Γερμανική επίδειξη δύναμης μέσω της «τραπεζικής ένωσης»

Του Λεωνίδα Βατικιώτη
«Το συνηθισμένο επιχείρημα των οικονομολόγων της ελεύθερης αγοράς πως επιδιώκουν να θωρακίσουν τις αγορές από πολιτικά υποκινούμενες κυβερνητικές παρεμβάσεις είναι εσφαλμένο. 
Οι κυβερνήσεις εμπλέκονται πάντα και οι υπέρμαχοι της ελεύθερης αγοράς έχουν πολιτικά κίνητρα όπως όλοι. 
Αν ξεπεράσουμε τον μύθο ότι υπάρχει αντικειμενικά ορισμένη “ελεύθερη αγορά” θα έχουμε κάνει το πρώτο βήμα για να κατανοήσουμε τον καπιταλισμό».
Η συγκεκριμένη αλήθεια («δεν υφίσταται ελεύθερη αγορά») είναι η πρώτη από τις «23 αλήθειες που δεν μας λένε για τον καπιταλισμό» όπως είναι ο τίτλος του βιβλίου του Χα-Τζουν Τσανγκ (εκδ. Καστανιώτη), που έχει γνωρίσει μεγάλη
εμπορική επιτυχία σε όλο τον κόσμο και την Ελλάδα. 
Η ισχύς της συγκεκριμένης αλήθειας, ωστόσο, αν χρειαζόταν χρόνο για να αποδειχθεί την εποχή της λεγόμενης ευφορίας (που και τότε βέβαια δεκάδες χιλιάδες Έλληνες δεν είχαν λεφτά για διακοπές), στις μέρες μας, στα χρόνια της κρίσης δεν απαιτείται κι ιδιαίτερος κόπος. 
Μια σειρά από ωμές κυβερνητικές – πολιτικές αποφάσεις αποδεικνύουν καθημερινά ότι το κράτος κι οι κάθε λογής έξωθεν παρεμβάσεις δεν είναι πολέμιος, αλλά ο καλύτερος φίλος που είχε ανέκαθεν το «αόρατο χέρι της αγοράς». Μάρτυρας είναι ο νομοθετικός οργασμός που χαρακτηρίζει τη ζωή της Βουλής την τελευταία τριετία με νόμους που ξεκινούν από την λεγόμενη απελευθέρωση των κλειστών επαγγελμάτων και φτάνουν στην κατάργηση των συλλογικών διαπραγματεύσεων, διευκολύνοντας την δράση της αγοράς.
Από τον κανόνα της πρωτοκαθεδρίας της πολιτικής επί της οικονομίας, με την σύμφωνη γνώμη της τελευταίας, δεν θα μπορούσε να εξαιρείται ο τραπεζικός τομέας. Όσοι πίστευαν ότι οι τραπεζικές καταθέσεις αποτελούν ιερό κι απαραβίαστο όρο κάθε σύγχρονης οικονομίας δέχθηκαν το πρώτο σοκ τον Μάρτιο του 2013 όταν το συμβούλιο των υπουργών Οικονομικών της ευρωζώνης (Γιούρογκρουπ), με αφορμή την «διάσωση» της Κύπρου, αποφάσισε την κατάσχεσή τους. 
Η απόφαση με την οποία οι καταθέτες μετατράπηκαν σε μετόχους αναλαμβάνοντας το κόστος διάσωσης των χρεοκοπημένων τραπεζών, χωρίς φυσικά να έχουν εκ των προτέρων ερωτηθεί ή έστω εγκαίρως ενημερωθεί, αποτελεί ιστορική τομή στα τραπεζικά πράγματα γιατί αλλάζει εκ θεμελίων την φύση των τραπεζικών καταθέσεων, εισάγοντας την αβεβαιότητα. Την πρώτη φορά από το παράθυρο. Είμαστε μάλιστα υποχρεωμένοι στους Κυπρίους (κι ας έμεινε το όχι τους μισό) καθώς αν δεν είχε μεσολαβήσει η αντίστασή τους στην απόφαση του Γιούρογκρουπ είναι πολύ αμφίβολο αν θα ετίθετο η διαχωριστική γραμμή των «ασφαλισμένων καταθέσεων» όπως χαρακτηρίζονται αυτές που η αξία τους δεν ξεπερνάει τα 100.000 ευρώ κι οι οποίες έγιναν σεβαστές με την δεύτερη απόφαση του Γιούρογκρουπ.
Το δεύτερο σοκ για όσους θεωρούσαν ιερό κι απαραβίαστο όριο τις τραπεζικές καταθέσεις ήλθε με την απόφαση του Συμβουλίου υπουργών Οικονομικών της ΕΕ (Εκοφίν) στις 27 Ιουνίου. Μια απόφαση που ως πεδίο ισχύος είχε τις 27 χώρες της ΕΕ κι όχι μόνο τις 17 χώρες της ευρωζώνης, που από την 1η Ιανουαρίου του 2014 θα γίνουν 18 με την προσθήκη της Λετονίας. Έτσι από την πόρτα (κι όχι από το παράθυρο πλέον) οι διαβεβαιώσεις πλήθος ευρωπαίων κι άλλων αξιωματούχων (με κορυφαία την διευθύντρια του ΔΝΤ, Κριστίν Λαγκάρντ) πως η Κυπριακή συνταγή δεν θα αποτελέσει προηγούμενο για την επίλυση κι άλλων κρίσεων αποδείχτηκε …αέρας κοπανιστός. Η κατάσχεση καταθέσεων πλέον θεσμοθετήθηκε και κανείς δεν μπορεί να εγγυηθεί πως αν η αρπαγή καταθέσεων άνω των 100.000 ευρώ (των λεγόμενων ανασφάλιστων) δεν αρκέσει για την διάσωση των τραπεζών, τότε δεν αποκλείεται το ρόλο της Ιφιγένειας να παίξουν κι οι καταθέσεις κάτω των 100.000 ευρώ. Χρήματα δηλαδή που αποτελούν οικονομίες ανθρώπων του μεροκάματου…
ΦΥΓΗ ΚΑΤΑΘΕΣΕΩΝ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑ ΤΗΣ ΕΥΡΩΖΩΝΗΣ
Η απόφαση του Εκοφίν για τις αποταμιεύσεις, που λήφθηκε στο πλαίσιο της προώθησης της τραπεζικής ένωσης, είναι εμφανές ότι θα αλλάξει άρδην την γεωγραφία των τραπεζικών καταθέσεων στην ευρωζώνη. Ποιοί καταθέτες κι ειδικότερα επιχειρήσεις που συνήθως διατηρούν λογαριασμούς με μεγαλύτερα υπόλοιπα κι έχουν το προνόμιο της ευελιξίας θα συνεχίσουν να επιλέγουν ελληνικές, ιταλικές ή ισπανικές τράπεζες όταν ξέρουν πως κινδυνεύουν ανά πάσα στιγμή να χάσουν κι αυτά τα λίγα ρευστά διαθέσιμα που καταφέρνουν να διαθέτουν παρά την οικονομική κρίση; Από τη στιγμή που είναι γνωστό ότι μετά τους μετόχους και τους ομολογιούχους σειρά έχουν οι καταθέτες να σηκώνουν το βάρος της διάσωσης, τι πιο φυσιολογικό από μια μαζική μετακίνηση καταθέσεων σε γερμανικές και γενικότερα βορειοευρωπαϊκές τράπεζες; Η συγκεκριμένη απόφαση μάλιστα δεν αποκλείεται να τροφοδοτήσει κι ένα κύμα εξαγορών κι συγχωνεύσεων στον τραπεζικό τομέα με πρωτοβουλία χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων των «ασφαλών χωρών» που στο εξής θα έχουν επιπλέον λόγους για να εισέλθουν στις περιφερειακές χώρες, αλώνοντας τις τραπεζικές τους αγορές κι επιβάλλοντας μια βίαιη διεθνοποίηση.
Οι απώλειες που καταγράφουν τα τραπεζικά ιδρύματα των χωρών της περιφέρειας της ευρωζώνης περιγράφηκε πολύ παραστατικά σε ρεπορτάζ της βρετανικής εφημερίδας Financial Times της 1ης Ιουλίου, το οποίο εξετάζει την κινητικότητα που ήδη παρατηρείται μεταξύ των ξένων καταθετών, που έχουν την μεγαλύτερη ελευθερία να επιλέξουν το χρηματοπιστωτικό ίδρυμα της αρεσκείας τους χωρίς να δεσμεύονται από την εντοπιότητα ή άλλα εμπόδια. Υπ’ αυτή την έννοια αποτελούν ευαίσθητο σεισμογράφο. Η μέχρι στιγμής τάση μπορεί να χαρακτηριστεί ως φυγή κεφαλαίων. 
Συγκεκριμένα από την χρονική στιγμή που καταγράφτηκε η υψηλότερη συμμετοχή καταθέσεων από το εξωτερικό στο σύνολο των καταθέσεων μέχρι το πρώτο τρίμηνο του 2013 στην Ιρλανδία (που η συμμετοχή ρεκόρ σημειώθηκε το τέταρτο τρίμηνο του 2008) έχει παρατηρηθεί έξοδος 379,2 δις. ευρώ ή 61,8%, στην Κύπρο (με σημείο υψηλότερης συμμετοχής το δεύτερο τρίμηνο του 2010) η έξοδος ανέρχεται σε 47,1 δις. ευρώ ή 51,5%, στην Ελλάδα (σε σχέση με το δεύτερο τρίμηνο του 2010) τον δρόμο της εξόδου ακολούθησαν κεφάλαια ύψους 63,6 δισ. ευρώ ή 47,9%, στην Πορτογαλία (σε σύγκριση με το τέταρτο τρίμηνο του 2007) την έξοδο ακολούθησαν 75,1 δις. ευρώ ή 46,2% του συνόλου, στην Ιταλία (σε σχέση με το τρίτο τρίμηνο του 2008) 196,1 δισ. ευρώ ή 36,5% και, τέλος, στην Ισπανία (με χρονικό σημείο σύγκρισης το τρίτο τρίμηνο του 2008) τα ξένα κεφάλαια που «μετανάστευσαν» ανέρχονται σε 178 δις. ευρώ ή 32,2% του συνόλου. Η τάση εγκατάλειψης των τραπεζών της περιφέρειας θα επιταθεί με την απόφαση γενίκευσης του κυπριακού μοντέλου. «Περιμένω πως η τάση για τις επιχειρήσεις θα είναι να τηρούν τα μετρητά τους σε μεγάλα, συστημικά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα των χωρών του κέντρου όπως η Γαλλία ή η Γερμανία», αναφέρει στην βρετανική εφημερίδα στέλεχος εταιρείας διαχείρισης επενδυτικών κεφαλαίων. Κι η ίδια η εφημερίδα αναφέρει για την απόφαση του Εκοφίν: «Στις εταιρείες με καταθέσεις στην Ελλάδα, την Πορτογαλία και την Ισπανία είναι πιθανό να προκαλέσει καινούργια νευρικότητα».
Ωστόσο, η απόφαση για αρπαγή των καταθέσεων δεν είναι κι η μοναδική που δείχνει ότι στο πλαίσιο της προωθούμενης τραπεζικής ένωσης μερικές χώρες είναι πιο …ίσες από άλλες. Το κατέστησε σαφές ο ίδιος ο υπουργός Οικονομικών του Τέταρτου Ράιχ, Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, που την Πέμπτη 18 Ιουλίου επισκέφθηκε την Αθήνα επιβραβεύοντας έτσι τον Αντώνη Σαμαρά για την προθυμία του να υλοποιεί τις οδηγίες των δανειστών και φυσικά για να προωθήσει τα γερμανικά συμφέροντα και να ενημερώσει σχετικά με τη νέα αναδιάρθρωση του ελληνικού δημόσιου χρέους, που θα αρχίσει να τροχοδρομείται μετά τις γερμανικές εκλογές, στις 22 Σεπτεμβρίου. 
Όλο το τελευταίο χρονικό διάστημα ο γερμανός υπουργός Οικονομικών δεν παραλείπει να υπογραμμίζει ότι η συμμόρφωση στις συλλογικές αποφάσεις δεν αφορά την …Γερμανία. Στο επίκεντρο της αντιπαράθεσης βρίσκεται ένας μηχανισμός (Single Resolution Mechanism) αποτελούμενος από 300 περίπου τεχνοκράτες και με διαθέσιμα κεφάλαια ύψους 60 δισ. ευρώ, ο οποίος θα επιβλέπεται από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και ως αποστολή του θα έχει την επίβλεψη των 150 έως 6.400 περίπου μεγάλων τραπεζών της ΕΕ. Ειδικότερα, στο κέντρο της προσοχής του θα βρίσκεται η αποτροπή τυχόν τραπεζικών καταρρεύσεων που θα προκαλούσαν ζημιές στους φορολογούμενους και τα δημόσια οικονομικά των κρατών όπου έχουν την έδρα τους. Το αρχικό σχέδιο προβλέπει να αρχίσει την λειτουργία του τον Ιανουάριο του 2015. Ένα τέτοιο πλαίσιο δράσης ποιόν μπορεί να βρει αντίθετο;
ΥΠΟΚΡΙΣΙΑ ΤΟΥ ΤΕΤΑΡΤΟΥ ΡΑΙΧ
Ο διάβολος όμως, ως συνήθως, βρίσκεται στις λεπτομέρειες. Κι επί του προκειμένου οι λεπτομέρειες αφορούν το ποιος θα αποφασίζει για τις τράπεζες για παράδειγμα που πρέπει να κλείσουν στην περίπτωση που η κεφαλαιακή τους επάρκεια κρίνεται προβληματική. Κι εδώ η Γερμανία αυτό που θέλει να αποκλείσει είναι να υπάρξει ένα μη Γερμανικό σώμα, ακόμη κι ένα σώμα τεχνοκρατών που έχει συγκροτηθεί κατόπιν συλλογικών αποφάσεων, το οποίο μπορεί κάποια στιγμή να αποφασίσει ότι 1 ή περισσότερες από τις 400 τοπικές τράπεζες – ταμιευτήρια που θα ενταχθούν στο μικροσκόπιο των ελεγκτών θα πρέπει να κλείσουν! Το επιχείρημα που επικαλέστηκε ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών ήταν πως στις υπάρχουσες συνθήκες που ορίζουν την λειτουργία της Ένωσης πουθενά δεν προβλέπεται τέτοιος συγκεντρωτισμός. Θα χρειαστεί επομένως αλλαγή στις συνθήκες της ΕΕ κι αν δεν μεσολαβήσει συνταγματική μεταρρύθμιση δεν δικαιούται να έχει κανένας θεσμός άποψη για τις τράπεζες της Γερμανίας, παρεκτός των γερμανικών!
Εδώ δεν μπορεί να περάσει απαρατήρητη η υποκρισία του Τέταρτου Ράιχ, καθώς όταν πρέπει να επιβάλλει την κυριαρχία του στην υπόλοιπη Ευρώπη δεν έχει κανέναν ηθικό ενδοιασμό να κάνει τις υπάρχουσες συνθήκες …λάστιχο. Όταν όμως πρέπει να διασφαλίσει την δική του κυριαρχία κι επί της ουσίας να συνεχίσει να κρατά ως επτασφράγιστο κι αυστηρά εθνικό μυστικό το μαύρο χάλι των τραπεζών του, τότε το Βερολίνο οδηγεί την τυπολατρία στα άκρα και κρύβεται πίσω απ’ αυτήν. Οι γερμανοί τραπεζίτες δεν διστάζουν να φτάσουν την σύγκρουση στα άκρα στην προσπάθειά τους να απαγορεύσουν την παρέμβαση τρίτων στα εσωτερικά τους. Διεθνή αίσθηση για παράδειγμα προκάλεσαν τα λόγια του επικεφαλής της ένωσης τραπεζιτών της Βαυαρίας, Στέφαν Γκετζλ, ο οποίος σύμφωνα με τους Financial Times στις 12 Ιουλίου παρομοίασε την ΕΕ με τους Ναζί συγκρίνοντας την πρόταση επίβλεψης των τραπεζών με τους καταναγκαστικούς νόμους του 1933!
Το συμπέρασμα είναι πως η Γερμανία έχει το δικαίωμα να επιβάλλει καταναγκαστικούς νόμους στα άλλα κράτη μέλη της ΕΕ. Αυτά όμως δεν έχουν δικαίωμα να ζητούν την ισότιμη μεταχείρισή της Γερμανίας.
Εν κατακλείδι, η αντιπαράθεση που ξέσπασε έχει μέχρι στιγμής οδηγήσει σε μια μετάθεση των σχετικών αποφάσεων για το απώτερο μέλλον, καθώς όλοι ομολογούν ότι οι συνταγματικές αλλαγές τις οποίες θέτει ως προϋπόθεση η κυβέρνηση της Μέρκελ είναι εξαιρετικά χρονοβόρες. Η προηγούμενη εμπειρία (με το Ευρωσύνταγμα πχ) κάνει βέβαιο ότι ενδέχεται να απαιτηθούν ακόμη και δέκα χρόνια μέχρι η νέα συνθήκη να ψηφιστεί απ’ όλα τα κράτη μέλη. Το ρευστό δε και αβέβαιο σύγχρονο πολιτικό περιβάλλον δεν επιτρέπει καν να ανοίξει το σχετικό θέμα, μιας και μπορεί να λειτουργήσει σαν την βαλβίδα που θα απασφαλίσει όλες τις αντιθέσεις, ανατρέποντας λεπτές ισορροπίες.
Στο πλαίσιο αυτής της θεμελιακά άνισης σχέσης που διαμορφώνεται στο εσωτερικό της τραπεζικής ένωσης, η Αγγλία αποκτά έναν εγγενώς συμπληρωματικό ρόλο, που εκ των πραγμάτων δίνει επιπλέον ώθηση στις φωνές που ζητούν την έξοδο από την ΕΕ, το λεγόμενο …Br-exit. Έτσι, ο ίδιος ο επίτροπος, για θέματα εσωτερικής αγοράς και υπηρεσιών, Μισέλ Μπαρνιέ που καταπίνει την μια μετά την άλλη τις προσβολές και τα τελεσίγραφα του Βερολίνου, κατά την επίσκεψή του στο Λονδίνο στις 12 Ιουλίου, προειδοποίησε την Αγγλία να μην ζητήσει καμία εξαίρεση από τους γενικούς κανόνες που θα ισχύουν για τον χρηματοπιστωτικό τομέα σε όλη την ΕΕ. «Εξ ορισμού δεν μπορούν να υπάρχουν δύο ενιαίες αγορές», ήταν τα λόγια του όπως τα μετέφερε η International Herald Tribune το Σαββατοκύριακο 13-14 Ιουλίου 2013, «μία για τις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες και μία για την υπόλοιπη οικονομία. Μία για το Σίτυ και μία για την υπόλοιπη ΕΕ». 
Και συνέχισε ο ευρωπαίος επίτροπος: «Ο επαναπατρισμός της πλήρους ευθύνης για την πολιτική στις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες θα σήμαινε εγκατάλειψη της ενιαίας αγοράς ως σύνολο και ντε φάκτο της ΕΕ. Πιστεύω ότι το Ηνωμένο Βασίλειο θα έχανε πολλά από τα συμφέροντά του αν έκανε αυτή την επιλογή». Η ευκολία με την οποία ο επίτροπος της ΕΕ χρησιμοποιεί δύο μέτρα και δύο σταθμά για να αξιολογήσει τις ενστάσεις που υπάρχουν μεταξύ Αγγλίας και Γερμανίας προκαλεί δέος!
Η προσπάθεια καθυπόταξης του Λονδίνου, ως χρηματοοικονομικού κέντρου, από την ΕΕ και την Γερμανία δεν είναι άσχετη με την μεγάλη δύναμη που εξακολουθεί να διαθέτει. Μια δύναμη την οποία εποφθαλμιά η Φρανκφούρτη, που θέλει να υποκαταστήσει το Λονδίνο στην ηγεσία του χρηματοπιστωτικού κλάδου. Για να εκτιμήσουμε την επιρροή του αρκεί να αναφέρουμε ότι το Σίτι είναι κάτι πολύ παραπάνω από χρηματοπιστωτικό κέντρο της Βρετανίας. Είναι το σημείο που χτυπάει η καρδιά του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου όλης της Ευρώπης και μπορεί να συγκριθεί μόνο με τη Νέα Υόρκη. Ενδεικτικά: στο έδαφός του διενεργείται το 74% των αγοραπωλησιών ξένου συναλλάγματος της ΕΕ και το 40% των παγκόσμιων πράξεων ανταλλαγής σε ευρώ, ενώ έχει την έδρα του το ενεργητικό του 85% των κεφαλαίων αντιστάθμισης κινδύνου της ΕΕ (International Herald Tribune, 15 Ιουλίου).
ΣΤΗΝ ΑΜΥΝΑ ΤΟ ΛΟΝΔΙΝΟ
Η αλήθεια είναι πώς η Μεγάλη Βρετανία την …πάει την παρακμή και στα χρηματοοικονομικά. Είναι πολύ ενδεικτικό για παράδειγμα το πλήγμα που δέχτηκε με το διατραπεζικό επιτόκιο Libor (London Interbank Offered Rate) που αποτελεί το επιτόκιο αναφοράς για συμβόλαια που σε παγκόσμιο επίπεδο η αξία τους υπερβαίνει τα 350 τρις. δολ. Τα πρώτα δημοσιεύματα στον Τύπο ξεκίνησαν τον Σεπτέμβριο του 2008 και οι πρώτες πλευρές του σκανδάλου, που αφορούσαν μυστικές συνεννοήσεις και χειρισμούς τραπεζών για τον προσδιορισμό του ύψους του, είδαν το φως της δημοσιότητας τον Μάρτιο του 2011, με επίκεντρο την τράπεζα UBS. 
Στην έρευνα αναμίχθηκαν αρχές των ΗΠΑ, της Αγγλίας και της Ιαπωνίας. Τον Ιούνιο του 2012 η τράπεζα Barclays δέχθηκε πρόστιμο ύψους 540 εκ. δολ. αφού παραδέχθηκε δημόσια ότι οι αντικριστές της επιχείρησαν να επηρεάσουν το επιτόκιο. Σύντομα ακόμη κι αυτό το πρόστιμο-μαμούθ ξεπεράστηκε από το πρόστιμο που επιβλήθηκε στις τράπεζες RBS και UBS, με αποτέλεσμα μέχρι στιγμής 3 τράπεζες να πληρώνουν πρόστιμα ύψους 2,6 δις. δολ. Το τελευταίο ως προς το παρόν επεισόδιο στο σκάνδαλο Libor αφορά την εκχώρησή του σε μια εταιρεία με έδρα τη Νέα Υόρκη (NYSE Euronext), ως ένα μέσο για να ανακτήσει το κύρος του, κατόπιν διαγωνισμού που διενήργησε ανεξάρτητη επιτροπή που ορίστηκε από την βρετανική κυβέρνηση στον οποίο συμμετείχαν δύο βρετανικές και μία αμερικάνικη εταιρεία, για να κατοχυρωθεί στην αμερικάνικη…
Ένα επιπλέον θέμα που μεγαλώνει το κενό στα στενά της Μάγχης, απομακρύνοντας την Αγγλία από την ηπειρωτική Ευρώπη, σχετίζεται με τις αμοιβές των τραπεζικών στελεχών. Πρόσφατη απόφαση της ΕΕ που θέτει ένα αυστηρό όριο στις αμοιβές των golden boys εκείνων των τραπεζών που έχουν πάρει κρατική ενίσχυση αντιμετωπίζεται ως κόκκινο πανί στο Σίτι. Το όριο τοποθετείται στο 15πλάσιο του μέσου εθνικού μισθού ή στο 10πλάσιο του μέσου μισθού ενός τραπεζοϋπαλλήλου. Η κριτική που διατυπώνεται είναι πως έτσι ποτέ δεν πρόκειται να προσληφθούν εκείνα τα στελέχη που έχουν την εμπειρία να ξεκολλήσουν τις χρεοκοπημένες τράπεζες από τον βάλτο. Θέση που προφανώς είναι έωλη, αν σκεφτούμε που οδήγησαν στο παρελθόν οι αστρονομικές αμοιβές των τραπεζικών στελεχών.
Η πίεση που ασκούν Βερολίνο και Βρυξέλλες στο Λονδίνο, με αφορμή τα χρηματοπιστωτικά, παίζει τον δικό της ρόλο στην ένταση με την οποία επανέρχεται η συζήτηση για το μέλλον της Αγγλίας στην ΕΕ. Η δέσμευση του σημερινού πρωθυπουργού Ντέιβιντ Κάμερον για διεξαγωγή δημοψηφίσματος μέχρι το 2017, με τις περισσότερες δημοσκοπήσεις που βλέπουν το φως της δημοσιότητας να προεξοφλούν ότι οι ψηφοφόροι θα ψηφίσουν υπέρ της εξόδου της Αγγλίας από την ΕΕ, λειτουργεί σαν καταλύτης. Οι θέσεις των δύο πλευρών συνοψίζονται στα εξής επιχειρήματα: Οι μεν ευρω-σκεπτικιστές αντιμετωπίζουν την ΕΕ και την επιχειρούμενη τραπεζική ένωση ως εμπόδιο στην δυνατότητα του Σίτι να λειτουργήσει ως παγκόσμια χρηματοπιστωτική πρωτεύουσα, ενώ από την άλλη οι οπαδοί της παραμονής στην ΕΕ υποστηρίζουν ότι το Σίτι οφείλει πολλά στην ένταξη του στην ΕΕ, προνόμια που θα χαθούν εν ριπή οφθαλμού αν αποχωρήσει, ακόμη κι αν επιλέξει την θέση που έχει σήμερα η Νορβηγία, στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Ζώνης.
Ωστόσο, όσο λάθος κι αν είναι οι λύσεις που δίνει το Βερολίνο στο ερώτημα της αποτροπής νέων τραπεζικών χρεοκοπιών (κι είναι λάθος υπό την έννοια ότι δεν διασφαλίζουν τον ευρωπαίο πολίτη αλλά την δική του θέση είτε εις βάρος των τραπεζών της περιφέρειας είτε εις βάρος του Σίτι) το ερώτημα παραμένει: Πως θα διασφαλιστεί ότι ένα επόμενο κύμα τραπεζικών χρεοκοπιών δεν θα επιβαρύνει τα δημόσια οικονομικά όπως κατ’ απαράδεκτο και ακραίο τρόπο συνέβη για παράδειγμα στην Ιρλανδία, όπου το κόστος διάσωσης των τραπεζών μετακυλίσθηκε στους φορολογούμενους.
Προβλέψεις για την πορεία της παγκόσμιας οικονομίας


Η αγωνία για την εύρεση μιας μόνιμης λύσης στο πρόβλημα των τραπεζών υπογραμμίζεται κι από την επιδείνωση των προοπτικών μεγέθυνσης της παγκόσμιας οικονομίας όπως υπολογίζονται από το ΔΝΤ και παρουσιάζονται στον πίνακα που παραθέτουμε. Στις γραμμές του διακρίνεται μια αμυδρή προοπτική βελτίωσης για το 2014, εν τούτοις οι προηγούμενες προβλέψεις ήταν πιο αισιόδοξες. Οι τελευταίες εκτιμήσεις περιλαμβάνουν αναθεωρήσεις επί το δυσμενέστερο.
ΠΕΡΙΟΡΙΣΤΕ ΤΗΝ ΚΕΡΔΟΣΚΟΠΙΑ, Η ΜΟΝΗ ΛΥΣΗ
Μια απροσδόκητα προφανής και συνεκτική λύση στον τραπεζικό γρίφο έδωσαν πρόσφατα δύο οικονομολόγοι με ένα βιβλίο που εξέδωσαν το οποίο αργά και σταθερά σκαρφαλώνει στις λίστες των ευπώλητων. Ο τίτλος του είναι «Τα καινούργια ρούχα των τραπεζιτών, Τι πάει στραβά με την τραπεζική και τι πρέπει να κάνουμε γι’ αυτό» και συγγραφείς του η Ανάτ Αντμάτι (καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο του Στάνφορντ) κι ο Μάρτιν Χέλβινγκ (διευθυντής στο ερευνητικό ίδρυμα Μαξ Πλανκ της Βόνης κι επίσης οικονομικός σύμβουλος της γερμανικής κυβέρνησης και σύμβουλος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής σε θέματα ανταγωνισμού). Στο κυρίαρχο ρεύμα επομένως κινούνται. Η λύση που προτείνουν είναι απλή: εξαναγκάστε τους τραπεζίτες να ρίξουν όλα τα κέρδη στους ισολογισμούς τους μέχρι να συγκεντρώσουν ένα τέτοιο κεφάλαιο που κανείς πια δεν θα ανησυχήσει ξανά για το μέλλον τους ή το γύρισμα της οικονομικής συγκυρίας. 
Στο επίκεντρο της προβληματικής βρίσκεται το απαιτούμενο ύψος των δικών τους χρημάτων για την σύναψη δανείων ή την υλοποίηση επενδύσεων. Με βάση τους πιο πρόσφατους κανόνες της Βασιλείας (όπως λέγεται το σύνολο των οδηγιών που εκδίδει η μητέρα όλων των κεντρικών τραπεζών, η Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών, που εδρεύει στην ομώνυμη πόλη της Ελβετίας) που θα γίνουν δεσμευτικοί το 2019, οι τράπεζες μπορούν να δανείζονται μέχρι το 97% των χρημάτων που δανείζουν ή επενδύουν. Το εναπομείναν 3%, το αποκαλούμενο και ποσοστό μόχλευσης, οφείλει να είναι το κεφάλαιο κάθε τράπεζας. Στις ΗΠΑ μάλιστα την Τρίτη 9 Ιουλίου η ομοσπονδιακή τράπεζα πρότεινε τον διπλασιασμό αυτού του ποσοστού για τις μεγάλες αμερικάνικες τράπεζες ώστε να φτάσει στο 6%.
Η λύση ωστόσο για τους δύο καθηγητές δεν βρίσκεται στον διπλασιασμό, αλλά στον εξαπλασιασμό ακόμη και τον δεκαπλασιασμό του σχετικού λόγου! Το ποσοστό που προτείνουν ανέρχεται σε 20% ακόμη και 30%. Μόνο τότε μπορούμε να είμαστε σίγουροι ότι δεν θα απαιτηθεί ξανά μια τεράστιας έκτασης αιμορραγία όπως αυτή που έχει απαιτηθεί από το 2008 και στο έδαφος της ΕΕ φτάνει το εξωφρενικό ποσό των 1,6 τρισ. ευρώ! Οι συγγραφείς υποστηρίζουν ότι οι τράπεζες ποτέ δεν θα ενέκριναν την χρηματοδότηση μιας εταιρείας που προβαίνει σε τέτοιου επιπέδου μόχλευση, ανησυχώντας – και δικαίως – για τα κεφάλαιά τους.
Ο αντίλογος που ορθώνεται απέναντι σε αυτή την πρόταση είναι ότι τότε θα συρρικνώνονταν απότομα τα διαθέσιμα δανειακά κεφάλαια από τις τράπεζες, οδηγώντας σε μείωση τους ρυθμούς μεγέθυνσης της οικονομίας. Πρόκειται για ένα επιχείρημα που δεν είναι καθόλου πειστικό καθώς ακόμη και σήμερα μόνο ένα μονοψήφιο ποσοστό από τα δισεκατομμύρια που δανείζουν οι τράπεζες (ειδικά οι επενδυτικές) οδεύει στην παραγωγή ή το εμπόριο, στηρίζοντας την ανάπτυξη του ΑΕΠ και την δημιουργία νέων θέσεων εργασίας. Το μεγαλύτερο μέρος οδεύει στην χρηματοδότηση κερδοσκοπικών δραστηριοτήτων, μέσω πολύπλοκων επενδυτικών οχημάτων. Κατά συνέπεια η αύξηση του παραπάνω λόγου, που θα μπορούσε να αποτελέσει ακρογωνιαίο λίθο τη υπό δημιουργία τραπεζικής ένωσης στην Ευρώπη, θα επιδράσει θετικά στην πραγματική οικονομία, περιορίζοντας την κερδοσκοπία. Και τότε δεν θα χρειαστεί ούτε αρπαγή των αποταμιεύσεων ανυπεράσπιστων καταθετών ούτε εμφύλιοι με το Λονδίνο.

Ιδού η Ρόδος…

Πηγή : Nexus, Σεπτέμβριος 2013

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Το Loutraki One σέβεται όλες τις απόψεις, αλλά προτιμά τα Eλληνικά και όχι τα greeklish, το χιούμορ και όχι τις ύβρεις.

Επειδή το Loutraki One πιστεύει στη δύναμη του διαλόγου, αλλά όχι στην εμπαθή και στείρα αντιπαράθεση μόνο για το θεαθήναι, διατηρεί το δικαίωμά του να μην αναρτά σχόλια που είναι υπέρ το δέον υβριστικά ή άσχετα με το άρθρο, που αναφέρονται σε προσωπικά δεδομένα τoυ αρθρογράφoυ ή που δεν περιέχουν το e-mail του αποστολέα. Tο email των αποστολέων σχολίων δεν εμφανίζεται δημόσια.