Είμαστε τυχεροί, βρήκαμε δουλειά!!!

Το σαββατοκύριακο, είπα να κάνω δουλειές στο σπίτι, κατέβασμα κουρτινών, ξεσκόνισμα, σκούπισμα. Το τελευταίο τι το ήθελα; Με το που έπιασα τη σκούπα, μου ήρθαν στο νου οι θύμησες… Το παθαίνω όποτε πιάνω σκούπα. Θυμάμαι τα νιάτα μου στην Στοκχόλμη, όταν μαζί με τον Γιώργο είχαμε προσληφθεί στο Δήμο, ως οδοκαθαριστές. Έτσι λοιπόν με τις αναμνήσεις παρέα,  έφτιαξα καφέ, παράτησα τις δουλειές και με την κουρτίνα στο χέρι, ταξίδεψα στο παρελθόν.
«Είμαστε τυχεροί, βρήκαμε δουλειά», φώναζε ο Γιώργος, ενώ ερχόταν προς το μέρος μου. Καθόμουν σε ένα παγκάκι,  του πάρκου humlegarden, χαζεύοντας, ορτύκια. «Ορίστε, το λέει εδώ», και μου διαβάζει, από την εφημερίδα: «ζητούνται νέοι για το τμήμα οδοκαθαριστών του Δήμου
Στοκχόλμης. Πληροφορίες Δημαρχιακό Μέγαρο, τμήμα προσλήψεων». Είχε ένα ταλέντο ο Γιώργος να ανακαλύπτει θέματα, που ο νους των υπολοίπων δεν μπορούσε. Έτσι είχαμε βρει δουλειά παλαιότερα στο τοπικό τσίρκο, κάνοντας τις τίγρεις, έτσι είχαμε ανοίξει μαζί εργαστήρι, επεξεργασίας λεμονόφλουδων, από τις οποίες βγάζαμε αρκετά λεφτά, πουλώντας το τελικό προϊόν, σε  ηλικιωμένους, ως φάρμακο για τα ρευματικά. Και αν δεν μας είχε καρφώσει ένας δεξιός θα ήμασταν τώρα, πάμπλουτοι. Ας είναι.

Δυο μέρες μετά ήμασταν συμβασιούχοι υπάλληλοι του Δήμου Στοκχόλμης. (οι σχετικές διαδικασίες στην Σουηδία είναι ταχύτατες). Φορούσαμε πράσινες ολόσωμες φόρμες εργασίας, πορτοκαλί καπελάκι, και είχαμε χρεωθεί από ένα καρότσι με δύο κάδους ο καθένας, καθώς και από μια σκούπα και από ένα φαράσι.

Ήμασταν τόσο χαρούμενοι γι αυτή τη δουλειά, που είχαμε βγάλει ονόματα στα καροτσάκια μας. «Θα τα βαφτίσουμε, θα κάνουμε ότι κάνουν οι ψαράδες στην πατρίδα, που βγάζουν ονόματα, στις βάρκες τους», είπε συγκινημένος ο Γιώργος. «Μα εμείς ήμαστε ψαράδες;», τον ρώτησα. «Κατά κάποια έννοια ναι. Και εμείς ψαρεύουμε», μου απάντησε «αποτσίγαρα, μπανανόφλουδες κλπ».

Έτσι λοιπόν, αποφασίσαμε να γράψουμε πάνω στα καροτσάκια μας, ο καθένας το όνομα που ήθελε. Κάναμε και τα σχετικά αποκαλυπτήρια, νωρίς το πρωί, πριν ξεκινήσουμε την δουλειά.  Το δικό μου καροτσάκι το ονόμασα «πας τιτσιο», το είχα γράψει , με κίτρινη μπογιά, πάνω στον ένα κάδο, όπως ακριβώς οι ψαράδες της πατρίδας. «Τι θα πει, πας τίτσιο;», με ρώτησε ο Γιώργος. «Θα πει το αγαπημένο μου φαγητό παστίτσιο, που μου λείπει περισσότερο από οτιδήποτε άλλο από την πατρίδα. «Το δικό σου πως λέγεται;», τον ρώτησα και εκείνος αντί να απαντήσει, πάει προς το σκεπασμένο με μια μεγάλη χαρτοσακούλα  καροτσάκι, στέκεται μπροστά του και μόλις το τραβά αργά και σταθερά, όπως ακριβώς γίνεται στα αποκαλυπτήρια αγαλμάτων, ξεσπάσαμε και οι δύο σε κλάματα.

Με ένα έντονο βαθύ μπλε χρώμα, είχε γράψει «ΕΛΑΔΑ». Η συγκίνηση ήταν μεγάλη. Δύο ξενιτεμένα ελληνόπουλα, στην παγωμένη Στοκχόλμη, 6 ώρα το πρωί,  στεκόντουσαν αγκαλιασμένα και έκλαιγαν, μπροστά από ένα καροτσάκι οδοκαθαρισμού, που πάνω του έγραφε «ΕΛΑΔΑ» . Μόλις συνήλθαμε από την συγκίνηση, συνειδητοποίησα ότι έλειπε το ένα λάμδα. «Γιατί λείπει το λάμδα;», τον ρώτησα. «Δεν λείπει. Μα δεν το βλέπεις; Υπάρχει», μου είπε με την γνωστή του, σιγουριά.

Εκείνη την ώρα αποφάσισα να μην του αποκαλύψω ότι η λέξη γράφεται με δύο λάμδα, για να μην του δημιουργήσω επιπλέον συγκίνηση. Άλλωστε μόλις είχε έρθει ο προϊστάμενος μας, ο Μεχμέτ Ορχάν, τούρκος μετανάστης, ο οποίος μας έδωσε ένα χάρτη, με τους δρόμους που ήταν στην ευθύνη μας. «Θα τους κάνετε να λάμπουν. Θα τους γλείψετε. Θα περάσω το μεσημέρι, να ελέγξω. Αλλοίμονο σας αν βρω γόπα. Αλλοίμονο σας γκιαούρηδες».  Με το που τον  ακούει ο Γιώργος, τινάζεται, πιάνει την σκούπα με το δεξί του χέρι, και ορμά καταπάνω του. « Μη Γιώργο τι πας να κάνεις;», τον επαναφέρω. «Εδώ  ήρθαμε να καθαρίσουμε δρόμους όχι ανθρώπους», του είπα. «Άσε με να τον ξεκάνω, που θα τολμήσει, να μας πει γκιαούρηδες».

Βλέποντας την δικαιολογημένη οργή του, το αναψοκοκκινισμένο πρόσωπό του και κυρίως τον αποφασιστικό τρόπο που κρατούσε την σκούπα, συνειδητοποίησα, ότι μέσα του τρέχει το αγωνιστικό αίμα των ηρώων του 21. «Εμάς λες γκιαούρηδες ρε;», είπε με δυνατότερη φωνή ο Γιώργος. Εμείς ήμασταν μια δράκα πεινασμένων και συνάμα λέφτερων ανθρώπων, που δε λογαριάσαμε τίποτα. Ξεσηκωθήκαμε  και σας νικήσαμε».

 Ήταν φανερό τι ήταν εκτός ελέγχου. Η λέξη «γκιαούρηδες» τον είχε θίξει προσωπικά. Ο τούρκος είχε κρυφτεί σε μια γωνία, βλέποντας, έναν ρωμαλέο έλληνα, να ξεσπαθώνει. « Εμείς βγάλαμε έναν Ανδρούτσο, έναν Καραισκάκη, έναν Σπαθάρη, έναν Μπότσαρη που τον σουβλίσατε,  μια Κουκουλίνα». Τον Σπαθάρη, τον προσπέρασα. Από τα άλλα  δυο μαργαριτάρια προτίμησα να του διορθώσω το ένα, ψιθυρίζοντας του στο αυτί. «Μπουμπουλίνα την έλεγαν». Κοντοστάθηκε για λίγο και με ρώτησε χαμηλόφωνα. «Και η Κουκουλίνα ποια ήταν;». Επίσης χαμηλόφωνα, του είπα, «νομίζω Κουκουλίνα δεν υπήρχε». «Αποκλείεται», μου απαντά, «την μάθαμε στο σχολείο».

Καταλαβαίνοντας ότι αν δεν έληγε αυτή η ιστορία θα μέναμε εκεί καμια εβδομάδα, αποφάσισα να τον διαβεβαιώσω, πως θυμήθηκα, ότι όντως υπήρχε Κουκουλίνα, της οποίας το μικρό όνομα ήταν Λασκαρίνα. «Η περίφημη Λασκαρίνα Κουκουλίνα, γυναίκα του καπετάνιου του περίφημου Κούκουλη».

Μετά από λίγη ώρα και μετά από το ιδιότυπο μάθημα ιστορίας, τον ηρέμησα. Διαβεβαίωσα και τον Μεχμέτ, ότι όλα θα πάνε καλά, και με τα καροτσάκια μας το «πας τίτσιο» και την «ΕΛΑΔΑ», ξεκινήσαμε να καθαρίσουμε την kungsholms gaten.

Συνεχιζεται....

Θύμιος Καλαμούκης
Τέως συμβασιούχος υπάλληλος, Δήμου Στοκχόλμης.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Το Loutraki One σέβεται όλες τις απόψεις, αλλά προτιμά τα Eλληνικά και όχι τα greeklish, το χιούμορ και όχι τις ύβρεις.

Επειδή το Loutraki One πιστεύει στη δύναμη του διαλόγου, αλλά όχι στην εμπαθή και στείρα αντιπαράθεση μόνο για το θεαθήναι, διατηρεί το δικαίωμά του να μην αναρτά σχόλια που είναι υπέρ το δέον υβριστικά ή άσχετα με το άρθρο, που αναφέρονται σε προσωπικά δεδομένα τoυ αρθρογράφoυ ή που δεν περιέχουν το e-mail του αποστολέα. Tο email των αποστολέων σχολίων δεν εμφανίζεται δημόσια.