"Εάν καταρρεύσει το ευρώ, η γερμανική επέλαση θα
συνεχισθεί, με τη δημιουργία δορυφόρων (Ολλανδία, Αυστρία κλπ.), καθώς
επίσης «οικονομικών ζωνών» – προτεκτοράτων δηλαδή ολοκληρωτικής επιρροής
της Γερμανίας (Ελλάδα, Ισπανία, Πορτογαλία κοκ), άμεσα εξαρτημένων από
τη βιομηχανία της.
Εάν δεν καταρρεύσει το ευρώ, η Γερμανία θα αναδειχθεί στον
αδιαφιλονίκητο ηγεμόνα της Ευρώπης – με την δουλική υποταγή όλων των
«εταίρων» της, στις δικές της επιθυμίες και στα δικά της σχέδια.
Όπως έχει πει άλλωστε ο J. Adams, ο δεύτερος πρόεδρος των Η.Π.Α.: Υπάρχουν δύο δυνατότητες για να λεηλατήσεις και να υποδουλώσεις μία χώρα ή μία ήπειρο: Η πρώτη από αυτές είναι το ξίφος, τα όπλα. Η δεύτερη είναι η υπερχρέωση”.
Γράφει ο Βασίλης Βιλιάρδος
Η γνωστή διαδικασία, σύμφωνα με την οποία ο γερμανικός «λαός», ερμηνευμένος, ως συνήθως αυθαίρετα, από τα ΜΜΕ, διαμαρτύρεται για κάτι και ζητάει απαιτητικά τη διόρθωση του από την εκάστοτε κυβέρνηση, τηρήθηκε επακριβώς και στο θέμα του χρυσού. Έτσι λοιπόν, μετά από τις μέσω των ΜΜΕ «λαϊκές επιθέσεις» εναντίον της κεντρικής τράπεζας (Bundesbank), ζητήθηκε εκ μέρους των Πολιτών η επιστροφή τουχρυσού στη Γερμανία από τις χώρες, στις οποίες ήταν
αποθηκεμένος:
από τις κεντρικές τράπεζες της Γαλλίας (374 τόνοι ή 11% των συνολικών αποθεμάτων), της Μ. Βρετανίας (450 τόνοι ή 13% των αποθεμάτων) και των Η.Π.Α. (1.536 τόνοι ή 45% των αποθεμάτων) – με το υπόλοιπο 31% (1.036 τόνοι) να είναι ήδη στα θησαυροφυλάκια της γερμανικής κεντρικής τράπεζας στη Φρανκφούρτη.
Ουσιαστικά λοιπόν φαίνεται πως το μεγαλύτερο μέρος του γερμανικού χρυσού είναι ακόμη αποθηκεμένο στα θησαυροφυλάκια των νικητριών δυνάμεων του 2ου Παγκοσμίου πολέμου, τουλάχιστον όσον αφορά την πρώην Δ. Γερμανία – ενώ για την πρώην Ανατολική δεν υπάρχουν ανάλογες πληροφορίες.
Σύμφωνα τώρα με πρόσφατες αναφορές των ΜΜΕ, η Γερμανία απαίτησε την επιστροφή του χρυσού της, καταρχήν από την κεντρική τράπεζα της Γαλλίας – ενώ ενδεχομένως θα ακολουθήσει την ίδια τακτική και με τις δύο άλλες χώρες, παρά το ότι, κατά την επίσημη ανακοίνωση, θα συνεχίσει να διατηρεί αποθέματα χρυσού στους τόπους που κυρίως διαπραγματεύεται το πολύτιμο μέταλλο: στο Λονδίνο και στη Ν. Υόρκη.
Ανεξάρτητα δε από το γεγονός ότι, κατά τη γνώμη μας η Γερμανία προετοιμάζεται κρυφά για το ενδεχόμενο της υιοθέτησης του μάρκου (η αξία του οποίου θα ήταν πολύ μεγαλύτερη, εάν συνδεόταν με το χρυσό), ειδικά εάν η κατάσταση στην Ιταλία, καθώς επίσης στην Ισπανία επιδεινωθεί (κάτι που φαίνεται εξαιρετικά πιθανόν), θεωρούμε πως το ξαφνικό ενδιαφέρον για την επιστροφή του χρυσού στα εδάφη της, είναι ένα ακόμη δείγμα της μερκαντιλιστικής («Μερκελντιλιστικής») πολιτικής της καγκελαρίου – γεγονός που έχουμε επισημάνει σε πολλές αναλύσεις μας, όπως για παράδειγμα στα κείμενο «Μέρκελ η μερκαντιλίστρια» και «Η επέλαση του Βερολίνου».
Από την άλλη πλευρά ο χρυσός, στη φυσική του μορφή, θα είναι πιθανότατα ο μοναδικός κερδισμένος στα πλαίσια του συναλλαγματικού πολέμου που μαίνεται – αφού ανήκει σε εκείνα τα ελάχιστα περιουσιακά στοιχεία, απέναντι από τα οποία δεν υπάρχουν χρέη (με αποτέλεσμα να αυξάνεται η ζήτηση του από τους επενδυτές που δεν θέλουν να είναι αντιμέτωποι με πιστωτικά ρίσκα).
Επομένως, ο χρυσός είναι εξαιρετικά σημαντικός για τα κράτη σήμερα – γεγονός που τεκμηριώνεται, μεταξύ άλλων, από την αυξημένη ζήτηση του εκ μέρους της Κίνας, ενώ αιτιολογεί διαφορετικά την πρόθεση «επαναπατρισμού» του από τη Γερμανία.
ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΜΕΡΚΑΝΤΙΛΙΣΜΟΣ
Η οικονομική ιστορία διέπεται πρωτίστως από τη διαμάχη μεταξύ δύο κεντρικών καπιταλιστικών ιδεολογιών: του φιλελευθερισμού και του μερκαντιλισμού – ενώ σε όλο το προηγούμενο χρονικό διάστημα έχει αναμφίβολα επικρατήσει ο φιλελευθερισμός, «εξελισσόμενος» πολύ συχνά στο νεοφιλελευθερισμό τωνπαιδιών του Σικάγου.
Ειδικότερα, ο φιλελευθερισμός πιστεύει στην ιδιωτική πρωτοβουλία, καθώς επίσης στην ελευθερία των αγορών. Κατά το συγκεκριμένο σύστημα, ένα μικρό μέρος των επιχειρήσεων (κοινωφελείς, μονοπωλιακές κερδοφόρες, στρατηγικές) μπορεί να παραμένει στην ιδιοκτησία του κράτους – ενώ όλες οι υπόλοιπες πρέπει να ανήκουν σε ιδιώτες.
Η «εξέλιξη» του, ο νεοφιλελευθερισμός, απαιτεί να είναι ιδιωτικά τα πάντα, ακόμη και ο στρατός - με το κράτος να παραμένει ως ο «εγγυητής» της λειτουργίας της οικονομίας, ο αυστηρός επιτηρητής δηλαδή, με την υποχρέωση της τοποθέτησης και την ευθύνη της τήρησης των κανόνων που την διέπουν.
Αντίθετα, ο (νεο)μερκαντιλισμός πρεσβεύει ουσιαστικά ένα είδος κρατικού καπιταλισμού, το οποίο δίνει μεγάλη σημασία σε μία εθνική πολιτική, στα όρια ίσως της εθνικιστικής – στηριζόμενης οικονομικά, συναλλαγματικά επίσης, στα αποθέματα πολυτίμων μετάλλων (όπως λέγεται, “η εθνική πολιτική θα πρέπει να έχει στόχο τη συγκέντρωση όσο το δυνατόν μεγαλύτερων ποσοτήτων χρυσού και αργύρου“).
Το (νέο)φιλελεύθερο οικονομικό μοντέλο αντιμετωπίζει το κράτος, το δημόσιο τομέα δηλαδή, σαν από τη φύση του ληστρικό, διεφθαρμένο, ανεπαρκή και ανίκανο - ενώ θεοποιεί ουσιαστικά τον ιδιωτικό τομέα, ο στόχος του οποίου είναι το μέγιστο δυνατό κέρδος, με το ελάχιστο κόστος. Στα πλαίσια αυτά απαιτεί έναν αυστηρό και σαφή διαχωρισμό του κράτους από την ιδιωτική οικονομία (“η ελευθερία ως έσχατος στόχος και το άτομο ως έσχατη οντότητα της κοινωνίας”).
Από την άλλη πλευρά, ο μερκαντιλισμός θεωρεί τόσο τον κρατικό, όσο και τον ιδιωτικό τομέα ως συνεργάτες, οι οποίοι έχουν κοινούς στόχους – όπως, για παράδειγμα, την εσωτερική οικονομική ανάπτυξη ή την εθνική ισχύ. Αν και πολλοί δε χαρακτηρίζουν ειρωνικά το μερκαντιλισμό ως αναποτελεσματικό κρατικό καπιταλισμό, όταν λειτουργεί σωστά (όπως συμβαίνει σήμερα κυρίως στην Κίνα, σε κάποιο βαθμό στη Γερμανία) είναι εξαιρετικά αποτελεσματικός.
Ιστορικά, ο μερκαντιλισμός προηγείται του φιλελευθερισμού - ο οποίος ακόμη και στη Μ. Βρετανία, στην πατρίδα του, υιοθετήθηκε μετά την ανάδειξη της σε μία παγκόσμια βιομηχανική δύναμη (στα μέσα του 17ου αιώνα).
Περαιτέρω, ο φιλελευθερισμός στηρίζεται στη ζήτηση, στην κατανάλωση κατά κάποιον τρόπο, θεωρώντας τον πελάτη βασιλιά - οπότε ο στόχος της φιλελεύθερης οικονομικής πολιτικής είναι η αύξηση των καταναλωτικών δαπανών των νοικοκυριών, γεγονός που απαιτεί την όσο το δυνατόν ανεμπόδιστη πρόσβαση τους σε φθηνά αγαθά και υπηρεσίες, καθώς επίσης τη μειωμένη φορολόγηση (το σημερινό αμερικανικό μοντέλο).
Ακολουθώντας τους κανόνες του «ιδρυτή» της ελεύθερης οικονομίας (A.Smith), πιστεύει πως τα προϊόντα πρέπει να παράγονται σε εκείνες τις χώρες, οι οποίες έχουν συγκριτικά μεγαλύτερα ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα – ενώ να εισάγονται από τις άλλες, ανταλλασσόμενα ουσιαστικά με τα προϊόντα που αυτές παράγουν φθηνότερα.
Αντίθετα, ο μερκαντιλισμός στηρίζεται στην προσφορά, στην παραγωγή δηλαδή - οπότε ο στόχος της μερκαντιλιστικής πολιτικής είναι η αριστοποίηση της δομής του εκάστοτε παραγωγικού μηχανισμού, έτσι ώστε να αυξάνεται συνεχώς η παραγωγικότητα του συνόλου της οικονομίας. Η κατανάλωση εδώ προϋποθέτει ότι, οι απασχολούμενοι θα εργάζονται συνεχώς περισσότερο, με μισθούς οι οποίοι θα τους εξασφαλίζουν απλά και μόνο την επιβίωση - έτσι ώστε τα προϊόντα που παράγουν να είναι όλο και πιο ανταγωνιστικά.
Συνεχίζοντας, ο φιλελευθερισμός πιστεύει ότι, η οικονομική ωφέλεια του εμπορίου πηγάζει από τις εισαγωγές - με την έννοια πως όσο πιο φτηνά είναι τα εισαγόμενα προϊόντα, τόσο το καλύτερο για την οικονομία, ακόμη και αν το αποτέλεσμα είναι ένα ελλειμματικό εμπορικό ισοζύγιο.
Ο μερκαντιλισμός, εντελώς αντίθετα, αντιμετωπίζει το εμπόριο σαν μέσο για την ισχυροποίηση της παραγωγής στο εσωτερικό, έτσι ώστε να αυξάνεται συνεχώς η απασχόληση - με αποτέλεσμα να προωθεί τις εξαγωγές (εισαγωγή θέσεων εργασίας), περιορίζοντας παράλληλα τις εισαγωγές (εξαγωγή θέσεων εργασίας).
Ουσιαστικά λοιπόν θεωρεί το παγκόσμιο εμπόριο σαν μία «διαδικασία μηδενικού αθροίσματος», με νικητές και ηττημένους – όπου οι χώρες που στηρίζονται στις εξαγωγές ζουν εις βάρος αυτών που είναι υποχρεωμένες να εισάγουν περισσότερα, από όσα εξάγουν.
ΛΟΙΠΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΩΝ ΔΥΟ ΑΝΤΙΜΑΧΟΜΕΝΩΝ ΣΥΣΤΗΜΑΤΩΝ
Η πλέον αντιπροσωπευτική χώρα του (νέο)φιλελευθερισμού είναι σήμερα οι Η.Π.Α. – ενώ του μερκαντιλισμού η Κίνα (η Γερμανία επίσης), η οποία ενισχύει και επιδοτεί όσο μπορεί την παραγωγή και τις εξαγωγές, διατηρώντας χαμηλή την εσωτερική κατανάλωση και τους μισθούς των εργαζομένων της (οι χαμηλοί μισθοί εδώ έχουν διπλή ωφέλεια για το κράτος: από τη μία πλευρά αναγκάζουν τα νοικοκυριά να καταναλώνουν λιγότερο, οπότε να εισάγονται ανάλογα μικρότερες ποσότητες, ενώ από την άλλη αυξάνουν την παραγωγικότητα των εργαζομένων, περιορίζοντας το κόστος παραγωγής των εγχωρίων προϊόντων).
Η κυβέρνηση της Κίνας χειραγωγεί στην κυριολεξία το νόμισμα της, έτσι ώστε να εξασφαλίζει την κερδοφορία των εξαγωγικών της επιχειρήσεων – ενώ η Γερμανία εφαρμόζει, πολύ πιο έξυπνα αλλά έμμεσα, την ίδια πολιτική, με τη βοήθεια της διατήρησης του ευρώ σε ανταγωνιστικά χαμηλή ισοτιμία, μέσω των οικονομικών προβλημάτων των «εταίρων» της.
Και οι δύο αυτές μερκαντιλιστικές χώρες διακρίνονται αφενός μεν για τις κρυφές επιδοτήσεις των εξαγωγικών τους επιχειρήσεων, αφετέρου για τα μεγάλα πλεονάσματα (Πίνακας Ι) των εμπορικών ισοζυγίων τους - ενώ οι Η.Π.Α., επίσης πολλά άλλα φιλελεύθερα κράτη, έχουν μεγάλα ελλείμματα στα ισοζύγια τους (όπως έχουμε αναλύσει στα άρθρα: Ευρωπαϊκές ασυμμετρίες και Ασύμμετρη παγκοσμιοποίηση).
ΠΙΝΑΚΑΣ I: Οι πιο πλεονασματικές και ελλειμματικές οικονομίες παγκοσμίως, με κριτήριο το εμπορικό ισοζύγιο – σε εκ. $ το 2010
Πηγή: WP
Πίνακας: Β. Βιλιάρδος
Σημείωση: Τα πλεονάσματα της Ρωσίας και της Σ. Αραβίας προέρχονται από τις εξαγωγές ενέργειας, οπότε δεν μπορούν να χαρακτηρισθούν ως αμιγώς μερκαντιλιστικές. Η Ιαπωνία είναι μία ιδιάζουσα περίπτωση, ειδικά μετά την οικονομική επίθεση που δέχθηκε από τις Η.Π.Α. τη δεκαετία του 80 – η οποία την καταδίκασε σε μία υπερεικοσαετή ύφεση.
Από την (νέο)φιλελεύθερη πλευρά, οι επιδοτήσεις των μερκαντιλιστικών χωρών κάνουν φτωχούς τους πολίτες τους - ενώ παράλληλα κερδίζουν οι καταναλωτές των άλλων κρατών, δαπανώντας πολύ λιγότερα χρήματα για τα προϊόντα που αγοράζουν (αφού τα εισάγουν σε πολύ χαμηλότερες τιμές, οι οποίες ουσιαστικά είναι χαμηλότερες λόγω της επιδότησης τους, μέσω του κρατικού μηχανισμού, από τους φορολογούμενους της Κίνας ή της Γερμανίας).
Από μερκαντιλιστικής πλευράς, οι επιδοτήσεις αφενός μεν εξασφαλίζουν τις θέσεις εργασίας, αφετέρου οικοδομούν μία σύγχρονη οικονομία, η οποία μπορεί να εξασφαλίζει τη μακροπρόθεσμη ευημερία των πολιτών.
Ουσιαστικά λοιπόν, οι φιλελεύθεροι επιτυγχάνουν την (μεσοπρόθεσμη) ευημερία των πολιτών τους εις βάρος των μερκαντιλιστών, οι οποίοι την επιδοτούν – με τους τελευταίους να προσβλέπουν σε μακροπρόθεσμα οφέλη.
Στο παράδειγμα της Ευρωζώνης, οι χώρες του Νότου (φιλελεύθερες) ευημερούσαν τα πρώτα χρόνια μετά την εισαγωγή του ευρώ, εις βάρος της Γερμανίας και των υπολοίπων μερκαντιλιστικών κρατών του Βορά – με την κατάσταση σήμερα να έχει αντιστραφεί.
Στα πλαίσια αυτά, όταν κρίνουμε, θετικά ή αρνητικά, την πολιτική λιτότητας που απαιτεί η Γερμανία να εφαρμόζουν απαρέγκλιτα οι χώρες του Νότου, οφείλουμε να την εξετάζουμε σε σχέση με το είδος του καπιταλιστικού συστήματος, το οποίο επιλέγεται. Εάν λοιπόν επρόκειτο για τη φιλελεύθερη εκδοχή του, τότε η πολιτική λιτότητας είναι πράγματι καταστροφική.
Αντίθετα, εάν ο απώτερος στόχος είναι η «μετάλλαξη» της ευρωπαϊκής οικονομίας σε μερκαντιλιστική, ανάλογη με αυτήν της Γερμανίας, τότε η πολιτική λιτότητας είναι απολύτως σωστή – αφού δημιουργούνται σταδιακά οι κατάλληλες προϋποθέσεις, με τη βοήθεια της «εσωτερικής υποτίμησης» (χαμηλοί μισθοί, περιορισμένες δημόσιες παροχές, αύξηση της παραγωγικότητας κλπ.), οι οποίες εξασφαλίζουν την ανάπτυξη μέσω της αύξησης των εξαγωγών, καθώς επίσης της μείωσης των εισαγωγών.
ΕΝΔΙΑΜΕΣΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Η ειρηνική συνύπαρξη των δύο παραπάνω διαφορετικών καπιταλιστικών μοντέλων φαίνεται πως πλησιάζει στο τέλος της – γεγονός που οριοθετεί το ξέσπασμα της χρηματοπιστωτικής κρίσης. Όπως διαπιστώνεται, «το καταναλωτικό πάρτι» των φιλελεύθερων κρατών, όπου επί πλέον η μη ισορροπημένη κατανομή των εισοδημάτων οδήγησε τους φτωχότερους στην κατανάλωση με δανεικά, με αποτέλεσμα την υπερχρέωση τους, σταμάτησε ξαφνικά - ενώ κινδυνεύει να καταρρεύσει η μεσαία τάξη, παρασέρνοντας μαζί της τα πάντα.
Στα πλαίσια αυτά, οι προοπτικές της φιλελεύθερης Δύσης είναι μάλλον δυσοίωνες – με εξαίρεση ίσως τη μερκαντιλιστική Γερμανία («ίσως», επειδή θα κληθεί να πληρώσει μεγάλο μέρος του λογαριασμού, ανήκοντας στη Δύση – εκτός εάν απομονωθεί με βιώσιμο τρόπο, επιστρέφοντας τάχιστα στο μάρκο). Το γεγονός αυτό οφείλεται στο ότι, εκλείπουν οι δυνατότητες ανάπτυξης – χωρίς την οποία είναι αδύνατον να εξοφληθούν ποτέ τα συσσωρευμένα δημόσια και ιδιωτικά χρέη. Παράλληλα, η ανεργία καλπάζει, με πιθανότερο αποτέλεσμα το ξέσπασμα μεγάλων κοινωνικών αναταραχών και εξεγέρσεων.
Από την άλλη πλευρά, η μερκαντιλιστική Ανατολή (Κίνα, Κορέα, Ταιβάν κλπ.) θα αντιμετωπίσει επίσης δυσκολίες, λόγω των προβλημάτων των χωρών της Δύσης, οι οποίες καταναλώνουν τα προϊόντα της -προσπαθώντας πιθανότατα να καλύψει τη διαφορά με τη βοήθεια της αύξησης της εσωτερικής κατανάλωσης. Εν τούτοις, καμία από τις δύο περιοχές του πλανήτη δεν μπορεί να νοιώθει ασφάλεια – αφού είναι μάλλον απίθανο να μην υπάρξουν μεγάλες γεωπολιτικές εντάσεις, με άγνωστα αποτελέσματα.
ΟΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΙΔΙΑΤΕΡΟΤΗΤΕΣ
Είναι προφανές ότι σε γενικές γραμμές οι χώρες, οι οποίες στηρίζονται στο (νέο)φιλελεύθερο μοντέλο, έχουν ανάγκη από ισχυρά νομίσματα – αφού με τον τρόπο αυτό μπορούν να εισάγουν φθηνότερα τα αγαθά που έχουν ανάγκη. Αντίθετα, τα μερκαντιλιστικά κράτη είναι υποχρεωμένα να διατηρούν χαμηλή την ισοτιμία των νομισμάτων τους, έτσι ώστε να «επιδοτούνται» οι εξαγωγές τους.
Υπάρχει όμως και μία ενδιάμεση κατηγορία – εκείνα τα μερκαντιλιστικά κράτη που εξάγουν προϊόντα υψηλής προστιθέμενης αξίας (όπως μηχανήματα, αυτοκίνητα, τεχνολογία κλπ.), τα οποία μπορούν να πουλούν σε αυξημένες τιμές, μη έχοντας ανταγωνισμό.
Επειδή τώρα η παραγωγή των προϊόντων αυτών απαιτεί εισαγωγές πρώτων υλών (ενέργεια, μέταλλα κλπ.), ωφελούνται περισσότερο από ένα ισχυρό νόμισμα, αρκεί να μην υπερβαίνει κάποια ανώτατα όρια (στο παράδειγμα της Γερμανίας, το ευρώ να μην είναι υψηλότερο από το 1,50 σε σχέση με το δολάριο). Ειδικά όσον αφορά τη Γερμανία, διαθέτει ένα ακόμη πλεονέκτημα: το ότι σε ποσοστό άνω του 50% εξάγει σε χώρες της Ευρωζώνης, με τις οποίες έχει το ίδιο νόμισμα (οπότε η αύξηση της ισοτιμίας του δεν επιβαρύνει τις συνολικές εξαγωγές της).
Συνεχίζοντας, σε αντίθεση με τη Γερμανία, η Κίνα εξάγει κυρίως καταναλωτικά προϊόντα, τα οποία μπορούν να παραχθούν από κάθε άλλη χώρα. Το μοναδικό πλεονέκτημα της λοιπόν είναι η φθηνότερη, η ανταγωνιστικότερη δηλαδή παραγωγή και πώληση τους – επομένως, δεν έχει την πολυτέλεια της διατήρησης ενός ισχυρού νομίσματος, το οποίο θα έκανε ακριβότερα τα προϊόντα της στο εξωτερικό. Ευτυχώς δε για την ίδια, διαθέτει ενεργειακά αποθέματα και πρώτες ύλες – οπότε δεν είναι σε τέτοιο βαθμό εξαρτημένη από τις εισαγωγές τους, όπως η Γερμανία.
Με βάση τα παραπάνω και με δεδομένο το ότι, η χώρα που εισάγει τα περισσότερα προϊόντα παγκοσμίως είναι οι Η.Π.Α., ακολουθούμενη από την ΕΕ, διαπιστώνονται οι παρακάτω ιδιαιτερότητες:
(α) Οι Η.Π.Α. είναι υποχρεωμένες να έχουν ένα ισχυρό νόμισμα, εάν βέβαια παραμείνουν στο σύστημα του (νέο)φιλελευθερισμού – αφού διαφορετικά οι τιμές των προϊόντων που εισάγουν (θα) αυξάνονται συνεχώς. Πόσο μάλλον όταν οι Η.Π.Α. δεν είναι πλέον ενεργειακά αυτόνομες – γεγονός που προσπαθούν να καλύψουν με την εισβολή (άλλοτε οικονομική, άλλοτε πολεμική), σε χώρες που διαθέτουν ενέργεια, όπως στο Ιράκ.
Η ανάγκη αυτή επιτείνεται από το ότι, εάν το δολάριο θέλει να διατηρήσει τη θέση του (παγκόσμιο αποθεματικό νόμισμα), η οποία εκτός των πολλών άλλων πλεονεκτημάτων, εξασφαλίζει στην υπερδύναμη πολύ χαμηλά επιτόκια δανεισμού, παράλληλα με το ότι δεν μπορεί να χρεοκοπήσει (αφού οι υποχρεώσεις της εξοφλούνται σε δολάρια, τα οποία «τυπώνει» μόνη της), τότε δεν πρέπει να απαξιωθεί.
Εν τούτοις, η υπερχρέωση της υπερδύναμης, καθώς επίσης τα τεράστια ελλείμματα του κρατικού προϋπολογισμού, σε συνδυασμό με τον περιορισμό του ρυθμού ανάπτυξης και την κλιμακούμενη μετανάστευση των αμερικανικών επενδυτικών κεφαλαίων προς την αναπτυσσόμενη Ασία, την υποχρεώνουν να αυξάνει την ποσότητα χρήματος (πακέτα στήριξης QE) – μεταξύ άλλων, για να επιλυθεί το πρόβλημα της υπερχρέωσης πληθωριστικά, με αποτέλεσμα όμως να μειώνεται συνεχώς η ισοτιμία του δολαρίου.
Παράλληλα το ΔΝΤ, μη έχοντας προφανώς κατανοήσει τις παρενέργειες της πολιτικής λιτότητας που επέβαλλε στην Ελλάδα (στην Ιρλανδία, στην Πορτογαλία κλπ.), λειτούργησε αρνητικά για τα συμφέροντα της υπερδύναμης – αφού με τον τρόπο αυτό (πόσο μάλλον όταν πάψουν να επηρεάζουν οι εταιρείες αξιολόγησης με τις εκτιμήσεις τους την ευρωπαϊκή οικονομία), ενισχύεται το ευρώ.
Η ενίσχυση αυτή του ευρώ είναι εις βάρος φυσικά του δολαρίου – γεγονός που σημαίνει ότι, το ΔΝΤ έπεσε στην παγίδα της Γερμανίας και έπαιξε το παιχνίδι της (πιθανότατα αυτή είναι η πραγματική αιτία της αλλαγής της στάσης του ΔΝΤ, όσον αφορά τα ελλειμματικά κράτη της Ευρωζώνης, όπως την είδαμε εν πρώτοις στην Ιρλανδία - σήμερα στην Ελλάδα και στην Πορτογαλία).
Η εναλλακτική λύση τώρα των Η.Π.Α., η «μετάλλαξη» τους δηλαδή σε μία μερκαντιλιστική καπιταλιστική οικονομία, δεν είναι καθόλου εύκολη – αφού η χώρα έχει σε μεγάλο βαθμό αποβιομηχανοποιηθεί, ευρισκόμενη σε πορεία παρακμής. Παρά τις προσπάθειες λοιπόν κάποιων εταιρειών της, οι οποίες έχουν κατανοήσει το πρόβλημα (όπως, για παράδειγμα, της Apple, η οποία μεταφέρει την παραγωγή της πίσω στις Η.Π.Α.), η κατάσταση δεν είναι εύκολα ανατρέψιμη.
(β) Οι μεγάλες ελλειμματικές και υπερχρεωμένες χώρες της Ευρωζώνης, ειδικά η Γαλλία, η Ιταλία και η Ισπανία,είναι υποχρεωμένες να έχουν ένα ασθενές νόμισμα, εάν θέλουν να επιλύσουν τα προβλήματα τους πληθωριστικά, επιβοηθούμενες από τις εξαγωγές.
Η μετάλλαξη τους όμως σε μερκαντιλιστικές οικονομίες (οι οποίες θα μπορούν αργότερα να παράγουν προϊόντα υψηλής προστιθέμενης αξίας, όπως η Γερμανία, οπότε να αντέχουν ένα ισχυρότερο νόμισμα), είναι εξαιρετικά δύσκολη – επειδή έχουν σε μεγάλο βαθμό αποβιομηχανοποιηθεί.
Δυστυχώς για τις χώρες αυτές, οι εντελώς αντίθετες επιδιώξεις της Γερμανίας εμποδίζουν ένα τέτοιο ενδεχόμενο – με αποτέλεσμα να κινδυνεύουν να μετατραπούν σε «τευτονικούς» δορυφόρους, απολύτως εξαρτημένες από την ευρύτερη οικονομική πολιτική της Γερμανίας (πακέτα διάσωσης, δανεισμός από την ΕΚΤ κοκ.).
(γ) Οι μικρότερες χώρες της Ευρωζώνης, όπως για παράδειγμα η Ελλάδα, στις οποίες επιβλήθηκε εκβιαστικά μία πολιτική λιτότητας άνευ προηγουμένου, σχεδιάζεται, όπως φαίνεται, να μετατραπούν σε μικρές μερκαντιλιστικές οικονομίες, εξαρτημένα προτεκτοράτα της Γερμανίας (με τη δημιουργία ειδικών οικονομικών ζωνών κλπ.).
Εάν δε διαθέτουν ενεργειακά αποθέματα, τότε μάλλον θα «κατασχεθούν» – με την έννοια του ότι θα χρησιμοποιηθούν για την εξόφληση των υποχρεώσεων τους, οι οποίες συνεχώς θα αυξάνονται (μέσω της καταδίκης τους σε ύφεση, η οποία περιορίζει τα φορολογικά έσοδα, της εκποίησης της δημόσιας περιουσίας τους κοκ.)
(δ) Οι χώρες τώρα της ΕΕ, οι οποίες έχουν τα ίδια προβλήματα με τις Η.Π.Α., όπως για παράδειγμα η Μ. Βρετανία, ευρίσκονται σε πολύ πιο δύσκολη θέση από την υπερδύναμη – ενώ απειλείται τα μέγιστα η βιωσιμότητα τους από τη Γερμανία.
(ε) Η Κίνα και οι υπόλοιπες μερκαντιλιστικές ασιατικές οικονομίες κινδυνεύουν πολλαπλά – αφενός μεν από την υποτίμηση του δολαρίου (μείωση της αξίας των συναλλαγματικών αποθεμάτων τους, εισαγωγή πληθωριστικών πιέσεων κλπ.), αφετέρου από το ενδεχόμενο της επιστροφής του προστατευτισμού στις Η.Π.Α. (αύξηση των δασμών, εμπόδια στις εισαγωγές κλπ.).
(στ) Τέλος, οι υποανάπτυκτες οικονομίες του πλανήτη έχουν ήδη οδηγηθεί σε επισιτιστικές κρίσεις, τις οποίες έχει προκαλέσει η διοχέτευση της υπερβάλλουσας ρευστότητας στα χρηματιστήρια – ενώ κινδυνεύουν με πολεμικές εισβολές εκείνων των χωρών της Δύσης ή της αναπτυσσόμενης Ανατολής (Κίνα), οι οποίες θα θελήσουν να «υπεξαιρέσουν» το φυσικό πλούτο τους (ενεργειακά αποθέματα κλπ.). Η επέμβαση της Γαλλίας στο Μαλί το οποίο διαθέτει, μεταξύ άλλων, μεγάλα αποθέματα ουρανίου, απαραίτητα για τα πυρηνικά της εργοστάσια, είναι μάλλον ενδεικτική του τι θα συμβεί στο μέλλον.
ΤΟ ΤΕΤΑΡΤΟ ΡΑΙΧ
Όπως είναι γνωστό το πρώτο Ράιχ (αυτοκρατορία), η Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία του Γερμανικού Έθνους καλύτερα (962-1806), δημιουργήθηκε και διατηρήθηκε με τη βοήθεια συμβατικών πολέμων. Αντίθετα,το δεύτερο Ράιχ, η αυτοκρατορία που ίδρυσε ο Μπίσμαρκ δηλαδή (1871-1918) στηρίχθηκε αρχικά στην οικονομία – ενώ κατέρρευσε με τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο. Όσον αφορά την περίοδο αυτή, το 2ο Ράιχ, ο Keynes την περιγράφει ως εξής:
“Από αγροτική και κυρίως αυτοσυντήρητη, η Γερμανία μετασχηματίσθηκε σε μία απέραντη και περίπλοκη βιομηχανική μηχανή - εξαρτώμενη για τη λειτουργία της από την ισορροπία πολλών παραγόντων εκτός της Γερμανίας και εντός αυτής.
Μόνο λειτουργώντας αυτή η μηχανή αδιάκοπα και σε πλήρη δράση, μπορούσε να βρει απασχόληση στο εσωτερικό για τον αυξανόμενο πληθυσμό της και τα μέσα για να αγοράζει τα προς το ζην από το εξωτερικό(όπως και τότε, έτσι και σήμερα η Γερμανία δεν είναι μόνο πρωταθλήτρια στις εξαγωγές, αλλά και στις εισαγωγές). Η γερμανική μηχανή έμοιαζε με μία σβούρα, η οποία για να διατηρήσει την ισορροπία της έπρεπε να προοδεύει ολοένα και γρηγορότερα.
Γύρω από τη Γερμανία, σαν κεντρικό υποστύλωμα, συναθροίστηκε το υπόλοιπο του ευρωπαϊκούοικονομικού συστήματος - ενώ από την ευημερία και την επιχειρηματικότητα της Γερμανίας εξαρτιόταν κυρίως η ευημερία των υπολοίπων χωρών της ηπείρου.
Ο αυξανόμενος βηματισμός της Γερμανίας έδωσε στους γείτονες της μία διέξοδο για τα προϊόντα τους - σε αντάλλαγμα για την οποία, η επιχειρηματικότητα του Γερμανού εμπόρου τις εφοδίαζε για τις βασικές ανάγκες τους, σε χαμηλές τιμές.
Η Γερμανία δεν τροφοδοτούσε μόνο το εμπόριο χωρών της Ευρώπης, αλλά, στην περίπτωση μερικών από αυτές, προμήθευε ένα μεγάλο μέρος του απαιτουμένου για την ανάπτυξη τους κεφαλαίου, καθώς επίσης της οργάνωσης - γεγονός που ερμηνεύθηκε ως ένα σύστημα ειρηνικής διείσδυσης της σε ολόκληρη την Ευρώπη. Όλη η ήπειρος λοιπόν ανατολικά του Ρήνου περιήλθε με τη μέθοδο της ειρηνικής διείσδυσης σε γερμανική βιομηχανική τροχιά“.
Θεωρώντας αυτονόητες και δεδομένες τις ομοιότητες της σημερινής εποχής με τότε, οφείλουμε να προσθέσουμε ότι το τρίτο Ράιχ ακολούθησε τη Δημοκρατία της Βαϊμάρης (1918-1933). Πρόκειται για την εθνικοσοσιαλιστική Γερμανία του Χίτλερ (1933-1945), η οποία δημιουργήθηκε και διατηρήθηκε με τη βοήθεια συμβατικών πολέμων, όπως επίσης το πρώτο Ράιχ – ενώ κατέρρευσε με την ήττα της Γερμανίας στο δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο.
Σήμερα, όπως έχουμε ήδη αναφέρει σε προηγούμενες αναλύσεις μας (Το τέταρτο Ράιχ, οι Η.Π.Α. και η Ελλάδα), βιώνουμε τις προσπάθειες ίδρυσης του 4ου Ράιχ, ερήμην των Γερμανών πολιτών – το οποίο, όπως και το δεύτερο, στηρίζεται στον οικονομικό και όχι στο συμβατικό πόλεμο (ειρηνική διείσδυση).
Ειδικά όσον αφορά την πολιτική, έχει αρκετές ομοιότητες με το 3ο Ράιχ (εθνικοσοσιαλισμός, με την έννοια της μερκαντιλιστικής συνεργασίας επιχειρήσεων και κράτους για εθνικούς σκοπούς, όπου τη θέση των SS έχει αναλάβει η οικονομική αστυνομία, σε συνδυασμό με τις γερμανικές μυστικές υπηρεσίες – BND).
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Είναι προφανές ότι είμαστε αντιμέτωποι με πάρα πολλές και εξαιρετικά επικίνδυνες προκλήσεις – οι κυριότερες των οποίων είναι αφενός μεν ο συνεχιζόμενος πόλεμος μεταξύ των δύο βασικών καπιταλιστικών συστημάτων (φιλελευθερισμός και μερκαντιλισμός), ειδικά μετά την κατάρρευση της εναλλακτικής δυνατότητας, του τρίτου δρόμου (κομμουνισμός), αφετέρου η παρακμή της υπερδύναμης, σε συνδυασμό με την άνοδο της Γερμανίας και της Κίνας (με τους ακούσιους ή εκούσιους δορυφόρους τους).
Στα πλαίσια αυτά, οι επιλογές των μικρότερων κρατών, αλλά και των κάπως μεγαλύτερων (Γαλλία, Βρετανία, Ιταλία κλπ.), είναι εξαιρετικά δύσκολες - πόσο μάλλον των υπερχρεωμένων και βυθισμένων σε υφέσεις, από τις οποίες δεν φαίνεται να υπάρχει διέξοδος. Σε κάθε περίπτωση, οι «μονομερείς» δρόμοι δεν φαίνεται να έχουν λογική - αφού καμία από αυτές τις χώρες δεν έχει το κρίσιμο μέγεθος που προϋποθέτει η επιβίωση της στη σημερινή εποχή των έντονων «αναταράξεων» και της ασύμμετρης παγκοσμιοποίησης.
Ειδικά όσον αφορά την Ευρώπη, η μοναδική δυνατότητα που φαίνεται πως έχει στη διάθεση της, είναι η ένωση των ανεξάρτητων εθνικών κρατών μεταξύ τους, με αλληλεγγύη και χωρίς την πρωσική πλέον Γερμανία - αφού τα συμφέροντα τους είναι κοινά, αλλά ακριβώς αντίθετα από τις επιδιώξεις και τα σχέδια της Γερμανίας, τα οποία ευρίσκονται σε πορεία σύγκρουσης με τις Η.Π.Α. (ενώ οφείλει να αποφευχθεί αυτή τη ….φορά το οδυνηρό τέλος των προηγούμενων γερμανικών «αυτοκρατοριών»).
Στη συνέχεια η επιθετική αντιμετώπιση της κρίσης, με τη βοήθεια του παγώματος μέρους των χρεών, της υποτίμησης του ευρώ, του ελεγχόμενου πληθωρισμού, της ολοκληρωμένης λειτουργίας της ΕΚΤ, της διάσωσηςτων τραπεζών, της ρύθμισης του ασύδοτου χρηματοπιστωτικού συστήματος κλπ.
Η επιστροφή στη φιλελεύθερη οικονομία, σε περιβάλλον άμεσης δημοκρατίας μίας ενωμένης Ευρώπης, μακριά από τις παγίδες του νεοφιλελευθερισμού και του μερκαντιλισμού, η καλύτερη αναδιανομή των εισοδημάτων μέσω του ασφαλιστικού συστήματος (Σουηδικό μοντέλο) και όχι του φορολογικού, καθώς επίσης η οικοδόμηση σε σταθερά, βιώσιμα θεμέλια του κοινωνικού κράτους, θα ήταν τότε ρεαλιστικές και εφικτές προοπτικές – αρκεί φυσικά να μην καθυστερήσουμε και να μην προλάβει η Γερμανία να καταστρέψει ξανά την ειρήνη, καθώς επίσης την ήπειρο μας.
Όπως έχει πει άλλωστε ο J. Adams, ο δεύτερος πρόεδρος των Η.Π.Α.: Υπάρχουν δύο δυνατότητες για να λεηλατήσεις και να υποδουλώσεις μία χώρα ή μία ήπειρο: Η πρώτη από αυτές είναι το ξίφος, τα όπλα. Η δεύτερη είναι η υπερχρέωση”.
Γράφει ο Βασίλης Βιλιάρδος
Η γνωστή διαδικασία, σύμφωνα με την οποία ο γερμανικός «λαός», ερμηνευμένος, ως συνήθως αυθαίρετα, από τα ΜΜΕ, διαμαρτύρεται για κάτι και ζητάει απαιτητικά τη διόρθωση του από την εκάστοτε κυβέρνηση, τηρήθηκε επακριβώς και στο θέμα του χρυσού. Έτσι λοιπόν, μετά από τις μέσω των ΜΜΕ «λαϊκές επιθέσεις» εναντίον της κεντρικής τράπεζας (Bundesbank), ζητήθηκε εκ μέρους των Πολιτών η επιστροφή τουχρυσού στη Γερμανία από τις χώρες, στις οποίες ήταν
αποθηκεμένος:
από τις κεντρικές τράπεζες της Γαλλίας (374 τόνοι ή 11% των συνολικών αποθεμάτων), της Μ. Βρετανίας (450 τόνοι ή 13% των αποθεμάτων) και των Η.Π.Α. (1.536 τόνοι ή 45% των αποθεμάτων) – με το υπόλοιπο 31% (1.036 τόνοι) να είναι ήδη στα θησαυροφυλάκια της γερμανικής κεντρικής τράπεζας στη Φρανκφούρτη.
Ουσιαστικά λοιπόν φαίνεται πως το μεγαλύτερο μέρος του γερμανικού χρυσού είναι ακόμη αποθηκεμένο στα θησαυροφυλάκια των νικητριών δυνάμεων του 2ου Παγκοσμίου πολέμου, τουλάχιστον όσον αφορά την πρώην Δ. Γερμανία – ενώ για την πρώην Ανατολική δεν υπάρχουν ανάλογες πληροφορίες.
Σύμφωνα τώρα με πρόσφατες αναφορές των ΜΜΕ, η Γερμανία απαίτησε την επιστροφή του χρυσού της, καταρχήν από την κεντρική τράπεζα της Γαλλίας – ενώ ενδεχομένως θα ακολουθήσει την ίδια τακτική και με τις δύο άλλες χώρες, παρά το ότι, κατά την επίσημη ανακοίνωση, θα συνεχίσει να διατηρεί αποθέματα χρυσού στους τόπους που κυρίως διαπραγματεύεται το πολύτιμο μέταλλο: στο Λονδίνο και στη Ν. Υόρκη.
Ανεξάρτητα δε από το γεγονός ότι, κατά τη γνώμη μας η Γερμανία προετοιμάζεται κρυφά για το ενδεχόμενο της υιοθέτησης του μάρκου (η αξία του οποίου θα ήταν πολύ μεγαλύτερη, εάν συνδεόταν με το χρυσό), ειδικά εάν η κατάσταση στην Ιταλία, καθώς επίσης στην Ισπανία επιδεινωθεί (κάτι που φαίνεται εξαιρετικά πιθανόν), θεωρούμε πως το ξαφνικό ενδιαφέρον για την επιστροφή του χρυσού στα εδάφη της, είναι ένα ακόμη δείγμα της μερκαντιλιστικής («Μερκελντιλιστικής») πολιτικής της καγκελαρίου – γεγονός που έχουμε επισημάνει σε πολλές αναλύσεις μας, όπως για παράδειγμα στα κείμενο «Μέρκελ η μερκαντιλίστρια» και «Η επέλαση του Βερολίνου».
Από την άλλη πλευρά ο χρυσός, στη φυσική του μορφή, θα είναι πιθανότατα ο μοναδικός κερδισμένος στα πλαίσια του συναλλαγματικού πολέμου που μαίνεται – αφού ανήκει σε εκείνα τα ελάχιστα περιουσιακά στοιχεία, απέναντι από τα οποία δεν υπάρχουν χρέη (με αποτέλεσμα να αυξάνεται η ζήτηση του από τους επενδυτές που δεν θέλουν να είναι αντιμέτωποι με πιστωτικά ρίσκα).
Επομένως, ο χρυσός είναι εξαιρετικά σημαντικός για τα κράτη σήμερα – γεγονός που τεκμηριώνεται, μεταξύ άλλων, από την αυξημένη ζήτηση του εκ μέρους της Κίνας, ενώ αιτιολογεί διαφορετικά την πρόθεση «επαναπατρισμού» του από τη Γερμανία.
ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΜΕΡΚΑΝΤΙΛΙΣΜΟΣ
Η οικονομική ιστορία διέπεται πρωτίστως από τη διαμάχη μεταξύ δύο κεντρικών καπιταλιστικών ιδεολογιών: του φιλελευθερισμού και του μερκαντιλισμού – ενώ σε όλο το προηγούμενο χρονικό διάστημα έχει αναμφίβολα επικρατήσει ο φιλελευθερισμός, «εξελισσόμενος» πολύ συχνά στο νεοφιλελευθερισμό τωνπαιδιών του Σικάγου.
Ειδικότερα, ο φιλελευθερισμός πιστεύει στην ιδιωτική πρωτοβουλία, καθώς επίσης στην ελευθερία των αγορών. Κατά το συγκεκριμένο σύστημα, ένα μικρό μέρος των επιχειρήσεων (κοινωφελείς, μονοπωλιακές κερδοφόρες, στρατηγικές) μπορεί να παραμένει στην ιδιοκτησία του κράτους – ενώ όλες οι υπόλοιπες πρέπει να ανήκουν σε ιδιώτες.
Η «εξέλιξη» του, ο νεοφιλελευθερισμός, απαιτεί να είναι ιδιωτικά τα πάντα, ακόμη και ο στρατός - με το κράτος να παραμένει ως ο «εγγυητής» της λειτουργίας της οικονομίας, ο αυστηρός επιτηρητής δηλαδή, με την υποχρέωση της τοποθέτησης και την ευθύνη της τήρησης των κανόνων που την διέπουν.
Αντίθετα, ο (νεο)μερκαντιλισμός πρεσβεύει ουσιαστικά ένα είδος κρατικού καπιταλισμού, το οποίο δίνει μεγάλη σημασία σε μία εθνική πολιτική, στα όρια ίσως της εθνικιστικής – στηριζόμενης οικονομικά, συναλλαγματικά επίσης, στα αποθέματα πολυτίμων μετάλλων (όπως λέγεται, “η εθνική πολιτική θα πρέπει να έχει στόχο τη συγκέντρωση όσο το δυνατόν μεγαλύτερων ποσοτήτων χρυσού και αργύρου“).
Το (νέο)φιλελεύθερο οικονομικό μοντέλο αντιμετωπίζει το κράτος, το δημόσιο τομέα δηλαδή, σαν από τη φύση του ληστρικό, διεφθαρμένο, ανεπαρκή και ανίκανο - ενώ θεοποιεί ουσιαστικά τον ιδιωτικό τομέα, ο στόχος του οποίου είναι το μέγιστο δυνατό κέρδος, με το ελάχιστο κόστος. Στα πλαίσια αυτά απαιτεί έναν αυστηρό και σαφή διαχωρισμό του κράτους από την ιδιωτική οικονομία (“η ελευθερία ως έσχατος στόχος και το άτομο ως έσχατη οντότητα της κοινωνίας”).
Από την άλλη πλευρά, ο μερκαντιλισμός θεωρεί τόσο τον κρατικό, όσο και τον ιδιωτικό τομέα ως συνεργάτες, οι οποίοι έχουν κοινούς στόχους – όπως, για παράδειγμα, την εσωτερική οικονομική ανάπτυξη ή την εθνική ισχύ. Αν και πολλοί δε χαρακτηρίζουν ειρωνικά το μερκαντιλισμό ως αναποτελεσματικό κρατικό καπιταλισμό, όταν λειτουργεί σωστά (όπως συμβαίνει σήμερα κυρίως στην Κίνα, σε κάποιο βαθμό στη Γερμανία) είναι εξαιρετικά αποτελεσματικός.
Ιστορικά, ο μερκαντιλισμός προηγείται του φιλελευθερισμού - ο οποίος ακόμη και στη Μ. Βρετανία, στην πατρίδα του, υιοθετήθηκε μετά την ανάδειξη της σε μία παγκόσμια βιομηχανική δύναμη (στα μέσα του 17ου αιώνα).
Περαιτέρω, ο φιλελευθερισμός στηρίζεται στη ζήτηση, στην κατανάλωση κατά κάποιον τρόπο, θεωρώντας τον πελάτη βασιλιά - οπότε ο στόχος της φιλελεύθερης οικονομικής πολιτικής είναι η αύξηση των καταναλωτικών δαπανών των νοικοκυριών, γεγονός που απαιτεί την όσο το δυνατόν ανεμπόδιστη πρόσβαση τους σε φθηνά αγαθά και υπηρεσίες, καθώς επίσης τη μειωμένη φορολόγηση (το σημερινό αμερικανικό μοντέλο).
Ακολουθώντας τους κανόνες του «ιδρυτή» της ελεύθερης οικονομίας (A.Smith), πιστεύει πως τα προϊόντα πρέπει να παράγονται σε εκείνες τις χώρες, οι οποίες έχουν συγκριτικά μεγαλύτερα ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα – ενώ να εισάγονται από τις άλλες, ανταλλασσόμενα ουσιαστικά με τα προϊόντα που αυτές παράγουν φθηνότερα.
Αντίθετα, ο μερκαντιλισμός στηρίζεται στην προσφορά, στην παραγωγή δηλαδή - οπότε ο στόχος της μερκαντιλιστικής πολιτικής είναι η αριστοποίηση της δομής του εκάστοτε παραγωγικού μηχανισμού, έτσι ώστε να αυξάνεται συνεχώς η παραγωγικότητα του συνόλου της οικονομίας. Η κατανάλωση εδώ προϋποθέτει ότι, οι απασχολούμενοι θα εργάζονται συνεχώς περισσότερο, με μισθούς οι οποίοι θα τους εξασφαλίζουν απλά και μόνο την επιβίωση - έτσι ώστε τα προϊόντα που παράγουν να είναι όλο και πιο ανταγωνιστικά.
Συνεχίζοντας, ο φιλελευθερισμός πιστεύει ότι, η οικονομική ωφέλεια του εμπορίου πηγάζει από τις εισαγωγές - με την έννοια πως όσο πιο φτηνά είναι τα εισαγόμενα προϊόντα, τόσο το καλύτερο για την οικονομία, ακόμη και αν το αποτέλεσμα είναι ένα ελλειμματικό εμπορικό ισοζύγιο.
Ο μερκαντιλισμός, εντελώς αντίθετα, αντιμετωπίζει το εμπόριο σαν μέσο για την ισχυροποίηση της παραγωγής στο εσωτερικό, έτσι ώστε να αυξάνεται συνεχώς η απασχόληση - με αποτέλεσμα να προωθεί τις εξαγωγές (εισαγωγή θέσεων εργασίας), περιορίζοντας παράλληλα τις εισαγωγές (εξαγωγή θέσεων εργασίας).
Ουσιαστικά λοιπόν θεωρεί το παγκόσμιο εμπόριο σαν μία «διαδικασία μηδενικού αθροίσματος», με νικητές και ηττημένους – όπου οι χώρες που στηρίζονται στις εξαγωγές ζουν εις βάρος αυτών που είναι υποχρεωμένες να εισάγουν περισσότερα, από όσα εξάγουν.
ΛΟΙΠΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΩΝ ΔΥΟ ΑΝΤΙΜΑΧΟΜΕΝΩΝ ΣΥΣΤΗΜΑΤΩΝ
Η πλέον αντιπροσωπευτική χώρα του (νέο)φιλελευθερισμού είναι σήμερα οι Η.Π.Α. – ενώ του μερκαντιλισμού η Κίνα (η Γερμανία επίσης), η οποία ενισχύει και επιδοτεί όσο μπορεί την παραγωγή και τις εξαγωγές, διατηρώντας χαμηλή την εσωτερική κατανάλωση και τους μισθούς των εργαζομένων της (οι χαμηλοί μισθοί εδώ έχουν διπλή ωφέλεια για το κράτος: από τη μία πλευρά αναγκάζουν τα νοικοκυριά να καταναλώνουν λιγότερο, οπότε να εισάγονται ανάλογα μικρότερες ποσότητες, ενώ από την άλλη αυξάνουν την παραγωγικότητα των εργαζομένων, περιορίζοντας το κόστος παραγωγής των εγχωρίων προϊόντων).
Η κυβέρνηση της Κίνας χειραγωγεί στην κυριολεξία το νόμισμα της, έτσι ώστε να εξασφαλίζει την κερδοφορία των εξαγωγικών της επιχειρήσεων – ενώ η Γερμανία εφαρμόζει, πολύ πιο έξυπνα αλλά έμμεσα, την ίδια πολιτική, με τη βοήθεια της διατήρησης του ευρώ σε ανταγωνιστικά χαμηλή ισοτιμία, μέσω των οικονομικών προβλημάτων των «εταίρων» της.
Και οι δύο αυτές μερκαντιλιστικές χώρες διακρίνονται αφενός μεν για τις κρυφές επιδοτήσεις των εξαγωγικών τους επιχειρήσεων, αφετέρου για τα μεγάλα πλεονάσματα (Πίνακας Ι) των εμπορικών ισοζυγίων τους - ενώ οι Η.Π.Α., επίσης πολλά άλλα φιλελεύθερα κράτη, έχουν μεγάλα ελλείμματα στα ισοζύγια τους (όπως έχουμε αναλύσει στα άρθρα: Ευρωπαϊκές ασυμμετρίες και Ασύμμετρη παγκοσμιοποίηση).
ΠΙΝΑΚΑΣ I: Οι πιο πλεονασματικές και ελλειμματικές οικονομίες παγκοσμίως, με κριτήριο το εμπορικό ισοζύγιο – σε εκ. $ το 2010
Πηγή: WP
Πίνακας: Β. Βιλιάρδος
Σημείωση: Τα πλεονάσματα της Ρωσίας και της Σ. Αραβίας προέρχονται από τις εξαγωγές ενέργειας, οπότε δεν μπορούν να χαρακτηρισθούν ως αμιγώς μερκαντιλιστικές. Η Ιαπωνία είναι μία ιδιάζουσα περίπτωση, ειδικά μετά την οικονομική επίθεση που δέχθηκε από τις Η.Π.Α. τη δεκαετία του 80 – η οποία την καταδίκασε σε μία υπερεικοσαετή ύφεση.
Από την (νέο)φιλελεύθερη πλευρά, οι επιδοτήσεις των μερκαντιλιστικών χωρών κάνουν φτωχούς τους πολίτες τους - ενώ παράλληλα κερδίζουν οι καταναλωτές των άλλων κρατών, δαπανώντας πολύ λιγότερα χρήματα για τα προϊόντα που αγοράζουν (αφού τα εισάγουν σε πολύ χαμηλότερες τιμές, οι οποίες ουσιαστικά είναι χαμηλότερες λόγω της επιδότησης τους, μέσω του κρατικού μηχανισμού, από τους φορολογούμενους της Κίνας ή της Γερμανίας).
Από μερκαντιλιστικής πλευράς, οι επιδοτήσεις αφενός μεν εξασφαλίζουν τις θέσεις εργασίας, αφετέρου οικοδομούν μία σύγχρονη οικονομία, η οποία μπορεί να εξασφαλίζει τη μακροπρόθεσμη ευημερία των πολιτών.
Ουσιαστικά λοιπόν, οι φιλελεύθεροι επιτυγχάνουν την (μεσοπρόθεσμη) ευημερία των πολιτών τους εις βάρος των μερκαντιλιστών, οι οποίοι την επιδοτούν – με τους τελευταίους να προσβλέπουν σε μακροπρόθεσμα οφέλη.
Στο παράδειγμα της Ευρωζώνης, οι χώρες του Νότου (φιλελεύθερες) ευημερούσαν τα πρώτα χρόνια μετά την εισαγωγή του ευρώ, εις βάρος της Γερμανίας και των υπολοίπων μερκαντιλιστικών κρατών του Βορά – με την κατάσταση σήμερα να έχει αντιστραφεί.
Στα πλαίσια αυτά, όταν κρίνουμε, θετικά ή αρνητικά, την πολιτική λιτότητας που απαιτεί η Γερμανία να εφαρμόζουν απαρέγκλιτα οι χώρες του Νότου, οφείλουμε να την εξετάζουμε σε σχέση με το είδος του καπιταλιστικού συστήματος, το οποίο επιλέγεται. Εάν λοιπόν επρόκειτο για τη φιλελεύθερη εκδοχή του, τότε η πολιτική λιτότητας είναι πράγματι καταστροφική.
Αντίθετα, εάν ο απώτερος στόχος είναι η «μετάλλαξη» της ευρωπαϊκής οικονομίας σε μερκαντιλιστική, ανάλογη με αυτήν της Γερμανίας, τότε η πολιτική λιτότητας είναι απολύτως σωστή – αφού δημιουργούνται σταδιακά οι κατάλληλες προϋποθέσεις, με τη βοήθεια της «εσωτερικής υποτίμησης» (χαμηλοί μισθοί, περιορισμένες δημόσιες παροχές, αύξηση της παραγωγικότητας κλπ.), οι οποίες εξασφαλίζουν την ανάπτυξη μέσω της αύξησης των εξαγωγών, καθώς επίσης της μείωσης των εισαγωγών.
ΕΝΔΙΑΜΕΣΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Η ειρηνική συνύπαρξη των δύο παραπάνω διαφορετικών καπιταλιστικών μοντέλων φαίνεται πως πλησιάζει στο τέλος της – γεγονός που οριοθετεί το ξέσπασμα της χρηματοπιστωτικής κρίσης. Όπως διαπιστώνεται, «το καταναλωτικό πάρτι» των φιλελεύθερων κρατών, όπου επί πλέον η μη ισορροπημένη κατανομή των εισοδημάτων οδήγησε τους φτωχότερους στην κατανάλωση με δανεικά, με αποτέλεσμα την υπερχρέωση τους, σταμάτησε ξαφνικά - ενώ κινδυνεύει να καταρρεύσει η μεσαία τάξη, παρασέρνοντας μαζί της τα πάντα.
Στα πλαίσια αυτά, οι προοπτικές της φιλελεύθερης Δύσης είναι μάλλον δυσοίωνες – με εξαίρεση ίσως τη μερκαντιλιστική Γερμανία («ίσως», επειδή θα κληθεί να πληρώσει μεγάλο μέρος του λογαριασμού, ανήκοντας στη Δύση – εκτός εάν απομονωθεί με βιώσιμο τρόπο, επιστρέφοντας τάχιστα στο μάρκο). Το γεγονός αυτό οφείλεται στο ότι, εκλείπουν οι δυνατότητες ανάπτυξης – χωρίς την οποία είναι αδύνατον να εξοφληθούν ποτέ τα συσσωρευμένα δημόσια και ιδιωτικά χρέη. Παράλληλα, η ανεργία καλπάζει, με πιθανότερο αποτέλεσμα το ξέσπασμα μεγάλων κοινωνικών αναταραχών και εξεγέρσεων.
Από την άλλη πλευρά, η μερκαντιλιστική Ανατολή (Κίνα, Κορέα, Ταιβάν κλπ.) θα αντιμετωπίσει επίσης δυσκολίες, λόγω των προβλημάτων των χωρών της Δύσης, οι οποίες καταναλώνουν τα προϊόντα της -προσπαθώντας πιθανότατα να καλύψει τη διαφορά με τη βοήθεια της αύξησης της εσωτερικής κατανάλωσης. Εν τούτοις, καμία από τις δύο περιοχές του πλανήτη δεν μπορεί να νοιώθει ασφάλεια – αφού είναι μάλλον απίθανο να μην υπάρξουν μεγάλες γεωπολιτικές εντάσεις, με άγνωστα αποτελέσματα.
ΟΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΙΔΙΑΤΕΡΟΤΗΤΕΣ
Είναι προφανές ότι σε γενικές γραμμές οι χώρες, οι οποίες στηρίζονται στο (νέο)φιλελεύθερο μοντέλο, έχουν ανάγκη από ισχυρά νομίσματα – αφού με τον τρόπο αυτό μπορούν να εισάγουν φθηνότερα τα αγαθά που έχουν ανάγκη. Αντίθετα, τα μερκαντιλιστικά κράτη είναι υποχρεωμένα να διατηρούν χαμηλή την ισοτιμία των νομισμάτων τους, έτσι ώστε να «επιδοτούνται» οι εξαγωγές τους.
Υπάρχει όμως και μία ενδιάμεση κατηγορία – εκείνα τα μερκαντιλιστικά κράτη που εξάγουν προϊόντα υψηλής προστιθέμενης αξίας (όπως μηχανήματα, αυτοκίνητα, τεχνολογία κλπ.), τα οποία μπορούν να πουλούν σε αυξημένες τιμές, μη έχοντας ανταγωνισμό.
Επειδή τώρα η παραγωγή των προϊόντων αυτών απαιτεί εισαγωγές πρώτων υλών (ενέργεια, μέταλλα κλπ.), ωφελούνται περισσότερο από ένα ισχυρό νόμισμα, αρκεί να μην υπερβαίνει κάποια ανώτατα όρια (στο παράδειγμα της Γερμανίας, το ευρώ να μην είναι υψηλότερο από το 1,50 σε σχέση με το δολάριο). Ειδικά όσον αφορά τη Γερμανία, διαθέτει ένα ακόμη πλεονέκτημα: το ότι σε ποσοστό άνω του 50% εξάγει σε χώρες της Ευρωζώνης, με τις οποίες έχει το ίδιο νόμισμα (οπότε η αύξηση της ισοτιμίας του δεν επιβαρύνει τις συνολικές εξαγωγές της).
Συνεχίζοντας, σε αντίθεση με τη Γερμανία, η Κίνα εξάγει κυρίως καταναλωτικά προϊόντα, τα οποία μπορούν να παραχθούν από κάθε άλλη χώρα. Το μοναδικό πλεονέκτημα της λοιπόν είναι η φθηνότερη, η ανταγωνιστικότερη δηλαδή παραγωγή και πώληση τους – επομένως, δεν έχει την πολυτέλεια της διατήρησης ενός ισχυρού νομίσματος, το οποίο θα έκανε ακριβότερα τα προϊόντα της στο εξωτερικό. Ευτυχώς δε για την ίδια, διαθέτει ενεργειακά αποθέματα και πρώτες ύλες – οπότε δεν είναι σε τέτοιο βαθμό εξαρτημένη από τις εισαγωγές τους, όπως η Γερμανία.
Με βάση τα παραπάνω και με δεδομένο το ότι, η χώρα που εισάγει τα περισσότερα προϊόντα παγκοσμίως είναι οι Η.Π.Α., ακολουθούμενη από την ΕΕ, διαπιστώνονται οι παρακάτω ιδιαιτερότητες:
(α) Οι Η.Π.Α. είναι υποχρεωμένες να έχουν ένα ισχυρό νόμισμα, εάν βέβαια παραμείνουν στο σύστημα του (νέο)φιλελευθερισμού – αφού διαφορετικά οι τιμές των προϊόντων που εισάγουν (θα) αυξάνονται συνεχώς. Πόσο μάλλον όταν οι Η.Π.Α. δεν είναι πλέον ενεργειακά αυτόνομες – γεγονός που προσπαθούν να καλύψουν με την εισβολή (άλλοτε οικονομική, άλλοτε πολεμική), σε χώρες που διαθέτουν ενέργεια, όπως στο Ιράκ.
Η ανάγκη αυτή επιτείνεται από το ότι, εάν το δολάριο θέλει να διατηρήσει τη θέση του (παγκόσμιο αποθεματικό νόμισμα), η οποία εκτός των πολλών άλλων πλεονεκτημάτων, εξασφαλίζει στην υπερδύναμη πολύ χαμηλά επιτόκια δανεισμού, παράλληλα με το ότι δεν μπορεί να χρεοκοπήσει (αφού οι υποχρεώσεις της εξοφλούνται σε δολάρια, τα οποία «τυπώνει» μόνη της), τότε δεν πρέπει να απαξιωθεί.
Εν τούτοις, η υπερχρέωση της υπερδύναμης, καθώς επίσης τα τεράστια ελλείμματα του κρατικού προϋπολογισμού, σε συνδυασμό με τον περιορισμό του ρυθμού ανάπτυξης και την κλιμακούμενη μετανάστευση των αμερικανικών επενδυτικών κεφαλαίων προς την αναπτυσσόμενη Ασία, την υποχρεώνουν να αυξάνει την ποσότητα χρήματος (πακέτα στήριξης QE) – μεταξύ άλλων, για να επιλυθεί το πρόβλημα της υπερχρέωσης πληθωριστικά, με αποτέλεσμα όμως να μειώνεται συνεχώς η ισοτιμία του δολαρίου.
Παράλληλα το ΔΝΤ, μη έχοντας προφανώς κατανοήσει τις παρενέργειες της πολιτικής λιτότητας που επέβαλλε στην Ελλάδα (στην Ιρλανδία, στην Πορτογαλία κλπ.), λειτούργησε αρνητικά για τα συμφέροντα της υπερδύναμης – αφού με τον τρόπο αυτό (πόσο μάλλον όταν πάψουν να επηρεάζουν οι εταιρείες αξιολόγησης με τις εκτιμήσεις τους την ευρωπαϊκή οικονομία), ενισχύεται το ευρώ.
Η ενίσχυση αυτή του ευρώ είναι εις βάρος φυσικά του δολαρίου – γεγονός που σημαίνει ότι, το ΔΝΤ έπεσε στην παγίδα της Γερμανίας και έπαιξε το παιχνίδι της (πιθανότατα αυτή είναι η πραγματική αιτία της αλλαγής της στάσης του ΔΝΤ, όσον αφορά τα ελλειμματικά κράτη της Ευρωζώνης, όπως την είδαμε εν πρώτοις στην Ιρλανδία - σήμερα στην Ελλάδα και στην Πορτογαλία).
Η εναλλακτική λύση τώρα των Η.Π.Α., η «μετάλλαξη» τους δηλαδή σε μία μερκαντιλιστική καπιταλιστική οικονομία, δεν είναι καθόλου εύκολη – αφού η χώρα έχει σε μεγάλο βαθμό αποβιομηχανοποιηθεί, ευρισκόμενη σε πορεία παρακμής. Παρά τις προσπάθειες λοιπόν κάποιων εταιρειών της, οι οποίες έχουν κατανοήσει το πρόβλημα (όπως, για παράδειγμα, της Apple, η οποία μεταφέρει την παραγωγή της πίσω στις Η.Π.Α.), η κατάσταση δεν είναι εύκολα ανατρέψιμη.
(β) Οι μεγάλες ελλειμματικές και υπερχρεωμένες χώρες της Ευρωζώνης, ειδικά η Γαλλία, η Ιταλία και η Ισπανία,είναι υποχρεωμένες να έχουν ένα ασθενές νόμισμα, εάν θέλουν να επιλύσουν τα προβλήματα τους πληθωριστικά, επιβοηθούμενες από τις εξαγωγές.
Η μετάλλαξη τους όμως σε μερκαντιλιστικές οικονομίες (οι οποίες θα μπορούν αργότερα να παράγουν προϊόντα υψηλής προστιθέμενης αξίας, όπως η Γερμανία, οπότε να αντέχουν ένα ισχυρότερο νόμισμα), είναι εξαιρετικά δύσκολη – επειδή έχουν σε μεγάλο βαθμό αποβιομηχανοποιηθεί.
Δυστυχώς για τις χώρες αυτές, οι εντελώς αντίθετες επιδιώξεις της Γερμανίας εμποδίζουν ένα τέτοιο ενδεχόμενο – με αποτέλεσμα να κινδυνεύουν να μετατραπούν σε «τευτονικούς» δορυφόρους, απολύτως εξαρτημένες από την ευρύτερη οικονομική πολιτική της Γερμανίας (πακέτα διάσωσης, δανεισμός από την ΕΚΤ κοκ.).
(γ) Οι μικρότερες χώρες της Ευρωζώνης, όπως για παράδειγμα η Ελλάδα, στις οποίες επιβλήθηκε εκβιαστικά μία πολιτική λιτότητας άνευ προηγουμένου, σχεδιάζεται, όπως φαίνεται, να μετατραπούν σε μικρές μερκαντιλιστικές οικονομίες, εξαρτημένα προτεκτοράτα της Γερμανίας (με τη δημιουργία ειδικών οικονομικών ζωνών κλπ.).
Εάν δε διαθέτουν ενεργειακά αποθέματα, τότε μάλλον θα «κατασχεθούν» – με την έννοια του ότι θα χρησιμοποιηθούν για την εξόφληση των υποχρεώσεων τους, οι οποίες συνεχώς θα αυξάνονται (μέσω της καταδίκης τους σε ύφεση, η οποία περιορίζει τα φορολογικά έσοδα, της εκποίησης της δημόσιας περιουσίας τους κοκ.)
(δ) Οι χώρες τώρα της ΕΕ, οι οποίες έχουν τα ίδια προβλήματα με τις Η.Π.Α., όπως για παράδειγμα η Μ. Βρετανία, ευρίσκονται σε πολύ πιο δύσκολη θέση από την υπερδύναμη – ενώ απειλείται τα μέγιστα η βιωσιμότητα τους από τη Γερμανία.
(ε) Η Κίνα και οι υπόλοιπες μερκαντιλιστικές ασιατικές οικονομίες κινδυνεύουν πολλαπλά – αφενός μεν από την υποτίμηση του δολαρίου (μείωση της αξίας των συναλλαγματικών αποθεμάτων τους, εισαγωγή πληθωριστικών πιέσεων κλπ.), αφετέρου από το ενδεχόμενο της επιστροφής του προστατευτισμού στις Η.Π.Α. (αύξηση των δασμών, εμπόδια στις εισαγωγές κλπ.).
(στ) Τέλος, οι υποανάπτυκτες οικονομίες του πλανήτη έχουν ήδη οδηγηθεί σε επισιτιστικές κρίσεις, τις οποίες έχει προκαλέσει η διοχέτευση της υπερβάλλουσας ρευστότητας στα χρηματιστήρια – ενώ κινδυνεύουν με πολεμικές εισβολές εκείνων των χωρών της Δύσης ή της αναπτυσσόμενης Ανατολής (Κίνα), οι οποίες θα θελήσουν να «υπεξαιρέσουν» το φυσικό πλούτο τους (ενεργειακά αποθέματα κλπ.). Η επέμβαση της Γαλλίας στο Μαλί το οποίο διαθέτει, μεταξύ άλλων, μεγάλα αποθέματα ουρανίου, απαραίτητα για τα πυρηνικά της εργοστάσια, είναι μάλλον ενδεικτική του τι θα συμβεί στο μέλλον.
ΤΟ ΤΕΤΑΡΤΟ ΡΑΙΧ
Όπως είναι γνωστό το πρώτο Ράιχ (αυτοκρατορία), η Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία του Γερμανικού Έθνους καλύτερα (962-1806), δημιουργήθηκε και διατηρήθηκε με τη βοήθεια συμβατικών πολέμων. Αντίθετα,το δεύτερο Ράιχ, η αυτοκρατορία που ίδρυσε ο Μπίσμαρκ δηλαδή (1871-1918) στηρίχθηκε αρχικά στην οικονομία – ενώ κατέρρευσε με τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο. Όσον αφορά την περίοδο αυτή, το 2ο Ράιχ, ο Keynes την περιγράφει ως εξής:
“Από αγροτική και κυρίως αυτοσυντήρητη, η Γερμανία μετασχηματίσθηκε σε μία απέραντη και περίπλοκη βιομηχανική μηχανή - εξαρτώμενη για τη λειτουργία της από την ισορροπία πολλών παραγόντων εκτός της Γερμανίας και εντός αυτής.
Μόνο λειτουργώντας αυτή η μηχανή αδιάκοπα και σε πλήρη δράση, μπορούσε να βρει απασχόληση στο εσωτερικό για τον αυξανόμενο πληθυσμό της και τα μέσα για να αγοράζει τα προς το ζην από το εξωτερικό(όπως και τότε, έτσι και σήμερα η Γερμανία δεν είναι μόνο πρωταθλήτρια στις εξαγωγές, αλλά και στις εισαγωγές). Η γερμανική μηχανή έμοιαζε με μία σβούρα, η οποία για να διατηρήσει την ισορροπία της έπρεπε να προοδεύει ολοένα και γρηγορότερα.
Γύρω από τη Γερμανία, σαν κεντρικό υποστύλωμα, συναθροίστηκε το υπόλοιπο του ευρωπαϊκούοικονομικού συστήματος - ενώ από την ευημερία και την επιχειρηματικότητα της Γερμανίας εξαρτιόταν κυρίως η ευημερία των υπολοίπων χωρών της ηπείρου.
Ο αυξανόμενος βηματισμός της Γερμανίας έδωσε στους γείτονες της μία διέξοδο για τα προϊόντα τους - σε αντάλλαγμα για την οποία, η επιχειρηματικότητα του Γερμανού εμπόρου τις εφοδίαζε για τις βασικές ανάγκες τους, σε χαμηλές τιμές.
Η Γερμανία δεν τροφοδοτούσε μόνο το εμπόριο χωρών της Ευρώπης, αλλά, στην περίπτωση μερικών από αυτές, προμήθευε ένα μεγάλο μέρος του απαιτουμένου για την ανάπτυξη τους κεφαλαίου, καθώς επίσης της οργάνωσης - γεγονός που ερμηνεύθηκε ως ένα σύστημα ειρηνικής διείσδυσης της σε ολόκληρη την Ευρώπη. Όλη η ήπειρος λοιπόν ανατολικά του Ρήνου περιήλθε με τη μέθοδο της ειρηνικής διείσδυσης σε γερμανική βιομηχανική τροχιά“.
Θεωρώντας αυτονόητες και δεδομένες τις ομοιότητες της σημερινής εποχής με τότε, οφείλουμε να προσθέσουμε ότι το τρίτο Ράιχ ακολούθησε τη Δημοκρατία της Βαϊμάρης (1918-1933). Πρόκειται για την εθνικοσοσιαλιστική Γερμανία του Χίτλερ (1933-1945), η οποία δημιουργήθηκε και διατηρήθηκε με τη βοήθεια συμβατικών πολέμων, όπως επίσης το πρώτο Ράιχ – ενώ κατέρρευσε με την ήττα της Γερμανίας στο δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο.
Σήμερα, όπως έχουμε ήδη αναφέρει σε προηγούμενες αναλύσεις μας (Το τέταρτο Ράιχ, οι Η.Π.Α. και η Ελλάδα), βιώνουμε τις προσπάθειες ίδρυσης του 4ου Ράιχ, ερήμην των Γερμανών πολιτών – το οποίο, όπως και το δεύτερο, στηρίζεται στον οικονομικό και όχι στο συμβατικό πόλεμο (ειρηνική διείσδυση).
Ειδικά όσον αφορά την πολιτική, έχει αρκετές ομοιότητες με το 3ο Ράιχ (εθνικοσοσιαλισμός, με την έννοια της μερκαντιλιστικής συνεργασίας επιχειρήσεων και κράτους για εθνικούς σκοπούς, όπου τη θέση των SS έχει αναλάβει η οικονομική αστυνομία, σε συνδυασμό με τις γερμανικές μυστικές υπηρεσίες – BND).
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Είναι προφανές ότι είμαστε αντιμέτωποι με πάρα πολλές και εξαιρετικά επικίνδυνες προκλήσεις – οι κυριότερες των οποίων είναι αφενός μεν ο συνεχιζόμενος πόλεμος μεταξύ των δύο βασικών καπιταλιστικών συστημάτων (φιλελευθερισμός και μερκαντιλισμός), ειδικά μετά την κατάρρευση της εναλλακτικής δυνατότητας, του τρίτου δρόμου (κομμουνισμός), αφετέρου η παρακμή της υπερδύναμης, σε συνδυασμό με την άνοδο της Γερμανίας και της Κίνας (με τους ακούσιους ή εκούσιους δορυφόρους τους).
Στα πλαίσια αυτά, οι επιλογές των μικρότερων κρατών, αλλά και των κάπως μεγαλύτερων (Γαλλία, Βρετανία, Ιταλία κλπ.), είναι εξαιρετικά δύσκολες - πόσο μάλλον των υπερχρεωμένων και βυθισμένων σε υφέσεις, από τις οποίες δεν φαίνεται να υπάρχει διέξοδος. Σε κάθε περίπτωση, οι «μονομερείς» δρόμοι δεν φαίνεται να έχουν λογική - αφού καμία από αυτές τις χώρες δεν έχει το κρίσιμο μέγεθος που προϋποθέτει η επιβίωση της στη σημερινή εποχή των έντονων «αναταράξεων» και της ασύμμετρης παγκοσμιοποίησης.
Ειδικά όσον αφορά την Ευρώπη, η μοναδική δυνατότητα που φαίνεται πως έχει στη διάθεση της, είναι η ένωση των ανεξάρτητων εθνικών κρατών μεταξύ τους, με αλληλεγγύη και χωρίς την πρωσική πλέον Γερμανία - αφού τα συμφέροντα τους είναι κοινά, αλλά ακριβώς αντίθετα από τις επιδιώξεις και τα σχέδια της Γερμανίας, τα οποία ευρίσκονται σε πορεία σύγκρουσης με τις Η.Π.Α. (ενώ οφείλει να αποφευχθεί αυτή τη ….φορά το οδυνηρό τέλος των προηγούμενων γερμανικών «αυτοκρατοριών»).
Στη συνέχεια η επιθετική αντιμετώπιση της κρίσης, με τη βοήθεια του παγώματος μέρους των χρεών, της υποτίμησης του ευρώ, του ελεγχόμενου πληθωρισμού, της ολοκληρωμένης λειτουργίας της ΕΚΤ, της διάσωσηςτων τραπεζών, της ρύθμισης του ασύδοτου χρηματοπιστωτικού συστήματος κλπ.
Η επιστροφή στη φιλελεύθερη οικονομία, σε περιβάλλον άμεσης δημοκρατίας μίας ενωμένης Ευρώπης, μακριά από τις παγίδες του νεοφιλελευθερισμού και του μερκαντιλισμού, η καλύτερη αναδιανομή των εισοδημάτων μέσω του ασφαλιστικού συστήματος (Σουηδικό μοντέλο) και όχι του φορολογικού, καθώς επίσης η οικοδόμηση σε σταθερά, βιώσιμα θεμέλια του κοινωνικού κράτους, θα ήταν τότε ρεαλιστικές και εφικτές προοπτικές – αρκεί φυσικά να μην καθυστερήσουμε και να μην προλάβει η Γερμανία να καταστρέψει ξανά την ειρήνη, καθώς επίσης την ήπειρο μας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Το Loutraki One σέβεται όλες τις απόψεις, αλλά προτιμά τα Eλληνικά και όχι τα greeklish, το χιούμορ και όχι τις ύβρεις.
Επειδή το Loutraki One πιστεύει στη δύναμη του διαλόγου, αλλά όχι στην εμπαθή και στείρα αντιπαράθεση μόνο για το θεαθήναι, διατηρεί το δικαίωμά του να μην αναρτά σχόλια που είναι υπέρ το δέον υβριστικά ή άσχετα με το άρθρο, που αναφέρονται σε προσωπικά δεδομένα τoυ αρθρογράφoυ ή που δεν περιέχουν το e-mail του αποστολέα. Tο email των αποστολέων σχολίων δεν εμφανίζεται δημόσια.