Ας θυμηθούμε τον βιρτουόζο αριστερόχειρα που οδήγησε τον ήχο του
ροκ στις διαστάσεις του άπειρου, επαναπροσδιορίζοντας το παίξιμο της
κιθάρας με ενστικτώδη μαεστρία. Ένα πορτραίτο του Τζίμι Χέντριξ, 43
χρόνια μετά τον θάνατό του.
Τη νύχτα που γεννήθηκα, ναι Κύριε, τ’ ορκίζομαι
το φεγγάρι έγινε κόκκινο της φωτιάς
Τη νύχτα που γεννήθηκα, τ’ ορκίζομαι
το φεγγάρι έγινε κόκκινο της φωτιάς
Γιατί είμαι παιδί βουντού, ένα παιδί βουντού
(Τζίμι Χέντριξ, Voodoo Child, 1968)
(Το ONEMAN εγκαινιάζει την στήλη των Music Legends με το
σημερινό κείμενο. Σε αυτή τη στήλη θα διαβάζεις κάθε λίγο καιρό για
εκείνους τους τιτάνες της μουσικής σκηνής που έγραψαν και γράφουν
ιστορία. Συνεχίζουμε...)
Ο Τζέιμς Μάρσαλ Χέντριξ υπήρξε ένας παθιασμένος ήρωας που ταυτίστηκε με την ίδια τη μυθολογία του ροκ. Το κιθαριστικό του ένστικτο πρόσφερε από μόνο του μια συγκλονιστική τομή στην εξέλιξη της «επανάστασης» του αυτοσχεδιασμού. Μέσα σε ελάχιστα χρόνια καριέρας, μπόρεσε να κατοχυρώσει ένα προσωπικό ύφος, γενναιόδωρα γόνιμο και μυστικιστικά προκλητικό, διοχετεύοντας ακούραστα την ένταση και την αμφισβήτηση της γενιάς του πάνω στην ταστιέρα της Fender Stratocaster.
Ο Χέντριξ υπήρξε ένας αυθεντικός προφήτης της μουσικής. Δεν προσπάθησε να μορφοποιήσει το παίξιμό του. Αντίθετα, το γέμισε με μια ξέφρενη, ορμητική, αχαλίνωτη δύναμη και το εξακόντισε σε ανεξερεύνητες μέχρι τότε σφαίρες. Είχε από μικρός την «ευλογία» του αυτοδίδακτου. Η αισθητική του συνάντησε τη μουσική μέσα από τους τοπικούς ραδιοφωνικούς σταθμούς του Σιάτλ και το οικογενειακό πικάπ, όπου ανακάλυψε όλες τις φόρμες του μπλουζ.
«Ωδείο» του ήταν οι δίσκοι του rhythm & blues (Τσακ Μπέρι, Φατς Ντόμινο, Μπο Ντίντλεϊ, Έντι Κόχραν), αλλά και των παραδοσιακών bluesmen, όπως ο Μπι Μπι Κινγκ, ο Μάντι Γουότερς, ο Έλμορ Τζέιμς, ο Τι Μπόουν Γουόκερ. Στα 11 χρόνια του πιάνει για πρώτη φορά κιθάρα στα χέρια του και στα 14 ξεκινάει να παίζει σε διάφορες μπάντες της περιοχής. Στα 15 του πληρώνει 5 δολάρια για να αγοράσει την πρώτη του ακουστική, ενώ δυο χρόνια αργότερα ο πατέρας του, τού χαρίζει μια ηλεκτρική Supro Ozark. Την ίδια περίοδο ο Τζίμι θα κοπεί με F στο μάθημα της μουσικής…
Σε ηλικία 20 ετών διαθέτει πλέον τέτοια φήμη, ώστε να παίζει δίπλα σε ονόματα όπως ο Γουίλσον Πίκετ, ο Σαμ Κουκ και ο Λιτλ Ρίτσαρντ. Στη συνέχεια γίνεται session κιθαρίστας στην ορχήστρα του Σόλομον Μπερκ, ενώ ένα φεγγάρι περνάει και από τους Άικ και Τίνα Τέρνερ. Το 1964 εγκαταλείπει το Σιατλ για να εγκατασταθεί στη Νέα Υόρκη. Δυο χρόνια αργότερα θα δημιουργήσει το πρώτο του συγκρότημα, τους Jimmy James and the Blues Flames, ενώ θα γνωριστεί με τον Τζον Κολτρέιν και την τζαζ.
Κάπου εκεί, στη σκηνή του Γκρίνουιτς Βίλατζ, θα τον
ανακαλύψει ο Τσας Τσάντλερ, πρώην μπασίστας των Animals και θα του
προτείνει να μετακομίσει στη Μεγάλη Βρετανία. Στις 6 Οκτωβρίου του 1966
δημιουργούνται οι Jimi Hendrix Experience, με τους Νόελ Ρέντινγκ (μπάσο)
και Μιτς Μίτσελ (τύμπανα) να συμπληρώνουν το τρίο. Μέσα σε ένα χρόνο, η
μπάντα κυκλοφορεί το πρώτο της 45άρι («Hey Joe» & «Stone Free») και
στη συνέχεια τα δυο πρώτα LPs («Are you Experienced» τον Μάιο του ’67
και «Axis: Bold as Love» τον Δεκέμβριο του ’67), ενώ τον Ιούνιο του
1967, έρχεται η κορύφωση με την ζωντανή εμφάνιση στο φεστιβάλ του
Μοντερέι, στην Καλιφόρνια.
Η σκηνική του παρουσία του παρασύρει μαζί της το κοινό σε
έναν τελετουργικό οργασμό που όμοιό της δεν είχε ζήσει ποτέ πριν η
Δυτική Ακτή. Ο Χέντριξ καταφέρνει όχι μόνο να επιβεβαιώσει το στιλ του,
αλλά και να «ορίσει» το παίξιμο της κιθάρας με έναν τρόπο μοναδικά
ασυγκράτητο, προκλητικό και ριζοσπαστικό. Η Fender είναι σφηνωμένη
ανάμεσα στα πόδια του, τα σόλα καταιγιστικά, οι νότες που βγαίνουν από
τους συνεχώς τερματισμένους ενισχυτές Marshall μετατρέπουν το όργανο σε
προέκταση του σώματος, ενώ ο Τζίμι παίζει γονατιστός με την κιθάρα πίσω
από τον αυχένα του, με τη γλώσσα και τα δόντια, πριν την κάψει μπροστά
στους εκστασιασμένους χίπις.
Είναι αυτή η εμφάνιση τόσο γεμάτη φόρτιση και σεξουαλική
ένταση, είναι αυτά τα ακόρντα – που μοιάζουν να διευρύνονται αδιάκοπα
μέσα από την παραμόρφωση σαν τις θύρες του άπειρου – τόσο αποφασισμένα
για ρήξη, ώστε δεν περνούν απαρατήρητα. Η συντηρητική Αμερική δεν
ξεγελιέται και λίγες μέρες μετά το φεστιβάλ του Μοντερέι, τον αναγκάζει
να διακόψει την περιοδεία του, χαρακτηρίζοντας το θέαμα της μπάντας του
χυδαίο. Ο Χέντριξ εκπροσωπεί άλλωστε τις «καταραμένες» φυλές της χώρας,
αφού είναι μισός μαύρος και μισός Ινδιάνος Τσέροκι (από την μητέρα του).
Ο Τζίμι Χέντριξ μαζί με τον Μπράιαν Τζόουνς των Rolling Stones.
Τον Οκτώβριο του 1968 είναι η σειρά του αριστουργήματος «Electric Ladyland». Το διπλό LP ηχογραφείται στη Νέα Υόρκη με παραγωγή του ίδιου του Χέντριξ. Πολύ περισσότερο από ότι στα δυο προηγούμενα άλμπουμ, ο «Voodoo Child» θα επαναπροσδιορίσει με τόσο ριζοσπαστικό τρόπο το παίξιμο της κιθάρας, ώστε μπορεί κάλλιστα να μπει στην ίδια κατηγορία με τους Ρόμπερτ Τζόνσον και Τζάνγκο Ράινχαρντ. Δημιουργεί ένα «σύνορο», το οποίο από τότε θα θελήσουν να διασχίσουν όλοι ανεξαιρέτως οι κιθαρίστες για να μπορέσουν να μελετήσουν τον «αρχέγονο χορό της φωτιάς».
Η σύλληψη του Τζίμι Χέντριξ στο Τορόντο του Καναδά για κατοχή ηρωίνης και μαριχουάνας (1969)
Ο Χέντριξ λατρεύει την παραμόρφωση, του χαρίζει μια ακούραστη ευφορία το να μετατρέπει τους ενισχυτές σε συντρίμμια, θέλει να δημιουργεί αυτόν τον γεμάτο παράσιτα «βρώμικο» ήχο. Χωρίς να ξεχνά ποτέ τις ρίζες του μπλουζ, επινοεί έναν νέο λυρισμό λεηλασίας και σπαραγμού, ορθώνοντας το ανάστημα της κιθάρας του σε μια τρελή αναζήτηση του ήχου, ψάχνοντας τη δική του αλήθεια στην παθιασμένη του διαδρομή. Το μουσικό έπος Electric Ladyland είναι ουσιαστικά μια νέα κοσμοθεωρία των ηχοχρωμάτων, μια επαναστατική δομή που πηγάζει μέσα από τις φλόγες της «θυσίας».
Ο Τζίμι Χέντριξ μαζί με τον Μπάντι Μάιλς των Band of Gypsys.
Το 1969 είναι μια περίεργη χρονιά. Οι Jimi Hendrix Experience θα διαλυθούν, κυρίως λόγω της εμμονής του Ρέντινγκ να παρουσιάζεται ως το νούμερο ένα της μπάντας και η σχέση με τα ναρκωτικά θα ενταθεί. Η σύλληψη του Χέντριξ στο Τορόντο του Καναδά για κατοχή ηρωίνης προβάλλεται ως κάποιου είδους «δικαίωση» της αστικής ιδεολογίας απέναντι στο «θολό» για αυτήν image του κιθαρίστα. Ο Τζίμι αποσύρεται για αρκετούς μήνες και επανέρχεται το καλοκαίρι για δυο ζωντανές εμφανίσεις, μια στο Νιούπορτ και μια στο Γούντστοκ.
Ο Τζίμι Χέντριξ στο Woodstock (18/8/1969)
Το ξημέρωμα της 18ης Αυγούστου του 1969, μπροστά στους τελευταίους 40-50.000 χίπις που έχουν απομείνει στον συναυλιακό χώρο του Woodstock, ο Χέντριξ θα περάσει στην ιστορία. Μέσα σε ένα δίωρο παίζει, αυτοσχεδιάζει, παραμορφώνει, λεηλατεί, ταράζει, ουρλιάζει το Star-Spangled Banner, κάνοντας τον αμερικάνικο εθνικό ύμνο να τα τινάξει, την ίδια στιγμή που οι ναπάλμ καίνε και σκοτώνουν στο Βιετνάμ. Οι Gypsy Sun and Rainbows πραγματοποιούν το ιδανικό κλείσιμο του τριημέρου στις 11 και 10 το πρωί, με το Hey Joe. Είναι η κορύφωση της τελετουργίας.
Η Fender Stratocaster με την οποία έπαιξε στο Woodstock.
Στο τέλος του 1969 οι Band of Gypsys, το τρίο που είχε σχηματιστεί λίγο καιρό πριν με τους Μπάντι Μάιλς (τύμπανα) και Μπίλι Κοξ (μπάσο), πραγματοποιούν μια ζωντανή ηχογράφηση στο θρυλικό Fillmore East της Νέας Υόρκης. Πρόκειται για τον τελευταίο δίσκο που θα κυκλοφορήσει ενώ θα βρίσκεται ακόμα στη ζωή ο Χέντριξ. Ριψοκινδυνεύει πάνω στη σκηνή, αρνείται να ενταχθεί στις κλασικές φόρμες, αλλά φροντίζει να τις «υπηρετήσει» όλες: ψυχεδέλεια, acid, funk, μπλουζ, R&B, hard rock, jazz. Οι παικτικοί του υπαινιγμοί συναντούν διαρκώς την τσακισμένη τροχιά της Αμερικής, τους δήμιους και τα θύματα.
Ο Τζίμι Χέντριξ και οι Jimi Hendrix Experience (1968)
Το 12λεπτο του «Machine Gun» είναι η κραυγή διαμαρτυρίας, η σύγκρουση με τον πόλεμο, η μάχη σώμα με σώμα με τον ήχο που «πνίγεται στο αίμα» μέσα από την παραμόρφωση σε μια τσακισμένη τροχιά που οδηγεί – και οδηγείται – στην καταστροφή. Το «Band of Gypsys» είναι η δύναμη που δεν σταματάει να ξεπερνά τα όριά της, έτοιμη να κατακτήσει κορυφές ανεξερεύνητες, μια ματωμένη σπονδή που απορρίπτει και καταγγέλλει. Είναι η επιτομή της μουσικής του Χέντριξ, την οποία ο ίδιος χαρακτηρίζει ως «freak ‘n funky».
Στο ξενοδοχείο Samarkand του Νότινγκ Χιλ στο Λονδίνο, βρέθηκε νεκρός ο Τζίμι Χέντριξ στις 18 Σεπτεμβρίου του 1970.
Τον Ιανουάριο του 1970, μετά από μια καταστροφική εμφάνιση στο Madison Square Garden, όπου ο Τζίμι, υπό την επήρεια LSD, φεύγει από τη σκηνή, αφήνοντας 19.000 θεατές να τον περιμένουν μάταια, οι Band of Gypsys διαλύονται. Παρόλα αυτά, οι Κοξ και Μάιλς τον συνοδεύουν στο φεστιβάλ του Isle of Wight, σε μια ακόμα απογοητευτική εμφάνιση. Στα μέσα του ’70 ξεκινάει μια ευρωπαϊκή τουρνέ, όμως στο Άαρχους της Δανίας εγκαταλείπει το stage μετά από τρία τραγούδια, λέγοντας στο μικρόφωνο «είμαι νεκρός εδώ και καιρό»…
Ο τάφος του Τζίμι Χέντριξ στο Σιάτλ των ΗΠΑ.
Στις 18 Σεπτεμβρίου του 1970, ο Τζίμι Χέντριξ πεθαίνει στο Λονδίνο από αναρρόφηση, ύστερα από χρήση βαρβιτουρικών και αλκοόλ. Ήταν μόλις 28 χρόνων και αποτέλεσε μέλος των τραγικών «three J’s» (οι άλλοι δυο ήταν ο Jim Morrison και η Janis Joplin) που άφησαν ορφανή τη μουσική σκηνή στο ξεκίνημα των 70ties. Ο αριστερόχειρας βιρτουόζος πρόλαβε να αφήσει πίσω του μια τεράστια κληρονομιά, καθορίζοντας σε τεράστιο βαθμό την εξέλιξη του ροκ και εμπνέοντας με το παίξιμό του χιλιάδες κιθαρίστες και συγκροτήματα. Μέσα σε μόλις τέσσερα χρόνια άνοιξε καινούργιους ορίζοντες και επηρέασε όσο ελάχιστοι άλλοι τη σκέψη και την πορεία της σύγχρονης μουσικής.
«Are you Experienced» (1967)
«Axis: Bold as Love» (1967)
«Electric Ladyland» (1968)
«Band of Gypsys» (1970, live)
* Μετά τον θάνατο του Τζίμι Χέντριξ κυκλοφόρησαν αρκετά LPs με στούντιο ηχογραφήσεις από το 1968 έως και το 1970. Τα πιο αντιπροσωπευτικά είναι το «The Cry of Love» (1971), το «Rainbow Bridge» (1971) και το «War Heroes» (1972).
Πηγές: jimihendrix.com, allmusic.com, Larousse-Le ciecle rebelle, theguardian.com, rollingstone.com, wiki
Τη νύχτα που γεννήθηκα, ναι Κύριε, τ’ ορκίζομαι
το φεγγάρι έγινε κόκκινο της φωτιάς
Τη νύχτα που γεννήθηκα, τ’ ορκίζομαι
το φεγγάρι έγινε κόκκινο της φωτιάς
Γιατί είμαι παιδί βουντού, ένα παιδί βουντού
(Τζίμι Χέντριξ, Voodoo Child, 1968)
Ο Τζέιμς Μάρσαλ Χέντριξ υπήρξε ένας παθιασμένος ήρωας που ταυτίστηκε με την ίδια τη μυθολογία του ροκ. Το κιθαριστικό του ένστικτο πρόσφερε από μόνο του μια συγκλονιστική τομή στην εξέλιξη της «επανάστασης» του αυτοσχεδιασμού. Μέσα σε ελάχιστα χρόνια καριέρας, μπόρεσε να κατοχυρώσει ένα προσωπικό ύφος, γενναιόδωρα γόνιμο και μυστικιστικά προκλητικό, διοχετεύοντας ακούραστα την ένταση και την αμφισβήτηση της γενιάς του πάνω στην ταστιέρα της Fender Stratocaster.
Ο Χέντριξ υπήρξε ένας αυθεντικός προφήτης της μουσικής. Δεν προσπάθησε να μορφοποιήσει το παίξιμό του. Αντίθετα, το γέμισε με μια ξέφρενη, ορμητική, αχαλίνωτη δύναμη και το εξακόντισε σε ανεξερεύνητες μέχρι τότε σφαίρες. Είχε από μικρός την «ευλογία» του αυτοδίδακτου. Η αισθητική του συνάντησε τη μουσική μέσα από τους τοπικούς ραδιοφωνικούς σταθμούς του Σιάτλ και το οικογενειακό πικάπ, όπου ανακάλυψε όλες τις φόρμες του μπλουζ.
«Ωδείο» του ήταν οι δίσκοι του rhythm & blues (Τσακ Μπέρι, Φατς Ντόμινο, Μπο Ντίντλεϊ, Έντι Κόχραν), αλλά και των παραδοσιακών bluesmen, όπως ο Μπι Μπι Κινγκ, ο Μάντι Γουότερς, ο Έλμορ Τζέιμς, ο Τι Μπόουν Γουόκερ. Στα 11 χρόνια του πιάνει για πρώτη φορά κιθάρα στα χέρια του και στα 14 ξεκινάει να παίζει σε διάφορες μπάντες της περιοχής. Στα 15 του πληρώνει 5 δολάρια για να αγοράσει την πρώτη του ακουστική, ενώ δυο χρόνια αργότερα ο πατέρας του, τού χαρίζει μια ηλεκτρική Supro Ozark. Την ίδια περίοδο ο Τζίμι θα κοπεί με F στο μάθημα της μουσικής…
Σε ηλικία 20 ετών διαθέτει πλέον τέτοια φήμη, ώστε να παίζει δίπλα σε ονόματα όπως ο Γουίλσον Πίκετ, ο Σαμ Κουκ και ο Λιτλ Ρίτσαρντ. Στη συνέχεια γίνεται session κιθαρίστας στην ορχήστρα του Σόλομον Μπερκ, ενώ ένα φεγγάρι περνάει και από τους Άικ και Τίνα Τέρνερ. Το 1964 εγκαταλείπει το Σιατλ για να εγκατασταθεί στη Νέα Υόρκη. Δυο χρόνια αργότερα θα δημιουργήσει το πρώτο του συγκρότημα, τους Jimmy James and the Blues Flames, ενώ θα γνωριστεί με τον Τζον Κολτρέιν και την τζαζ.
Τον Οκτώβριο του 1968 είναι η σειρά του αριστουργήματος «Electric Ladyland». Το διπλό LP ηχογραφείται στη Νέα Υόρκη με παραγωγή του ίδιου του Χέντριξ. Πολύ περισσότερο από ότι στα δυο προηγούμενα άλμπουμ, ο «Voodoo Child» θα επαναπροσδιορίσει με τόσο ριζοσπαστικό τρόπο το παίξιμο της κιθάρας, ώστε μπορεί κάλλιστα να μπει στην ίδια κατηγορία με τους Ρόμπερτ Τζόνσον και Τζάνγκο Ράινχαρντ. Δημιουργεί ένα «σύνορο», το οποίο από τότε θα θελήσουν να διασχίσουν όλοι ανεξαιρέτως οι κιθαρίστες για να μπορέσουν να μελετήσουν τον «αρχέγονο χορό της φωτιάς».
Ο Χέντριξ λατρεύει την παραμόρφωση, του χαρίζει μια ακούραστη ευφορία το να μετατρέπει τους ενισχυτές σε συντρίμμια, θέλει να δημιουργεί αυτόν τον γεμάτο παράσιτα «βρώμικο» ήχο. Χωρίς να ξεχνά ποτέ τις ρίζες του μπλουζ, επινοεί έναν νέο λυρισμό λεηλασίας και σπαραγμού, ορθώνοντας το ανάστημα της κιθάρας του σε μια τρελή αναζήτηση του ήχου, ψάχνοντας τη δική του αλήθεια στην παθιασμένη του διαδρομή. Το μουσικό έπος Electric Ladyland είναι ουσιαστικά μια νέα κοσμοθεωρία των ηχοχρωμάτων, μια επαναστατική δομή που πηγάζει μέσα από τις φλόγες της «θυσίας».
Το 1969 είναι μια περίεργη χρονιά. Οι Jimi Hendrix Experience θα διαλυθούν, κυρίως λόγω της εμμονής του Ρέντινγκ να παρουσιάζεται ως το νούμερο ένα της μπάντας και η σχέση με τα ναρκωτικά θα ενταθεί. Η σύλληψη του Χέντριξ στο Τορόντο του Καναδά για κατοχή ηρωίνης προβάλλεται ως κάποιου είδους «δικαίωση» της αστικής ιδεολογίας απέναντι στο «θολό» για αυτήν image του κιθαρίστα. Ο Τζίμι αποσύρεται για αρκετούς μήνες και επανέρχεται το καλοκαίρι για δυο ζωντανές εμφανίσεις, μια στο Νιούπορτ και μια στο Γούντστοκ.
Το ξημέρωμα της 18ης Αυγούστου του 1969, μπροστά στους τελευταίους 40-50.000 χίπις που έχουν απομείνει στον συναυλιακό χώρο του Woodstock, ο Χέντριξ θα περάσει στην ιστορία. Μέσα σε ένα δίωρο παίζει, αυτοσχεδιάζει, παραμορφώνει, λεηλατεί, ταράζει, ουρλιάζει το Star-Spangled Banner, κάνοντας τον αμερικάνικο εθνικό ύμνο να τα τινάξει, την ίδια στιγμή που οι ναπάλμ καίνε και σκοτώνουν στο Βιετνάμ. Οι Gypsy Sun and Rainbows πραγματοποιούν το ιδανικό κλείσιμο του τριημέρου στις 11 και 10 το πρωί, με το Hey Joe. Είναι η κορύφωση της τελετουργίας.
Στο τέλος του 1969 οι Band of Gypsys, το τρίο που είχε σχηματιστεί λίγο καιρό πριν με τους Μπάντι Μάιλς (τύμπανα) και Μπίλι Κοξ (μπάσο), πραγματοποιούν μια ζωντανή ηχογράφηση στο θρυλικό Fillmore East της Νέας Υόρκης. Πρόκειται για τον τελευταίο δίσκο που θα κυκλοφορήσει ενώ θα βρίσκεται ακόμα στη ζωή ο Χέντριξ. Ριψοκινδυνεύει πάνω στη σκηνή, αρνείται να ενταχθεί στις κλασικές φόρμες, αλλά φροντίζει να τις «υπηρετήσει» όλες: ψυχεδέλεια, acid, funk, μπλουζ, R&B, hard rock, jazz. Οι παικτικοί του υπαινιγμοί συναντούν διαρκώς την τσακισμένη τροχιά της Αμερικής, τους δήμιους και τα θύματα.
Το 12λεπτο του «Machine Gun» είναι η κραυγή διαμαρτυρίας, η σύγκρουση με τον πόλεμο, η μάχη σώμα με σώμα με τον ήχο που «πνίγεται στο αίμα» μέσα από την παραμόρφωση σε μια τσακισμένη τροχιά που οδηγεί – και οδηγείται – στην καταστροφή. Το «Band of Gypsys» είναι η δύναμη που δεν σταματάει να ξεπερνά τα όριά της, έτοιμη να κατακτήσει κορυφές ανεξερεύνητες, μια ματωμένη σπονδή που απορρίπτει και καταγγέλλει. Είναι η επιτομή της μουσικής του Χέντριξ, την οποία ο ίδιος χαρακτηρίζει ως «freak ‘n funky».
Τον Ιανουάριο του 1970, μετά από μια καταστροφική εμφάνιση στο Madison Square Garden, όπου ο Τζίμι, υπό την επήρεια LSD, φεύγει από τη σκηνή, αφήνοντας 19.000 θεατές να τον περιμένουν μάταια, οι Band of Gypsys διαλύονται. Παρόλα αυτά, οι Κοξ και Μάιλς τον συνοδεύουν στο φεστιβάλ του Isle of Wight, σε μια ακόμα απογοητευτική εμφάνιση. Στα μέσα του ’70 ξεκινάει μια ευρωπαϊκή τουρνέ, όμως στο Άαρχους της Δανίας εγκαταλείπει το stage μετά από τρία τραγούδια, λέγοντας στο μικρόφωνο «είμαι νεκρός εδώ και καιρό»…
Στις 18 Σεπτεμβρίου του 1970, ο Τζίμι Χέντριξ πεθαίνει στο Λονδίνο από αναρρόφηση, ύστερα από χρήση βαρβιτουρικών και αλκοόλ. Ήταν μόλις 28 χρόνων και αποτέλεσε μέλος των τραγικών «three J’s» (οι άλλοι δυο ήταν ο Jim Morrison και η Janis Joplin) που άφησαν ορφανή τη μουσική σκηνή στο ξεκίνημα των 70ties. Ο αριστερόχειρας βιρτουόζος πρόλαβε να αφήσει πίσω του μια τεράστια κληρονομιά, καθορίζοντας σε τεράστιο βαθμό την εξέλιξη του ροκ και εμπνέοντας με το παίξιμό του χιλιάδες κιθαρίστες και συγκροτήματα. Μέσα σε μόλις τέσσερα χρόνια άνοιξε καινούργιους ορίζοντες και επηρέασε όσο ελάχιστοι άλλοι τη σκέψη και την πορεία της σύγχρονης μουσικής.
ΤΖΙΜΙ ΧΕΝΤΡΙΞ / ΔΙΣΚΟΓΡΑΦΙΑ
The Jimi Hendrix Experience
Jimi Hendrix & Band of Gypsys
* Μετά τον θάνατο του Τζίμι Χέντριξ κυκλοφόρησαν αρκετά LPs με στούντιο ηχογραφήσεις από το 1968 έως και το 1970. Τα πιο αντιπροσωπευτικά είναι το «The Cry of Love» (1971), το «Rainbow Bridge» (1971) και το «War Heroes» (1972).
Πηγές: jimihendrix.com, allmusic.com, Larousse-Le ciecle rebelle, theguardian.com, rollingstone.com, wiki
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Το Loutraki One σέβεται όλες τις απόψεις, αλλά προτιμά τα Eλληνικά και όχι τα greeklish, το χιούμορ και όχι τις ύβρεις.
Επειδή το Loutraki One πιστεύει στη δύναμη του διαλόγου, αλλά όχι στην εμπαθή και στείρα αντιπαράθεση μόνο για το θεαθήναι, διατηρεί το δικαίωμά του να μην αναρτά σχόλια που είναι υπέρ το δέον υβριστικά ή άσχετα με το άρθρο, που αναφέρονται σε προσωπικά δεδομένα τoυ αρθρογράφoυ ή που δεν περιέχουν το e-mail του αποστολέα. Tο email των αποστολέων σχολίων δεν εμφανίζεται δημόσια.