Μια αεικίνητη σφαίρα θεατρικής ενέργειας ήταν ο Κέβιν Σπέισι πάνω στην σκηνή του αρχαίου θεάτρου της Επιδαύρου ερμηνεύοντας τον σαιξπηρικό «Ριχάρδο Γ΄» υπό τις σκηνοθετικές οδηγίες του Σαμ Μέντες ο οποίος απέφυγε τις υπερβολές κι έμεινε στην ουσία του κειμένου.
Ήταν από τις καλύτερες παραστάσεις που ανέβηκαν ποτέ στο θέατρο του Πολυκλείτου.
Λαίδη Αννα: Δεν υπάρχει κτήνος τόσο άγριο, που να μη νοιώθει έστω και λίγο οίκτο.
Ριχάρδος: Εγώ δεν νοιώθω… άρα δεν είμαι κτήνος!
Όσο είναι πάνω στη σκηνή δεν μπορείς να πάρεις τα μάτια σου από πάνω του κι όταν βγαίνει από
αυτήν, το ίχνος που αφήνει πίσω του είναι τόσο ισχυρό που υπερβαίνει την απουσία.
Ακριβής κι ανατριχιαστικά ψύχραιμος, ο Κέβιν Σπέισι σωματοποίησε κάθε λεπτομέρεια του χαρακτήρα του και κινήθηκε τέλεια με την καμπούρα και το νάρθηκα που εγκλώβισε το αριστερό του πόδι. Αυτό που είδαμε στην ορχήστρα της Επιδαύρου, δεν ήταν ένας απλός ηθοποιός που ερμήνευε τον «Ριχάρδο Γ’» του Σαίξπηρ, αλλά ένα συμπαγές σύστημα ερμηνευτικής λογικής.
Αφετηρία του το μοντέλο του «σατανικού πλακατζή» που καθιέρωσε ο Λόρενς Ολίβιε την δεκαετία του 40- το 1944 ανέβασε το έργο στο θέατρο και το 1955 το διασκεύασε για το σινεμά.
Σύμφωνα με αυτό το μοντέλο ο Ριχάρδος απαλλάσσεται από την ανθρώπινη μάσκα του και αφήνει το σατανικό χιούμορ να διαβρώσει τα βαριά του λόγια. Κάνει συνένοχό του το κοινό και κλείνοντάς του συνεχώς το μάτι το προειδοποιεί για τις φριχτές του πράξεις.
Το ανθρώπινο στοιχείο (καλά κρυμμένο, είναι αλήθεια, ανάμεσα στις γραμμές του κειμένου) δεν υπάρχει σχεδόν πουθενά και «το δηλητηριώδες καμπούρικο βατράχι» (όπως αρέσει στους Άγγλους να τον λένε) δεν προκαλεί παρά μονάχα αποστροφή.
Ριχάρδος: Αφού μου είναι αδύνατο να είμαι κι εγώ εραστής, πήρα απόφαση να γίνω αχρείος και κακός και να μισώ τις μάταιες ηδονές της εποχής μας.
Ο Ριχάρδος Γ΄, έγινε βασιλιάς της Αγγλίας το 1483 μετά τον θάνατο του αδελφού του Εδουάρδου Δ΄. Ανήκε στην δυναστεία των Πλανταγενετών, οι δύο κλάδοι της οποίας (οι Οίκοι Γιόρκ και Λάνκαστερ) έριξαν την Αγγλία στον εμφύλιο Πόλεμο των Ρόδων (1455-1485) που πήρε το όνομά του από τα εμβλήματα των δυο Οίκων: το λευκό και το κόκκινο τριαντάφυλλο αντίστοιχα.
Σ’ αυτό τον Πόλεμο ο Ριχάρδος έπαιξε σημαντικότατο ρόλο, κέρδισε πολλές μάχες, ξεχώρισε για τις στρατηγικές του ικανότητες, έγινε ο πιο ισχυρός ευγενής της εποχής και βοήθησε τον αδελφό του να νικήσει να δολοφονήσει και να διαδεχτεί τον βασιλιά Ερρίκο ΣΤ’ (του Οίκου των Λάνκαστερ).
Δεν ήταν όμως ιδιαίτερα δημοφιλής ως βασιλιάς, κατηγορήθηκε ότι δολοφόνησε τα ανήλικα ανίψια του για να σφετεριστεί το θρόνο, εξόντωσε βίαια πολλούς εχθρούς του και τέλος, το 1485, σκοτώθηκε στην μάχη του Μπόσγουορθ από τον Ερρίκο Τυδώρ, ο οποίος έληξε τον πόλεμο των Ρόδων, τερμάτισε την Δυναστεία των Πλανταγενετών και βασίλευσε ως Ερρίκος Ζ’ ιδρύοντας την Δυναστεία των Τυδώρ.
Ριχάρδος: Συνείδηση είναι μια λέξη που πιπιλάνε οι δειλοί.
Μέσα σ΄ αυτό το ιστορικό πλαίσιο ο Γουίλιαμ Σαίξπηρ τοποθέτησε την ομώνυμη τραγωδία του, η οποία ολοκληρώνει, μαζί με τα τρία μέρη του «Ερρίκου ΣΤ’», μια τετραλογία για τον Πόλεμο των Ρόδων.
Σημαντικότατος πρωταγωνιστής και του «Ερρίκου ΣΤ’», ο Ριχάρδος Γ’ αυτονομείται από το αληθινό ιστορικό του πρόσωπο και γίνεται σιγά-σιγά, ένα σύμβολο πάνω στο οποίο ο Άγγλος ποιητής φόρτωσε όλο το μίσος του για τους δολοπλόκους αυταρχικούς άρχοντες.
Σατανικότερος από όσο τον περιγράφουν οι ιστορίες της εποχής ο χαρακτήρας του Σαίξπηρ γίνεται διαχρονικό σύμβολο της εφιαλτικής εξουσίας όλων των δικτατόρων.
Έχει όμως, ο Ριχάρδος του Σαίξπηρ κι ένα μεγαλειώδες στοιχείο που πολύ συχνά παραμένει αθέατο.
Λέει ο, λογοτέχνης της γενιάς του 30, Άγγελος Τερζάκης σε μια ανάλυσή του για τον Ριχάρδο: «Λογικά θα έπρεπε να ευχόμαστε την καταστροφή του, την ίδια στιγμή ωστόσο νιώθουμε πως όταν αυτός λείψει, κάποιο, ανεξήγητου μεγέθους, ανθρώπινο υπόδειγμα θα χαθεί: κάποιο υπόδειγμα που ενσαρκώνει το εωσφορικό στοιχείο χωρίς ποτέ να παύει να είναι συνεπέστατα ανθρώπινο».
Δούκισσα του Γιόρκ (μητέρα του Ριχάρδου): Φορτίο θλίψης ήταν για μένα η γέννησή σου (…) αλαζόνας ήσουν και υστερόβουλος, πιο ήπιος φαινομενικά, όμως στο βάθος πιο επικίνδυνος, πιο ευγενικός, όμως πιο μοχθηρός.
Αυτό ακριβώς το «συνεπέστατα ανθρώπινο στοιχείο» του τέρατος έμεινε έξω από το σκηνικό εγχείρημα του Σαμ Μέντες. Ο βραβευμένος με Όσκαρ για το «American Beauty» Βρετανός σκηνοθέτης προσέγγισε τον Ριχάρδο με τρόπο εύληπτο και απλό, χρησιμοποιώντας το σατανικό βλέμμα και τις γκριμάτσες του Σπέισι- αυτές που τον έκαναν διάσημο στην, επίσης βραβευμένη με Όσκαρ, ερμηνεία του στους «Συνήθεις Υπόπτους».
(βλέποντάς τον τώρα ως Ριχάρδο συνειδητοποιείς ότι ο Βέρμπαλ Κιντ αυτής της ταινίας δεν ήταν παρά μια πρώιμη εκδοχή του σαιξπηρικού κακού.)
Ο Ριχάρδος τους λοιπόν ήταν κακός, μοχθηρός, ανάλγητος, ύπουλος, πανούργος, δολοπλόκος- έτσι όπως κι ο ίδιος περιγράφει τον εαυτό του στον πρώτο κιόλας μονόλογο του έργου. Ήταν πιστός στην «γραμμή Ολίβιε». Κι επιπλέον ήταν πολύ πιο κωμικός και σαρκαστικός από ότι τραγικός.
Πίσω από αυτά όμως υπάρχει και το «συνεπέστατα ανθρώπινο» στοιχείο που εντοπίζει ο Τερζάκης, η δικαιολογία και η εξήγηση αυτής του της μοχθηρότητας, η ερμηνεία της αποτρόπαιης συμπεριφοράς του. Ως απόλυτος δικτάτορας ο Ριχάρδος του Σπέισι και του Μέντες, έδειξε το αληθινό πανούργο πρόσωπό του, δεν είδαμε ωστόσο το προσωπείο που βοηθά τον δημαγωγό να κρυφτεί. Δεν είδαμε την διττή όψη του τέρατος.
Ριχάρδος: σακατεμένος κι άχαρος είμαι εγώ και με γαβγίζουν τα σκυλιά όταν τα πλησιάζω.
Η αλήθεια είναι βέβαια ότι η προσέγγιση αυτή λειτούργησε στην ορχήστρα του αργολικού θεάτρου: ότι έπαιξε ο Σπέισι το έπαιξε άψογα. Το ίδιο έκαναν και οι υπόλοιποι ηθοποιοί, άγνωστοι οι περισσότεροι εκτός από την Τζέμα Τζόουνς (Βασίλισσα Μαργαρίτα) που την είδαμε ως μητέρα στο «Θα Συναντήσεις Ένα Ψηλό Μελαχρινό Άνδρα» του Γούντι Άλεν.
Σε όλες τις περιπτώσεις κυριαρχούσε ο λόγος, χωρίς υπερβολές και δήθεν νεωτερισμούς, χωρίς άσκοπα εφέ.
Μέσα στους εκπληκτικούς φωτισμούς που δημιούργησε ο Πόλ Πάιαντ, τα σύγχρονα κοστούμια της Κάθριν Ζούμπερ την αποτελεσματική ζωντανή μουσική Μάρκ Μπένετ και το λιτό σκηνικό του Τομ Πάιπερ, ο αγγλοαμερικανικός θίασος του Bridge Project απελευθέρωσε την υπέροχη δυναμική του ίδιου του κειμένου, κράτησε ένα εξαιρετικό ρυθμό ανεπαίσθητης κινηματογραφικότητας και πρόσφερε γνήσια θεατρική απόλαυση.
Ορέστης Ανδρεαδάκης για το aixmi
Ήταν από τις καλύτερες παραστάσεις που ανέβηκαν ποτέ στο θέατρο του Πολυκλείτου.
Λαίδη Αννα: Δεν υπάρχει κτήνος τόσο άγριο, που να μη νοιώθει έστω και λίγο οίκτο.
Ριχάρδος: Εγώ δεν νοιώθω… άρα δεν είμαι κτήνος!
Όσο είναι πάνω στη σκηνή δεν μπορείς να πάρεις τα μάτια σου από πάνω του κι όταν βγαίνει από
αυτήν, το ίχνος που αφήνει πίσω του είναι τόσο ισχυρό που υπερβαίνει την απουσία.
Ακριβής κι ανατριχιαστικά ψύχραιμος, ο Κέβιν Σπέισι σωματοποίησε κάθε λεπτομέρεια του χαρακτήρα του και κινήθηκε τέλεια με την καμπούρα και το νάρθηκα που εγκλώβισε το αριστερό του πόδι. Αυτό που είδαμε στην ορχήστρα της Επιδαύρου, δεν ήταν ένας απλός ηθοποιός που ερμήνευε τον «Ριχάρδο Γ’» του Σαίξπηρ, αλλά ένα συμπαγές σύστημα ερμηνευτικής λογικής.
Αφετηρία του το μοντέλο του «σατανικού πλακατζή» που καθιέρωσε ο Λόρενς Ολίβιε την δεκαετία του 40- το 1944 ανέβασε το έργο στο θέατρο και το 1955 το διασκεύασε για το σινεμά.
Σύμφωνα με αυτό το μοντέλο ο Ριχάρδος απαλλάσσεται από την ανθρώπινη μάσκα του και αφήνει το σατανικό χιούμορ να διαβρώσει τα βαριά του λόγια. Κάνει συνένοχό του το κοινό και κλείνοντάς του συνεχώς το μάτι το προειδοποιεί για τις φριχτές του πράξεις.
Το ανθρώπινο στοιχείο (καλά κρυμμένο, είναι αλήθεια, ανάμεσα στις γραμμές του κειμένου) δεν υπάρχει σχεδόν πουθενά και «το δηλητηριώδες καμπούρικο βατράχι» (όπως αρέσει στους Άγγλους να τον λένε) δεν προκαλεί παρά μονάχα αποστροφή.
Ριχάρδος: Αφού μου είναι αδύνατο να είμαι κι εγώ εραστής, πήρα απόφαση να γίνω αχρείος και κακός και να μισώ τις μάταιες ηδονές της εποχής μας.
Ο Ριχάρδος Γ΄, έγινε βασιλιάς της Αγγλίας το 1483 μετά τον θάνατο του αδελφού του Εδουάρδου Δ΄. Ανήκε στην δυναστεία των Πλανταγενετών, οι δύο κλάδοι της οποίας (οι Οίκοι Γιόρκ και Λάνκαστερ) έριξαν την Αγγλία στον εμφύλιο Πόλεμο των Ρόδων (1455-1485) που πήρε το όνομά του από τα εμβλήματα των δυο Οίκων: το λευκό και το κόκκινο τριαντάφυλλο αντίστοιχα.
Σ’ αυτό τον Πόλεμο ο Ριχάρδος έπαιξε σημαντικότατο ρόλο, κέρδισε πολλές μάχες, ξεχώρισε για τις στρατηγικές του ικανότητες, έγινε ο πιο ισχυρός ευγενής της εποχής και βοήθησε τον αδελφό του να νικήσει να δολοφονήσει και να διαδεχτεί τον βασιλιά Ερρίκο ΣΤ’ (του Οίκου των Λάνκαστερ).
Δεν ήταν όμως ιδιαίτερα δημοφιλής ως βασιλιάς, κατηγορήθηκε ότι δολοφόνησε τα ανήλικα ανίψια του για να σφετεριστεί το θρόνο, εξόντωσε βίαια πολλούς εχθρούς του και τέλος, το 1485, σκοτώθηκε στην μάχη του Μπόσγουορθ από τον Ερρίκο Τυδώρ, ο οποίος έληξε τον πόλεμο των Ρόδων, τερμάτισε την Δυναστεία των Πλανταγενετών και βασίλευσε ως Ερρίκος Ζ’ ιδρύοντας την Δυναστεία των Τυδώρ.
Ριχάρδος: Συνείδηση είναι μια λέξη που πιπιλάνε οι δειλοί.
Μέσα σ΄ αυτό το ιστορικό πλαίσιο ο Γουίλιαμ Σαίξπηρ τοποθέτησε την ομώνυμη τραγωδία του, η οποία ολοκληρώνει, μαζί με τα τρία μέρη του «Ερρίκου ΣΤ’», μια τετραλογία για τον Πόλεμο των Ρόδων.
Σημαντικότατος πρωταγωνιστής και του «Ερρίκου ΣΤ’», ο Ριχάρδος Γ’ αυτονομείται από το αληθινό ιστορικό του πρόσωπο και γίνεται σιγά-σιγά, ένα σύμβολο πάνω στο οποίο ο Άγγλος ποιητής φόρτωσε όλο το μίσος του για τους δολοπλόκους αυταρχικούς άρχοντες.
Σατανικότερος από όσο τον περιγράφουν οι ιστορίες της εποχής ο χαρακτήρας του Σαίξπηρ γίνεται διαχρονικό σύμβολο της εφιαλτικής εξουσίας όλων των δικτατόρων.
Έχει όμως, ο Ριχάρδος του Σαίξπηρ κι ένα μεγαλειώδες στοιχείο που πολύ συχνά παραμένει αθέατο.
Λέει ο, λογοτέχνης της γενιάς του 30, Άγγελος Τερζάκης σε μια ανάλυσή του για τον Ριχάρδο: «Λογικά θα έπρεπε να ευχόμαστε την καταστροφή του, την ίδια στιγμή ωστόσο νιώθουμε πως όταν αυτός λείψει, κάποιο, ανεξήγητου μεγέθους, ανθρώπινο υπόδειγμα θα χαθεί: κάποιο υπόδειγμα που ενσαρκώνει το εωσφορικό στοιχείο χωρίς ποτέ να παύει να είναι συνεπέστατα ανθρώπινο».
Δούκισσα του Γιόρκ (μητέρα του Ριχάρδου): Φορτίο θλίψης ήταν για μένα η γέννησή σου (…) αλαζόνας ήσουν και υστερόβουλος, πιο ήπιος φαινομενικά, όμως στο βάθος πιο επικίνδυνος, πιο ευγενικός, όμως πιο μοχθηρός.
Αυτό ακριβώς το «συνεπέστατα ανθρώπινο στοιχείο» του τέρατος έμεινε έξω από το σκηνικό εγχείρημα του Σαμ Μέντες. Ο βραβευμένος με Όσκαρ για το «American Beauty» Βρετανός σκηνοθέτης προσέγγισε τον Ριχάρδο με τρόπο εύληπτο και απλό, χρησιμοποιώντας το σατανικό βλέμμα και τις γκριμάτσες του Σπέισι- αυτές που τον έκαναν διάσημο στην, επίσης βραβευμένη με Όσκαρ, ερμηνεία του στους «Συνήθεις Υπόπτους».
(βλέποντάς τον τώρα ως Ριχάρδο συνειδητοποιείς ότι ο Βέρμπαλ Κιντ αυτής της ταινίας δεν ήταν παρά μια πρώιμη εκδοχή του σαιξπηρικού κακού.)
Ο Ριχάρδος τους λοιπόν ήταν κακός, μοχθηρός, ανάλγητος, ύπουλος, πανούργος, δολοπλόκος- έτσι όπως κι ο ίδιος περιγράφει τον εαυτό του στον πρώτο κιόλας μονόλογο του έργου. Ήταν πιστός στην «γραμμή Ολίβιε». Κι επιπλέον ήταν πολύ πιο κωμικός και σαρκαστικός από ότι τραγικός.
Πίσω από αυτά όμως υπάρχει και το «συνεπέστατα ανθρώπινο» στοιχείο που εντοπίζει ο Τερζάκης, η δικαιολογία και η εξήγηση αυτής του της μοχθηρότητας, η ερμηνεία της αποτρόπαιης συμπεριφοράς του. Ως απόλυτος δικτάτορας ο Ριχάρδος του Σπέισι και του Μέντες, έδειξε το αληθινό πανούργο πρόσωπό του, δεν είδαμε ωστόσο το προσωπείο που βοηθά τον δημαγωγό να κρυφτεί. Δεν είδαμε την διττή όψη του τέρατος.
Ριχάρδος: σακατεμένος κι άχαρος είμαι εγώ και με γαβγίζουν τα σκυλιά όταν τα πλησιάζω.
Η αλήθεια είναι βέβαια ότι η προσέγγιση αυτή λειτούργησε στην ορχήστρα του αργολικού θεάτρου: ότι έπαιξε ο Σπέισι το έπαιξε άψογα. Το ίδιο έκαναν και οι υπόλοιποι ηθοποιοί, άγνωστοι οι περισσότεροι εκτός από την Τζέμα Τζόουνς (Βασίλισσα Μαργαρίτα) που την είδαμε ως μητέρα στο «Θα Συναντήσεις Ένα Ψηλό Μελαχρινό Άνδρα» του Γούντι Άλεν.
Σε όλες τις περιπτώσεις κυριαρχούσε ο λόγος, χωρίς υπερβολές και δήθεν νεωτερισμούς, χωρίς άσκοπα εφέ.
Μέσα στους εκπληκτικούς φωτισμούς που δημιούργησε ο Πόλ Πάιαντ, τα σύγχρονα κοστούμια της Κάθριν Ζούμπερ την αποτελεσματική ζωντανή μουσική Μάρκ Μπένετ και το λιτό σκηνικό του Τομ Πάιπερ, ο αγγλοαμερικανικός θίασος του Bridge Project απελευθέρωσε την υπέροχη δυναμική του ίδιου του κειμένου, κράτησε ένα εξαιρετικό ρυθμό ανεπαίσθητης κινηματογραφικότητας και πρόσφερε γνήσια θεατρική απόλαυση.
Ορέστης Ανδρεαδάκης για το aixmi
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Το Loutraki One σέβεται όλες τις απόψεις, αλλά προτιμά τα Eλληνικά και όχι τα greeklish, το χιούμορ και όχι τις ύβρεις.
Επειδή το Loutraki One πιστεύει στη δύναμη του διαλόγου, αλλά όχι στην εμπαθή και στείρα αντιπαράθεση μόνο για το θεαθήναι, διατηρεί το δικαίωμά του να μην αναρτά σχόλια που είναι υπέρ το δέον υβριστικά ή άσχετα με το άρθρο, που αναφέρονται σε προσωπικά δεδομένα τoυ αρθρογράφoυ ή που δεν περιέχουν το e-mail του αποστολέα. Tο email των αποστολέων σχολίων δεν εμφανίζεται δημόσια.