Γιάννης Αγγελάκας: «Κινούμαστε σε μία κοινωνία που ανέκαθεν ήταν νεοφοβική»

Σε μια τέτοια δύσκολη, ανθυγιεινή και επικίνδυνη ατμόσφαιρα, όμως, αν έχεις πείσμα και όραμα, είναι σημαντικό ακόμη και το να ορμάς με δύναμη πάνω σε ντουβάρια. Γιατί μόνο έτσι μπορεί να βγει μια άκρη. 
Μόνο έτσι μπορεί να ανοιχτούν μερικές τρύπες.
Κάθε φορά που προσπαθώ να υπολογίσω πόσες φορές έχω δει ζωντανά τον Αγγελάκα, μου έρχεται αμέσως στο μυαλό ο αριθμός 13 και την αμέσως επόμενη στιγμή ξέρω ότι δεν είναι ο σωστός, γιατί 13 είναι οι φορές που νομίζω ότι έχω δει ζωντανά τις Τρύπες, που και πάλι δε μπορεί να είναι ο σωστός αριθμός, γιατί αν υποθέσουμε ότι στην πενταετία 93-97 που μπορεί να μου
φαίνεται ότι τους έβλεπα συνέχεια στο Βόλο ενώ τώρα πια ξέρω ότι δε μπορεί να έπαιζαν εκεί πάνω από δύο φορές το χρόνο, και πάλι, τα νούμερα δε βγαίνουν, γιατί τις Τρύπες τις είδα μόνο μια φορά ζωντανά εκτός Βόλου (στο Ρόδον), και ακόμη το φέρω βαρέως κυρίως για το ότι δεν πήγα από άποψη να τους δω το 2001 στο ΑΝ Club, λίγο πριν το τέλος (τους) – μου φαίνεται εξωφρενικό ότι τότε, στα 21-22 μου, δεν έκανα κάτι που τώρα, στα 34-35 μου, θα ήθελα να κάνω σχεδόν όσο τίποτα άλλο (υπερβάλλω μόνο λίγο, σοβαρά).
Μονάχο του δεν ξέρω πόσες φορές τον έχω δει, καμιά δεκαριά φαντάζομαι, πάντως αυτές που θυμάμαι περισσότερο είναι μία από την εποχή που είχε πρωτοβγάλει τις Ανάσες των Λύκων και είχε παίξει μαζί με τον Βελιώτη στο Ξουρίχτι του Πηλίου, σε ένα μικρό θεατράκι που φαινόταν ακόμη πιο μικρό έτσι «θαμμένο» που ήταν κάτω από τα πλατάνια (μία συναυλία που θυμάμαι κυρίως γιατί – αν και διένυα μία περίοδο σαφέστατης αποστασιοποίησης από τα του Αγγελάκα – είχα πάει γιατί ήθελε παρέα ο πατέρας μου, και όταν ο Αγγελάκας τραγούδησε «Γελούσες κι έλιωναν τα σύννεφα κι οι σκέψεις μου. Σ’ ένα ανοιξιάτικο λιβάδι είμασταν μόνοι. Ξάπλωνα κι είχα το κεφάλι μου στα πόδια σου. Κι άκουγα το χορτάρι να μεγαλώνει», ο πατέρας μου με σκούντηξε και μου είπε «άκου τι ωραίος στίχος», ενώ εκείνη τη στιγμή χασμουριόμουν γιατί μου είχαν τελειώσει τα τσιγάρα) και η άλλη είναι από την τελευταία φορά που τον είδα, που δεν ήταν δική του συναυλία, ήταν η επετειακή συναυλία για τα 30 χρόνια των Last Drive, στην οποία ο Αγγελάκας βγήκε, είπε δυο τραγούδια (“Ακούω την αγάπη” και “Ταξιδιάρα ψυχή”), αποτελείωσε ένα Gagarin ολόκληρο και όλους όσους ήμασταν ήδη, λόγω των υπέροχων Drive, σε μια σχεδόν άνευ προηγουμένου φόρτιση (αλλά δε μασήσαμε, το κάναμε το crowdsurfing μας στα «γεράματα»), και απήλθε.
Τώρα που είπα «επετειακή συναυλία», μιας και όσο περνάει ο καιρός τυχαίνει να πηγαίνω σε ολοένα και περισσότερες από δαύτες, αν και ουδόλως με χαλάνε ως ιδέα (καλά κάνουν οι άνθρωποι και το γλεντάνε ακόμη, γούστο τους και καπέλο τους. Από την άλλη, βέβαια, αν δεν το πω εγώ ότι κάτι με χαλάει, αν δεν το πεις εσύ, αν δεν το πούμε εμείς, ποιος θα το πει; Κάτι τέτοιο δεν είχε πει ο Ναζίμ Χικμέτ;), είναι λίγες οι φορές που επί του πρακτέου με ενθουσιάζουν (και μία που με ενθουσίασε περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη μέχρι σήμερα ήταν των Drive, μην τα ξαναλέμε), συνήθως φεύγω κομματάκι μουδιασμένος, κάπως σαν να νιώθω βγαίνοντας από το όποιο venue λίγο πιο γερασμένος απ’ όσο ήμουν όταν μπήκα. Μπορεί η μπάντα που είδα να ήταν τίμια ως προς τον τρόπο που προσπάθησε να παίξει ζωντανά όσα είχε πρωτοπαίξει πριν από είκοσι και βάλε χρόνια, αλλά η τιμιότητα ποτέ δεν υπήρξε αρκετή από μόνη της για να «απογειώσει» μία συναυλία.
Σε μία τέτοια που βρέθηκα πρόσφατα, λοιπόν, που μου φάνηκε κάπως σαν το rock να ξέμεινε χωρίς το roll (και όπως έγραψε ο Keith Richards στην αυτοβιογραφία του, το roll είναι που μετράει σε όλη αυτή την ιστορία), με έπιασα κάποια στιγμή να σκέφτομαι ότι «καλά έκανε ο Αγγελάκας και το γύρισε στους μπαγλαμάδες» και αφού ήπια στα γρήγορα την τελευταία γουλιά του ποτού μου για να φύγω λίγο πριν το τέλος, για να μην ξενυχτήσω χωρίς λόγο, γιατί έχω κι ένα σκύλο να βγάλω βόλτα το πρωί (τα «γεράματα» που λέγαμε…), περπατώντας στη Λιοσίων, σκέφτηκα τι μαλακία είχα σκεφτεί πρωτύτερα, γιατί ο Αγγελάκας επί της ουσίας ποτέ του δεν το γύρισε στους «μπαγλαμάδες», γιατί ο Αγγελάκας την τελευταία δεκαετία που ηχογραφεί ως «Αγγελάκας» με δυο-τρία κατά καιρούς σχήματά μέχρι σήμερα, έχει παίξει από στριφνό post-rock μέχρι δική του επί του ρεμπέτικου πραγματεία, και από spoken word μέχρι κάτι-σαν-μετά-ραπ. Γιατί ο Αγγελάκας το γύρισε και στα τσέλα, και στα κρουστά, και στα σαξόφωνα, και στα βιολιά, και στις τρομπέτες, και στα κοντραμπάσα, και στα ηλεκτρονικά, και στους ζουρνάδες, και ναι, στους μπαγλαμάδες, πηγαίνοντας όμως πάντα, πρώτα και κύρια προς τα εκεί που ήθελε και όχι προς τα εκεί που θα ήθελαν έστω και ενδόμυχα, ακόμη και αν δεν το παραδέχονται, οι περισσότεροι που (βάζω και τον εαυτό μου μέσα) πηγαίνουν στις συναυλίες του. Ξέρουμε όλοι προς τα πού εννοώ.
Τελευταία φορά που σε είδα live ήταν στους Last Drive. Πώς σου φάνηκε που έπαιζες με μία φουλ ροκ μπάντα ξανά; Ωραία ήταν, εντάξει. Μπόλικος θόρυβος. Θύμισε λίγο από την εποχή που έπαιζαν οι Τρύπες…
Σου πέρασε καθόλου από το μυαλό εκείνη την ώρα που έβλεπες τον κόσμο να παραληρεί στο “Ακούω την αγάπη”, πώς θα ήταν αν γιόρταζαν οι Τρύπες τα 30 τους; Δεν το έχω σκεφτεί ποτέ. Δεν ξέρω γιατί. Μάλλον είναι θέμα χαρακτήρα. Όταν προχωράς, όσο όμορφα κι αν είναι τα πράγματα που αφήνεις πίσω σου, δεν πειράζει. Τα αφήνεις πίσω σου.
Μου είχες πει κάποτε ότι ποτέ σου δεν ένιωσες τη νευρικότητα ή την αμηχανία του κυνηγιού της καριέρας και ότι συνεχίζει να σε εκπλήσσει το ότι υπάρχει κόσμος που στηρίζει κάθε νέο σου βήμα. Μετά από τόσα χρόνια, όμως, είναι δυνατόν να μη νιώθεις ούτε λίγο ότι παίζεις, τρόπον τινά, στα σίγουρα, ότι υπάρχει κόσμος που θα σε ακολουθήσει σε ό,τι κι αν κάνεις; Όχι, καθόλου. Ποτέ δεν ήμουν σίγουρος. Και συνεχίζω να μην είμαι. Δε με αφορά κιόλας μία τέτοια βεβαιότητα. Το πιο σημαντικό για μένα είναι να κάνω αυτό που θέλω κάθε εποχή, στο εδώ και τώρα που βρίσκομαι κάθε φορά. Σίγουρα τα πράγματα ήταν πιο δύσκολα όταν μετά τις Τρύπες ετοιμάζαμε τους Επισκέπτες και τις Ανάσες των Λύκων με τον Βελιώτη, όλες αυτές τις συνεργασίες. Από πού θα μπορούσα δηλαδή τότε να αντλήσω σιγουριά, κάνοντας και πράγματα τόσο διαφορετικά από τις Τρύπες; Από πού κι ως πού να ήμουν σίγουρος ότι θα μπορούσαν να πάνε καλά, ότι θα υπήρχε πολύς κόσμος για να με στηρίξει; Ήξερα, βέβαια, ότι όπως και να γινόταν, θα μπορούσα αν μη τι άλλο για πολλά χρόνια να συνεχίσω να παίζω σε χώρους των 200-300 ατόμων. Και αυτό από μόνο του θα μου φαινόταν πολύ γοητευτικό. Θα μπορούσα να συντονιστώ με ένα μικρότερο ακροατήριο με τις αισθητικές επιλογές που είχα κάνει, που δεν ήταν και εύκολες – ειδικά οι συνεργασίες με τον Βελιώτη. Αλλά και οι Επισκέπτες ήταν ένα τολμηρό εγχείρημα γιατί είχαν μπει στο λούκι 15 άτομα, ξέρω γω. Απλά ήλπιζα, λοιπόν, ότι θα μπορέσουμε να επιβιώσουμε, και βιολογικά αλλά κυρίως καλλιτεχνικά, κάνοντας αυτό που θέλουμε. Και ψυχολογικά, βέβαια, γιατί είναι πολύ δύσκολο να κουμαντάρεις μια ολόκληρη ορχήστρα και όχι μία απλή μπάντα. Οπότε κάθε φορά ξεκινάμε και βλέπουμε πού θα πάει. Πες ότι δεν πηγαίνανε οι Επισκέπτες κι ότι εγώ είχα ανοιχτεί και υπήρχε κόσμος ξεκρέμαστος μετά από τόσες ηχογραφήσεις και πρόβες. Ε λοιπόν, το πολύ πολύ να χρειαζόταν να πουλήσω το σπίτι μου. Σημασία όμως είχε η φόρα, η καύλα, να κάνουμε αυτό που θέλαμε. Εντάξει, σίγουρα μετά από δέκα χρόνια – τόσα κλείνει τώρα η φάση μετά τις Τρύπες – ένιωσα κάπως πιο ήσυχα. Αλλά επί της ουσίας, πάντα ξεκινάω από την αρχή. Ξέρεις, όλα αυτά τα χρόνια, πολλές φορές βγήκα προς τα έξω ως στριφνός, γιατί όποτε ήθελα μίλησα επικριτικά για τον χώρο, τους ανθρώπους του και την αισθητική τους. Αλλά και για την πολιτική. Ήταν και λίγο ρίσκο γιατί πολλοί έβγαιναν και μου έλεγαν “τι τα λες τώρα αυτά, νομίζεις ότι μόνο εσύ αξίζεις;”. Δε σταμάτησα, όμως, ποτέ να λέω τη γνώμη μου. Γιατί για μένα το ότι επιβιώνουμε, το ότι υπάρχει κόσμος που μας ακούει ακόμη, το θεωρώ ευλογία, γιατί εν πάση περιπτώσει με κάποιο τρόπο έχω ακόμη τη δυνατότητα να κάνω ό,τι μου κατεβαίνει. Δεν είναι μικρό πράγμα αυτό. Όχι, καθόλου. Το ότι η Γελαστή Ανηφόρα, ας πούμε, έχει πάει τόσο καλά, ενώ δεν το περίμενα καθόλου, σε τέτοιες εποχές, είναι σχεδόν παλαβό.
Πάνω που όπως λες κι εσύ συμπληρώθηκε η πρώτη «μετά-Τρύπες» δεκαετία σου, κυκλοφόρησες ένα δίσκο (Γελαστή Ανηφόρα), που τουλάχιστον στα δικά μου αυτιά ακούγεται σχεδόν εξίσου «δύσκολος» και πειραματικός δίσκος με τις Ανάσες των Λύκων. Ίσως. Δεν έγινε όμως βάσει σχεδίου. Όπως σου είπα, κάνουμε κάθε φορά αυτό που μας βγαίνει. Εκεί με έβγαλε, λαμβάνοντας υπ’ όψιν ότι πια υπήρχαν λιγότερα όργανα γιατί οι Επισκέπτες δε γινόταν να επιβιώσουν.
Και με την All Together Now συνεχίζετε απτόητοι ένα σερί πολύ εκλεκτικών κυκλοφοριών. Έχουμε κατά κάποιο τρόπο περιχαρακωθεί αισθητικά, κι ας φαινόμαστε λίγο στριφνοί, απόλυτοι, αγύριστα κεφάλια. Αλλά έχουμε μία αισθητική, μία ηθική και μία ψυχολογία που υπερασπιζόμαστε. Και μία ιδέα για το τι θεωρούμε συντροφιά, δημιουργικότητα, μνήμη, μουσική.
Δε με αφορά ο χρυσαυγίτης που είναι θαμμένος στα υπόγεια του υποσυνείδητου και των βασικών ενστίκτων, που είναι πληγωμένος και μπορεί να παρασυρθεί. Δε νομίζω ότι μπορώ να κάνω κάτι γι’ αυτόν. Ίσως να μπορώ να κάνω κάτι για τους ανθρώπους που είναι λίγο πιο ανήσυχοι, που με τον τρόπο τους μπορούν να αναπτυχθούν, ώστε να γίνει αυτή η κοινωνία λίγο περισσότερο ευαισθητοποιημένη, λίγο πιο έξυπνη, ώστε να προσπεράσει η ίδια η ιστορία το φαινόμενο των φασιστών.
Μπαίνεις ποτέ σε μια λογική σύγκρισης ανάμεσα στο πώς μπορεί να βιώνουν οι πιτσιρικάδες την εκάστοτε «σημερινή» πραγματικότητα, που εσύ βιώνεις ως μεγάλος άνθρωπος πια, σε σχέση με το πώς αντιμετώπιζε η γενιά σου την πραγματικότητα, την εποχή που ξεκινούσαν κάτι υπέροχα ταξίδια σαν αυτό που κάνατε με τις Τρύπες; Η εμπειρία μας όλα αυτά τα χρόνα και σε αυτή τη χώρα που μας έτυχε να ζήσουμε, είναι ότι κινούμαστε σε μία κοινωνία που ανέκαθεν ήταν νεοφοβική. Εντάξει, όπως έχω ξαναπεί, κι εμείς ορμάγαμε πάνω στα ντουβάρια, αλλά τουλάχιστον βγήκε μια άκρη. Ανοίχτηκαν μερικές τρύπες. Δεν είμαι απαισιόδοξος, αλλά είναι δύσκολη η ατμόσφαιρα μέσα στην οποία δουλεύουμε. Σχεδόν ανθυγιεινή και επικίνδυνη. Αλλά αν κάποιος έχει πείσμα, όραμα, είναι φορτισμένος θετικά, θα βγάλει μια άκρη. Νομίζω ότι ακόμη και σήμερα βλέπω πιτσιρικάδες που μπορούν να πάνε λίγο κόντρα στο ρεύμα. Έχει χάσει πια και τη δύναμη που είχε η τηλεόραση, υπάρχει το internet, δηλαδή δεν υπάρχουν δικαιολογίες του στιλ «δεν έχω την πληροφορία που θέλω». Αλλά χρειάζεται να ξέρουμε τι θέλουμε και τι δε θέλουμε, που είναι πιο σημαντικό. Όπως και το πού μπορούμε να ψάξουμε για να βρούμε αυτό που ελπίζουμε ότι μπορούμε να βρούμε. Να φύγουμε λίγο από τον «κύκλο». Να βρούμε την ευτυχία, υπό την έννοια ότι είναι η χαρά, η δημιουργία, η συντροφικότητα, το να υπάρχεις και να λειτουργείς μέσα σε ομάδες με ωραία οράματα και εντάσεις. Όλο αυτό το πράγμα που το mainstream στην Ελλάδα πάντα φοβόταν και από ανοησία το πολεμούσε.
Εσύ ακόμη και σήμερα νιώθεις απέναντι σε αυτό το mainstream, όπως λες; Πάντα ήθελα να το κάνω διαφορετικά. Πάντα πίστευα ότι το μυαλό μας μπορεί να πάει πολύ καλύτερα. Πάντα πίστευα ότι η κοινωνία θα μπορούσε να είναι πιο ανοιχτή, πιο ελεύθερη και με μεγαλύτερο ουρανό αισθητικών επιλογών, να προχωράει. Βέβαια αυτή η ιστορία πάντα ήταν υπόθεση λίγων. Δε μπορώ, όμως, να πω ότι στις κατά καιρούς δύσκολες επιλογές που έκανα, ξέμεινα είτε από ακροατήρια είτε από ανθρώπους που θα μπορούσαν να συντονιστούν με αυτές. Νομίζω ότι δίνουμε ένα σήμα αισιοδοξίας. Ότι παιδιά κάντε αυτό που έχετε μέσα σας, μη φοβάστε, πάτε λίγο κόντρα στα πράγματα, σπάστε αυτά τα στεγανά. Υπάρχει κόσμος να επικοινωνήσει μαζί σας. Κάντε το αλλιώς.
Σήμερα πάντως που υποτίθεται ότι έχει αποκαθηλωθεί συλλήβδην όλη η ιστορία του lifestyle, έστω και για λάθος λόγους κατά τη γνώμη μου, μήπως κινδυνεύουμε να φτάσουμε στο άλλο άκρο, να οδηγηθούμε σε μία εξύμνηση της φέτας και του ταβερνείου ως σύμβολα εθνικής αξιοπρέπειας; Δεν ξέρω πραγματικά κατά πόσο αλλάζουν τα πράγματα. Κι εγώ, κάτω από αυτές τις ακραίες συνθήκες που ζούμε πια, πίστευα ότι όλο και περισσότεροι άνθρωποι θα αναγκάζονταν να πετάξουν μάσκες, να κοιταχτούν πιο καθαρά στον καθρέφτη. Περίμενα μεγαλύτερη αυτοκριτική. Να δούμε τι πραγματικά μας αρρώσταινε όλα αυτά τα χρόνια, τι μας έφερε ως εδώ. Αντ’ αυτού βλέπω ότι αλλάζει ο Μανωλιός και φοράει τα ρούχα του αλλιώς. Δηλαδή οι ίδιοι άνθρωποι καλλιτεχνικά και πολιτικά, όλοι αυτοί που φέρανε αυτό το χάος κι αυτή την καταστροφή στον τόπο, οι ίδιοι φοράνε καινούρια ρούχα και το παίζουν είτε σωτήρες, είτε επαναστάτες. Δηλαδή η συντήρηση βρίσκει πάλι έναν τρόπο να μας κρατάει γειωμένους.
Οπότε πώς αντιπαρερχόμαστε σε όλο αυτό; Με εσωστρέφεια, δημιουργώντας μικρές δημιουργικές κοινότητες ή και σ’ αυτό υπάρχει ο κίνδυνος του αυτισμού; Δεν ξέρω ρε γαμώ το. Νιώθω πάντως ότι αυτά τα πράγματα θα έπρεπε να συμβαίνουν από την εποχή που υποτίθεται ότι περνούσαμε καλά. Ούτε τότε ο μέσος Έλληνας έβλεπε ότι πάει στο γκρεμό με αυτή τη λογική του «φροντίζω για τον εαυτό μου, δε μ’ ενδιαφέρει τίποτα, αρκεί να έχω έναν πολιτικό που θα μου κάνει ένα ρουσφετάκι». Τώρα γκρεμίστηκε όλη αυτή η εικόνα. Παρ’ όλα αυτά, τίποτα δεν προχωράει και πάλι. Εντάξει, ναι, μετά φτάνεις να υμνείς τη φέτα ή το ταβερνείο ενώ όλο το πράγμα θα μπορούσε να μας σπρώξει, να πάμε στον ουρανό και να αντλήσουμε καινούριες ιδέες, να φτιάξουμε καινούρια μυαλά. Αλλά δε βλέπω πουθενά καμιά διάθεση αυτοκριτικής. Η Αριστερά, ας πούμε, χωρίς αυτοκριτική, είναι σαν τους χριστιανούς χωρίς αγάπη. Εντάξει, καταλαβαίνω ότι ο κόσμος είναι στα χαμένα. Έχουμε τρίτο και τέταρτο κόμμα τη Χρυσή Αυγή και το Ποτάμι. Είναι όλα τόσο απογοητευτικά, τόσο αδιεξοδικά, που έχει μπλοκάρει ο κόσμος ανάμεσα στο να εκτονωθεί βίαια ή να παραδοθεί άνευ όρων. Λες και δεν υπάρχει εκεί, ανάμεσα σε αυτά τα δύο, κάτι άλλο. Η σκέψη, το πνεύμα, η ευτυχία. Και η αυτοκριτική. Επιμένω σε αυτή τη λέξη. Συνεχίζεται δυστυχώς αυτό το μίζερο παιχνίδι της ανημποριάς και της υποδούλωσης.
Η εμπειρία μας όλα αυτά τα χρόνια, σε αυτή τη χώρα που μας έτυχε να ζήσουμε, είναι ότι κινούμαστε σε μία κοινωνία που ανέκαθεν ήταν νεοφοβική. Δεν είμαι απαισιόδοξος, αλλά είναι δύσκολη η ατμόσφαιρα. Σχεδόν ανθυγιεινή και επικίνδυνη. Αλλά αν κάποιος έχει πείσμα, όραμα, είναι φορτισμένος θετικά, θα βγάλει μια άκρη.
Ξέρω κάποιους που ξενέρωσαν πάρα πολύ όταν αντέδρασες στο «φασίστες κουφάλες έρχονται κρεμάλες», σε εκείνη τη συναυλία, στο θέατρο Βράχων. Ξέρω κι άλλους που αντέδρασαν μετά τις ανοιχτές επιστολές που είχες γράψει για τον Κωστόπουλο και τον Νταλάρα. Κάτι τέτοιες στιγμές σκέφτεσαι ποτέ «τι γίνεται ρε γαμώ το, δε με ξέρουν καθόλου τόσα χρόνια πια;». Το λέω αυτό γιατί κάποιος που έχει διαβάσει με μία στοιχειώδη προσοχή τη στιχουργική σου εδώ και τριάντα χρόνια, κινήσεις σαν κι αυτές δε θα έπρεπε να τον εκπλήσσουν. Καταλαβαίνω τι λες και σ’ ευχαριστώ που το λες, αλλά είμαι πάντα έτοιμος να παρεξηγηθώ. Πιστεύω όμως ότι υπάρχει ένα μεγάλο μέρος του κόσμου που μπορεί να μην κάνει τόση φασαρία, ότι υπάρχουν πολλά παιδιά που καταλαβαίνουν ακριβώς τι γίνεται, τι λέω. Καλό είναι πάντως, που και που να κοιτάμε λίγο προς τα μέσα μας. Λύση δε θα είναι ποτέ να κοιτάμε προς τα κάτω. Πάντα θα υπάρχουν άνθρωποι παραδομένοι στα βασικά ένστικτά τους. Παγιδευμένοι και παραπληροφορημένοι, γιατί έτσι κι αλλιώς ζούμε σε μια χώρα όπου η παιδεία ποτέ δε στάθηκε σε ένα ανθρώπινο ύψος, μόνο παραμόρφωνε τα πράγματα. Γι’ αυτό οι άνθρωποι πρέπει να ευαισθητοποιούνται από μόνοι τους ώστε να βρίσκουν τρόπους και να αναλαμβάνουν από μόνοι τους την καλλιέργειά τους και την παιδεία τους. Πρέπει να καταλάβουμε ότι η επανάσταση είναι μέσα στον τρόπο που εμείς έχουμε για να κοιτάξουμε τον κόσμο ξανά. Δε με αφορά ο χρυσαυγίτης που είναι θαμμένος στα υπόγεια του υποσυνείδητου και των βασικών ενστίκτων, που είναι πληγωμένος και μπορεί να παρασυρθεί. Δε νομίζω ότι μπορώ να κάνω κάτι γι’ αυτόν. Ίσως να μπορώ να κάνω κάτι για τους ανθρώπους που είναι λίγο πιο ανήσυχοι, που με τον τρόπο τους μπορούν να αναπτυχθούν, ώστε να γίνει αυτή η κοινωνία λίγο περισσότερο ευαισθητοποιημένη, λίγο πιο έξυπνη, ώστε να προσπεράσει η ίδια η ιστορία το φαινόμενο των φασιστών.
Πιστεύεις ότι βρισκόμαστε πλέον σε μια τροχιά αναστροφής όλης αυτής της έκρηξης της ακροδεξιάς, ειδικά μετά τις συλλήψεις των Χρυσαυγιτών, ή όλο αυτό δε θα έχει κανένα ουσιαστικό αποτέλεσμα; Μωρέ ακροδεξιά πάντα υπήρχε στην Ελλάδα, είτε κρυβόταν πίσω από τη Νέα Δημοκρατία είτε ακόμη και πίσω από το ΠΑΣΟΚ. Απλά τώρα επειδή κατέρρευσαν αυτά τα δύο κόμματα στη συνείδηση του κόσμου και υποτίθεται ότι όλοι κατάλαβαν που μας έχουν φέρει, άσχετα με το αν ακόμη αυτά τα δύο κόμματα συνεχίζουν να μας κοροϊδεύουν, ανέβηκε η ακροδεξιά και με τη βούλα. Θέλω να πιστεύω ότι ο χρόνος θα βοηθήσει ώστε να ξεπεραστεί αυτή η μαυρίλα.
Στο «Ποτάμι» από τον τελευταίο σου δίσκο, λες σε κάποιο σημείο: «όσο κοιμάμαι αυτοί μοιράζουν τα χαρτιά». Τελικά με όρους άλλων παίζεται το παιχνίδι; Κοίτα, το «Ποτάμι» είναι ένα τραγούδι που παίζει ανάμεσα στο ερωτικό και στο κοινωνικό. Δεν ξέρεις αν μιλάει για έρωτα ή για την πολιτική και τον τρόπο που θα μπορούσαμε να αντιδράσουμε. Προτιμώ να το αφήσω έτσι. Ας βγάλει ο καθένας το πόρισμά του. Πολλές φορές, όμως, δε νιώθουμε ότι κάπου αλλού παίζονται οι τύχες μας και όχι στο δικό μας μυαλό ή στη δικιά μας βούληση;
«Και ο πιο μεγάλος φόβος μου φοβάται, μη και δεν τον φοβηθώ». Αυτό το παλιό σου στιχάκι, ειδικά μετά από τόσα σούρτα-φέρτα στην Κρήτη, είναι κάτι σαν τη δική σου απόδοση στο γνωστό στιχάκι του Καζαντζάκη; Δεν το χω σκεφτεί έτσι. Νομίζω ότι αυτό που λέει, είναι αυτό που λέει. Ναι, θα μπορούσε να ισχύει αυτό που λες. Ποιος ξέρει;


ΠΗΓΗ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Το Loutraki One σέβεται όλες τις απόψεις, αλλά προτιμά τα Eλληνικά και όχι τα greeklish, το χιούμορ και όχι τις ύβρεις.

Επειδή το Loutraki One πιστεύει στη δύναμη του διαλόγου, αλλά όχι στην εμπαθή και στείρα αντιπαράθεση μόνο για το θεαθήναι, διατηρεί το δικαίωμά του να μην αναρτά σχόλια που είναι υπέρ το δέον υβριστικά ή άσχετα με το άρθρο, που αναφέρονται σε προσωπικά δεδομένα τoυ αρθρογράφoυ ή που δεν περιέχουν το e-mail του αποστολέα. Tο email των αποστολέων σχολίων δεν εμφανίζεται δημόσια.