Τα αξιοθέατα των Αθηνών, τα Χόμπιτ των Εξαρχείων και άλλες φανταστικές ιστορίες

Του Γελωτοποιού
1)  Ο νόμος της Βραδύτητας
Θα μπορούσες να πεις ότι είμαι οπισθοδρομικός, αλλά προτιμώ να θεωρώ τον εαυτό μου ρομαντικό. Άλλωστε οι «ρομαντικές ψυχές» είναι εξ’ ορισμού οπισθοδρομικές, αν δεν είναι τελείως χαμένες –στο δρόμο τους, στον κόσμο τους, στη φαντασία τους.
Μ’ αρέσει να βραδυπορώ και έχω αλλεργία στην ταχύτητα. Απεχθάνομαι τα high speed ferry boat, όπου είσαι κλεισμένος για τρεις ώρες απέναντι από το ταχυφαγείο, ενώ απ’ έξω φυσάνε τα μελτέμια.
Μια δόση λιγότερη απέχθεια νιώθω για το intercity. Θα μείνω ιδανικός και ανάξιος νοσταλγός του παλιομοδίτικου «καρβουνιάρη».
Εκείνους τους δεινόσαυρους που τώρα πια τα κόκαλα τους απολιθώνονται σε ανήλιαγα υπόστεγα.
Τα τρένα που αγκομαχούσαν για να διαβούν το Ρουβίκωνα και σε βαυκάλιζαν με τη διτονική κρουστωδία των τροχών τους.
Τα τρένα με τα δερμάτινα και φθαρμένα καθίσματα που βρωμοκοπούσαν ιστορία, ενώ σε κρυφές
γωνίες έβλεπες γραμμένη μια φράση που ίσως να υπέθαλπε ένα δράμα, έναν έρωτα, έναν πόλεμο. «Σ’ αγαπώ, μην το ξεχνάς» και «Θα γυρίσω, 197_», με το τελευταίο ψηφίο ακατανόητο.
Τα τρένα όπου όταν έκανε ζέστη άνοιγες τα παράθυρα και όταν έκανε κρύο τυλιγόσουν στο παλτό σου –ίσως και στο αμπέχονο.
Τα τρένα με τις παλιές “picturesque” φωτογραφίες από την Ελλάδα, ξεθωριασμένες και θολές, σαν να βλέπεις τον κόσμο για τελευταία φορά, πίσω από τον καταρράκτη των ματιών σου.
Τα τρένα που αργούσαν να φτάσουν στον προορισμό τους, όσο ακριβώς χρόνο χρειάζονταν οι επιβάτες για να γνωριστούν.
Τα τρένα όπου μοιραζόσουν το κρασί σου με τον απέναντι, πίνοντας από το ίδιο μπουκάλι ενίοτε.
Τα τρένα όπου μάθαινες το όνομα της κοπέλας που κοιτούσε θλιμμένη τα τζάμια.
Τα τρένα όπου προλάβαινες να βγάλεις την κιθάρα σου και να παίξεις δωδεκάμετρα με κάποιον τουρίστα που ήξερε χειρότερα αγγλικά από ‘σένα.
Αυτά τα τρένα νοσταλγώ, αλλά μπορεί στην πραγματικότητα να νοσταλγώ τον εικοσάχρονο εαυτό μου, που ήξερε τόσο λίγα για τον κόσμο και πίστευε ότι θα τον άλλαζε εν μια νυκτί, αγνοώντας το θεμελιώδη νόμο της βραδύτητας.
2)      To flash mob της ηρωίνης
ΚΑΡΒΟΥΝΙΑΡΗΣ ΤΡΙΚΑΛΑ (3)Ο Μάριος μου είπε ότι θα με περιμένει έξω από το σταθμό Λαρίσης.
«Θα με αναγνωρίσεις», είπε. «Κοντός, μουστάκα και μακριά μαλλιά.»
«Κι εσύ θα με αναγνωρίσεις… Σίγουρα», του απάντησα και κατεβαίνοντας από το τρένο φόρεσα το καπέλο του γελωτοποιού.
Συναντηθήκαμε. Ένας με μουστάκα, ένας με παρδαλό καπέλο, ο παλιάτσος και ο ληστής.
Δε με ρώτησε πως ήταν το ταξίδι μου. Ευτυχώς, γιατί μόνο ένα επίθετο θα μου ερχόταν στο νου: Γρήγορο.
Κάτι που σίγουρα δε θα ήθελα ποτέ να πω για το άλλο ταξίδι, εκείνο που κάνουμε μόνο μια φορά.
«Σα βγεις στο πηγαιμό για την Ιθάκη… Τώρα με το high speed 3 φτάνεις πιο γρήγορα από ποτέ.»
Μπήκαμε στο αμάξι για να πάμε στο μαγαζί. Είχα δέκα χρόνια να πατήσω στην Αθήνα και τον ρώτησα αν θα μου έδειχνε και τα αξιοθέατα.
«Να ‘τα!», είπε ο Μάριος και μου έδειξε έξω.
Τα πεζοδρόμια –κι απ’ τις δυο πλευρές του δρόμου- ήταν γεμάτα πρεζόνια.
Λιωμένοι στα σκαλιά και στα ρείθρα κοιτούσαν το θεό στα μάτια ή έψαχναν για κάποια φλέβα που να είχε ένα ελεύθερο εκατοστό.
Ή περπατούσαν, χωρίς να πηγαίνουν πουθενά, χωρίς να στοχεύουν πουθενά, απλά κινούνταν, επειδή αυτό είναι κάτι που το συνηθίζουν όλα τα ζώα.
Σε ένα κόκκινο φανάρι ο Μάριος μου έδειξε μια μικρή πλατεία. Ένα ουράνιο τόξο από πρεζόνια κάθε φυλής, φύλου, ηλικίας και εθνικότητας (σύνορα η πρέζα δε γνωρίζει) συνδιαλέγονταν στην αγορά της ηρωίνης.
Τα απολειφάδια ενός κόσμου όπου ο θεός πέθανε, οι υπαρκτές ιδεολογίες κατέρρευσαν, η Δουλτσινέα εκπορνεύτηκε, η τέχνη έγινε στοίβες αποτσίγαρα και η ύστατη παγκόσμια θρησκεία, εκείνη της Ελεύθερης Αγοράς (ευλογημένο το όνομα Της), φάνηκε πως έχει πήλινα πόδια.
Έμεναν εκεί, μουντοί και μονότονοι, σαν τα ακόρντα της κιθάρας του Lou Reed που τραγουδάει: «I ‘m waiting for my man, 26 dollars in my hand…»
Ήθελα να τους δω –ναι, το ήθελα- να σηκώνονται. Πρώτα ένας και άλλοι δύο μετά. Να ακουγόταν από αθέατα ηχεία η μουσική του Θεοδωράκη για το Ζορμπά. Να πιάνονταν από τους ώμους και να άρχιζαν να χορεύουν συρτάκι, ένα αργό και βαρύθυμο συρτάκι, το συρτάκι της πρέζας.
a05d498908760c4b7d64350619ad28f5_XLΌσο ο ρυθμός θα γινόταν πιο γρήγορος να σηκώνονταν κι άλλοι κι άλλοι. Ώσπου όλα τα πρεζόνια να έχουν φτιάξει ένα μεγάλο κύκλο, να χορεύουν μανιακά και να φωνάζουν «ΟΠΑ!».

Στο τέλος να σχίζουν τα λιγδιασμένα ρούχα τους, ίσως να βγάζουν και τις κέρινες μάσκες, και από κάτω να φοράνε λευκά μπλουζάκια με κάποιο χαζό μήνυμα που θα είχε σκεφτεί κάποιος σφουγγοκωλάριος του ΕΟΤ, κάτι σαν: «Έλα στην Greece για να φτιαχτείς» ή «I ‘m Greek… and i ‘m stoned»
Τότε, καθώς το φανάρι πρασίνιζε, ξεκίνησαν –σαν να είναι η φαντασία που πλάθει τον κόσμο- να σηκώνονται. Φεύγανε από την πλατεία, απρόσμενα αναζωογονημένοι, ακολουθώντας κάποιον που έμοιαζε να είναι ο αρχηγός τους, ένας μονόφθαλμος ανάμεσα στους τυφλούς.
Ρώτησα το Μάριο τι γινόταν.
«Τους ειδοποίησαν ότι κάπου γίνεται νταραβέρι», είπε εκείνος αλλάζοντας ταχύτητα.
Έτσι το flash mob της ηρωίνης έμεινε στη φαντασία μου (όπου και συνηθίζουν να κρύβονται όλες αυτές οι ανόητες οντότητες), ενώ οι χορευτές πήγαν να χορέψουν ένα διαφορετικό συρτάκι… Ένα φιξάκι.

3) Silicon Valley και Εξάρχεια
Βγήκαμε από την «Dealing area, secured by Greek Police» και παρκάραμε σε πιο ασφαλή περιοχή, στην οδό Στουρνάρη.
«Αυτή», μου είπε ο Μάριος, «ήταν κάποτε η Σίλικον Βάλεϊ της Ελλάδας.»
Όποτε ακούω τέτοιες συγκρίσεις, ακόμα και όταν λέγονται ως αστείο, δεν μπορώ παρά να σκεφτώ τη Ζωζώ Σαπουντζάκη. Γι’ αυτήν δε λέγανε ότι είναι η Τίνα Τάρνερ της Ελλάδας; Ή μήπως ήταν η Ρίτα Σακελλαρίου;
Και ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου είναι ο Μπρους Σπρίνγκστιν της Ελλάδας, ενώ η Βίσση όταν μεγαλώσει θέλει να γίνει Μαντόνα –της Ελλάδας πάντα. Η Ελλάδα ήθελε να γίνει Δανία του Νότου και η Κύπρος Νορβηγία της Μεσογείου.
Αναρωτιέμαι… Τον Παπαδιαμάντη, τον Καζαντζάκη και τον Κουν τους παρομοίαζαν με κάποιους ξένους ομότεχνούς τους;
Στη Σίλικον Βάλεϊ της Ελλάδας μάλλον έπεσε περονόσπορος. Τα μισά μαγαζιά ήταν κλειστά, με τα «Ενοικιάζεται», «Πωλείται», «Εκποίηση» να θυμίζουν τη μοίρα του μεσογειακού νότου, και στα άλλα μισά οι ιδιοκτήτες περίμεναν την άνοιξη –για να έχουν μύγες να κυνηγάνε.
Η περιβόητη ανάπτυξη του Στουρνάρα μάλλον αφορά μόνο στους Μπιλ Γκέιτς της Ελλάδας.
Περάσαμε έξω από ένα κτίριο όπου κανείς δεν σκοτώθηκε κατά τη διάρκεια της Χούντας και κατευθυνθήκαμε προς τον ομφαλό της αναρχοαυτόνομης Γης, την πλατεία Εξαρχείων.
Δεν ήμουνα ποτέ θαμώνας της, αλλά στη μνήμη μου δέσποζε σαν ένα μυθικό μέρος, κάτι σαν τη Μέση Γη της Τριλογίας του Δαχτυλιδιού, όπου τα πάντα μπορούσαν να συμβούν.
Δεν την είχα περπατήσει στην ακμή της, τότε που την αλώνιζαν οι μυθικές φιγούρες του Νικόλα, της Κατερίνας και του Παύλου, των βασιλιάδων που όλα εμείς τα Χόμπιτ συνηθίζουμε να λατρεύουμε.
Την πρόλαβα στην παρακμή της, στα μέσα της δεκαετίας του ενενήντα, όταν το Γκόλουμ είχε πάρει το δαχτυλίδι και πήγαινε να το παραδώσει στον Σάουρον. Το Κακό και τα Ορκ του επικράτησαν, σε αντίθεση με όσα ισχυρίζεται ο Τόλκιν, κι εμείς περιμένουμε έναν Άραγκορν να μας σώσει –ή έστω έναν Φρόντο.
Η πλατεία μου φάνηκε τόσο… μικρή. Δεν ξέρω αν έφταιγε η ανάπλαση (ούτε αν της κάνουν ανάπλαση) ή αν απλά εγώ έγινα πολύ μεγάλος για να πιστεύω σε βασιλιάδες.
Ο Μάριος με ρώτησε αν πεινούσα και αν ήθελα να με κεράσει κάτι. Βεβαίως και ήθελα και ήξερα και το μέρος: Ο ανεξίτηλος «Κάβουρας», όπου τρώγαμε πριν αρχίσουμε το μακρύ πηγαιμό για το Λυκαβηττό.
orc-army
Τίποτα όμως δεν είναι ανεξίτηλο, τίποτα δεν είναι άφθαρτο, πέρα από τις αναμνήσεις μας.
Μέσα στον Κάβουρα ένιωσα λες και βρισκόμουν σε τράπεζα ή σε πολιτικό γραφείο. Τόσοι πολλοί κουστουμαρισμένοι και η διακόσμηση, τα έπιπλα, όλα σαν τη σελίδα 128 του καταλόγου της ΙΚΕΑ.
Πήρα δυο πίτες με γύρο (εκεί κάτω δεν είναι σάντουιτς, καρντάση, ούτε τα φτιάχνουν τόσο μεγάλα) και όταν ο Μάριος με ρώτησε αν ήθελα να κάτσουμε για να φάμε αρνήθηκα.
«Στο δρόμο», του είπα και έφυγα όσο πιο γρήγορα μπορούσα, χωρίς να γυρίσω να κοιτάξω πίσω την πλατεία, για να μη γίνουν οι αναμνήσεις μου στήλες άλατος σαν τη γυναίκα κάποιου που θέλησε να δει για τελευταία φορά τα Σόδομα και τα Γόμορρα, αυτά που κατεδάφισε ο Γιαχβέ για να φτιάξει parking lot, αγαπητέ μου Λωτ.

4) Η Ένατη Πύλη των Κόμιξ
Το comicon-shop βρίσκεται κάτω από τα γραφεία της Μαμούθ Κόμιξ. Και η Μαμούθ Κόμιξ είναι η Marvel Comics της Ελλάδας -όσοι έχετε γεννηθεί πριν το ’90 θα το γνωρίζετε.
Όταν πρότειναν στο Μάριο να αναλάβει το μαγαζί εκείνος δυσανασχέτησε. Δεν είναι θιασώτης της εργασίας, γιατί -όπως ο Σόλων και ο Λουκάς- έχει πολύ καλύτερα πράγματα να κάνει.
Αλλά καθώς βρισκόταν μέσα στο εγκαταλειμμένο μαγαζί με τους «Μαμούθ» και απέκρουε τις προτάσεις τους είδε δυο πιτσιρίκια να χώνουν τα μούτρα τους στη σκονισμένη βιτρίνα. Έπειτα ένα από αυτά πήρε το θάρρος, άνοιξε την πόρτα και ρώτησε: «Θα… ξανανοίξετε;»
Οι Μαμούθ κοίταξαν το Μάριο κι εκείνος απάντησε χωρίς καθόλου να το σκεφτεί: «Ναι!»
kids-reading-comics Μπαίνοντας στο comicon-shop ένιωσα το ίδιο δέος όπως εκείνο το πιτσιρίκι –αν και δεν γνώριζα ακόμα την ιστορία που προανέφερα. Ήθελα να πάω στο σπίτι, να σπάσω τον κουμπαρά μου -που κουδούνιζε από τα λεφτά που κέρδισα λέγοντας τα κάλαντα, και να αγοράσω όσο περισσότερα τεύχη μπορούσα, μαζί με ενάμιση λίτρο πορτοκαλάδα με ανθρακικό και μια μεγάλη συσκευασία γεμιστά μπισκότα Παπαδοπούλου. Να κλείσω την ΥΕΝΕΔ, να κάτσω στο κρεβάτι και να το γεμίσω ψίχουλα και ήχους: «Καμπούμ, ζναπ, σλαπ, ζβουινγκ, κλαψ, μπαμ, φρουφ, ντόινγκ…»
 Το κόμιξ είναι συνώνυμο της παιδικότητας, όπως η πολιτική είναι συνώνυμο της κλεψιάς και του ψεύδους. Ακόμα και αν διαβάζεις το «Κεφάλαιο» του Μάρξ σε κόμιξ (ναι! υπάρχει!) ή το Logicomix, ακόμα και αν διαβάζεις Ron Cobb, Reiser ή το «Φαβορίτη», αισθάνεσαι να γίνεσαι παιδί, για ένα λόγο που ο Πιαζέ θα εξηγούσε έξοχα: Τα παιδιά λειτουργούν αυτιστικά, περισσότερο με εικόνες και σύμβολα, παρά με αφηρημένες έννοιες. Ρωτήστε και την Τεμπλ Γκράντιν, αν έχετε αμφιβολίες.
Ένα παιδί δε θα καταλάβει τίποτα για την ελευθερία αν του διαβάσετε τα τέσσερα δοκίμια του Isaiah Berlin «Περί ελευθερίας». Δείξτε ‘του την εικόνα ενός ανοικτού κλουβιού, άδειου, με το καναρίνι να πετάει προς τον ουρανό και (ακόμα και το δίχρονο) θα καταλάβει τι θέλετε να του πείτε.
Ο Μάριος με την κυρά του, την Αναστασία, έμοιαζαν να είναι οι τέλειοι οικοδεσπότες για ένα τέτοιο μέρος. Ενώ κατείχαν τις απόκρυφες γνώσεις της ένατης τέχνης, δεν συμπεριφέρονταν ως μάγοι, αλλά ως καλικάντζαροι, που πηδούσαν από ράφι σε ράφι και ξετρύπωναν τα απόκρυφα ευαγγέλια της χαμένης μας παιδικότητας, ακόμα κι αν αυτή εκφραζόταν με στίχους του Καβάφη ή με «άσεμνες» εικονογραφήσεις του Μανάρα.
Σας έχει τύχει ποτέ να βρεθείτε στο σπίτι νέων γονιών; Που βγάζουν το άλμπουμ με τις φωτογραφίες του μωρού τους –μόλις έκλεισε τους έξι μήνες- και αρχίζουν να σας δείχνουν περήφανοι εκατοντάδες παρόμοιες φωτογραφίες του μωρού, εξηγώντας σας με λεπτομέρειες πως και γιατί τραβήχτηκε η κάθε φωτογραφία;
Έτσι αισθάνεται κάθε καλλιτέχνης για τη δουλειά του, έτσι αισθάνεται κάθε άνθρωπος που αγαπάει αυτό που κάνει: Σαν να δείχνει τις φωτογραφίες του μωρού του.
Παρακολουθώντας ‘τους, το Μάριο και την Αναστασία, κατάλαβα ποιο είναι το μεγαλείο και το δράμα της χώρας μας: Ότι οι άνθρωποι που αγαπάνε τη ζωή είναι αναγκασμένοι να απολογούνται και να χρηματοδοτούν εκείνους που την φθονούν.
Δράμα, γιατί οι φθονεροί επικρατούν. Μεγαλείο, γιατί οι ζωντανοί συνεχίζουν.
Ίσως αυτή (η παραπάνω πρόταση) να είναι η πιο σύντομη ιστορία της ανθρωπότητας.

ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Το Loutraki One σέβεται όλες τις απόψεις, αλλά προτιμά τα Eλληνικά και όχι τα greeklish, το χιούμορ και όχι τις ύβρεις.

Επειδή το Loutraki One πιστεύει στη δύναμη του διαλόγου, αλλά όχι στην εμπαθή και στείρα αντιπαράθεση μόνο για το θεαθήναι, διατηρεί το δικαίωμά του να μην αναρτά σχόλια που είναι υπέρ το δέον υβριστικά ή άσχετα με το άρθρο, που αναφέρονται σε προσωπικά δεδομένα τoυ αρθρογράφoυ ή που δεν περιέχουν το e-mail του αποστολέα. Tο email των αποστολέων σχολίων δεν εμφανίζεται δημόσια.