο και η οικοδομή. Το Εθνικό Ταμείο Επιχειρηματικότητας και Ανταγωνιστικότητας, ως διάδοχος του ΤΕΜΠΜΕ, παραμένει εγκλωβισμένο στην αποφασιστική αρμοδιότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Το ΕΣΠΑ καρκινοβατεί με γραφειοκρατικές διαδικασίες που καθιστούν τις παρεμβάσεις του όχι απλώς χρονικά ανεπίκαιρες αλλά ουσιαστικά άστοχες.
Η λύση έγκειται ακριβώς στην ανατροπή αυτής της κατάστασης. Όμως κάτι τέτοιο δεν διαφαίνεται. Η διαρκώς αυξανόμενη φορολογική επιβάρυνση της επιχειρηματικότητας, σε επίπεδο είτε άμεσης είτε έμμεσης φορολογίας, έχει εξαντλήσει τον επιχειρηματικό κόσμο, ο οποίος από το στάδιο της αγανάκτησης έχει περάσει πλέον στο στάδιο της απόγνωσης. Η αδυναμία ανταπόκρισης των επιχειρηματιών στις υποχρεώσεις τους, τόσο προς το κράτος όσο και προς τους συναδέλφους τους και τους συνεργάτες τους έχει γίνει πλέον αναπόσπαστο κομμάτι της καθημερινότητας της πραγματικής οικονομίας. Οι ακάλυπτες επιταγές έχουν ξεπεράσει κάθε όριο αντοχής και ανοχής (μόλις το α’ τετράμηνο του 2011 ανήλθαν σε 655,3 εκατ. ευρώ, σύμφωνα με τα στοιχεία της Τειρεσίας ΑΕ). Οι αναγκαστικές για τους επιχειρηματίες απολύσεις και τα λουκέτα στις επιχειρήσεις έχουν ξεφύγει από κάθε έλεγχο. Το γεγονός ότι καταγράφεται ακόμη θετικό ισοζύγιο ανάμεσα στις επιχειρήσεις που ανοίγουν συγκριτικά με αυτές που κλείνουν οφείλεται αποκλειστικά στην προσπάθεια του επιχειρηματικού κόσμου να ανακάμψει το γενικότερο κλίμα. Όμως και αυτή η προσπάθεια υποσκάπτεται από τα μέτρα που περιλαμβάνει το Μεσοπρόθεσμο Δημοσιονομικό Πρόγραμμα. Τα μέτρα αυτά, σε συνδυασμό με τις εξοντωτικές φορολογικές ποινές που θέσπισε πριν από λίγους μήνες η κυβέρνηση, θα δημιουργήσουν τραγικές καταστάσεις για επιχειρηματίες, οι οποίοι θα αδυνατούν να ανταποκριθούν στις φορολογικές υποχρεώσεις τους. Και όλα αυτά συμβαίνουν τη στιγμή που κανείς δεν μπορεί να πει με σιγουριά στους έλληνες επιχειρηματίες ότι οι θυσίες τους θα πιάσουν τόπο, ότι δεν θα ξαναχρειαστεί να υποστούν άλλα τέτοια μέτρα. Δυστυχώς το Μεσοπρόθεσμο Δημοσιονομικό Πρόγραμμα όχι μόνο επιβάλλει στους επιχειρηματίες βάρη στα οποία δεν ξέρουν αν θα ανταποκριθούν, αλλά τους αφαιρεί την ελπίδα ότι στο μεσοπρόθεσμο μέλλον θα μπορέσουν να ανακάμψουν. Εάν τα αναπτυξιακά εργαλεία δεν ενεργοποιηθούν άμεσα, οι προοπτικές της πραγματικής οικονομίας δεν θα χρειάζονται να εκτιμηθούν από οίκους αξιολόγησης για τις δυνατότητες ανάκαμψης της, καθώς θα έχουν απλά πάψει να υπάρχουν…
από το "αδελφικό" Olympia
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Το Loutraki One σέβεται όλες τις απόψεις, αλλά προτιμά τα Eλληνικά και όχι τα greeklish, το χιούμορ και όχι τις ύβρεις.
Επειδή το Loutraki One πιστεύει στη δύναμη του διαλόγου, αλλά όχι στην εμπαθή και στείρα αντιπαράθεση μόνο για το θεαθήναι, διατηρεί το δικαίωμά του να μην αναρτά σχόλια που είναι υπέρ το δέον υβριστικά ή άσχετα με το άρθρο, που αναφέρονται σε προσωπικά δεδομένα τoυ αρθρογράφoυ ή που δεν περιέχουν το e-mail του αποστολέα. Tο email των αποστολέων σχολίων δεν εμφανίζεται δημόσια.