Η εντυπωσιακή άνοδος του ακροδεξιού κόμματος στις φινλανδικές εκλογές έχει προκαλέσει ανησυχίες στην ΕΕ, αφού το κόμμα των «Αληθινών Φινλανδών», όπως ονομάζεται, κατάφερε να κερδίσει την εμπιστοσύνη του 19% των Φινλανδών υιοθετώντας μια άκρως αντι-Ευρωπαϊκή ρητορική. Το κόμμα, του οποίου ηγείται ο Τίμο Σοϊνι, στήριξε σχεδόν εξ’ολοκλήρου την προεκλογική του καμπάνια στην άρνησή του να αποδεχτεί την οικονομική βοήθεια στην Πορτογαλία μέσω του μηχανισμού οικονομικής διευκόλυνσης της ΕΕ.
Οι Βρυξέλλες ανησυχούν ιδιαίτερα καθώς το σχέδιο της ΕΕ για τη σωτηρία της Πορτογαλίας περνάει από τα εθνικά κοινοβούλια των
κρατών-μελών, που θα κληθούν να κυρώσουν το πακέτο οικονομικής στήριξης. Κάτι τέτοιο, όμως, στην περίπτωση της Φινλανδίας δεν φαίνεται πολύ πιθανό, αφού η νέα κυβέρνηση που θα προκύψει από τις πολιτικές διεργασίες θα εξαρτάται και από το ακροδεξιό κόμμα.
Πέρα, όμως, από τις άμεσες πολιτικές επιπτώσεις που θα είχε ένα ενδεχόμενο βέτο της νέας Φινλανδικής κυβέρνησης στην απόφαση της ΕΕ να παρέχει οικονομική βοήθεια στην Πορτογαλία, θα ήταν χρήσιμο να εξεταστεί το φαινόμενο της ανόδου των λεγομένων ακροδεξιών πολιτικών σχηματισμών στην Ευρώπη, και όχι μόνο.
Στην πραγματικότητα, οι πολιτικές εξελίξεις στη Φινλανδία, με την αυξημένη απήχηση του ακροδεξιού κόμματος, δεν ήρθαν ως κεραυνός εν αιθρία. Μάλλον ήταν περισσότερο μια φυσιολογική συνέχεια της συνολικής ανόδου πολιτικών φορέων που απευθύνονται στα πιό συντηρητικά αντανακλαστικά της κοινωνίας σε όλη την Γηραιά Ήπειρο.
Σουηδία, Ελλάδα, Ολλανδία, Γαλλία, Ηνωμένο Βασίλειο, Αυστρία είδαν κόμματα που εκπροσωπούν, με τον ή τον άλλον τρόπο, τις ιδέες της ακροδεξιάς να αποκτούν δυναμική μέσα στις κοινωνίες τους, και τελικά να κερδίζουν πολιτική εκπροσώπηση. Μάλιστα, κάποιοι πολιτικοί αναλυτές παρομοιάζουν την άνοδο αυτή στην Ευρώπη με την αντίστοιχη άνοδο του Tea Party στις ΗΠΑ.
Το ερώτημα που εύλογα έρχεται στο νού είναι γιατί συμβαίνει αυτό, ιδιαίτερα σε μια Ευρώπη που καυχιέται για την ανοιχτή και ανεκτική παράδοσή της. Σίγουρα η απάντηση δεν είναι μια απλή υπόθεση, αλλά υπάρχουν ορισμένοι παράγοντες που θα μπορούσαν να δώσουν κάποιες εξηγήσεις, ιδιαίτερα στην Ευρώπη.
Το ρομαντικό σχέδιο μιας Ευρώπης των Εθνών, όπως είχε οραματιστεί ο Σαρλ Ντε Γκολ, απέχει κατά πολύ από τον πολυδαίδαλο γραφειοκρατικό μηχανισμό που έχουμε σήμερα στην ΕΕ. Η μετεξέλιξη, ή μετάλλαξη αυτού του οράματος σε ένα υπερεθνικό και συγκεντρωτικό κράτος με νομοθετικές υπερεξουσίες δίνει την αίσθηση στους πολίτες των ευρωπαϊκών χωρών πως η «δύναμη της ψήφου» τους είναι απλώς ένα θεωρητικό σχήμα, χωρίς ουσιαστικό περιεχόμενο. Είναι η εντολή που δίνουν στις εθνικές τους κυβερνήσεις για να εφαρμόσουν τις επιταγές των Βρυξελλών.
Δεν χρειάζεται να πάει κανείς πολύ μακριά στο παρελθόν για το διαπιστώσει αυτό. Μόλις το 2009 Γαλλία και Ιρλανδία, ενώ είχαν καταψηφίσει την Συνταγματική Συνθήκη της Λισαβόνας, «πείστηκαν», τελικά, να την αποδεχτούν με δεύτερο δημοψήφισμα. Δεν είναι απίθανο να κάναμε δημοψηφίσματα μέχρι σήμερα ώσπου να την επικύρωναν… Άλλα κράτη, όπως η Ελλάδα, δεν μπήκαν καν στον κόπο να ρωτήσουν τον κυρίαρχο λαό, απλώς την επικύρωσαν στα κοινοβούλια τους…
Οι αρχιτέκτονες της ΕΕ δεν έλαβαν ποτέ υπόψιν τους τις πολιτιστικές και πολιτισμικές ιδιαιτερότητες των λαών της Ευρώπης, επικεντρώνοντας, σχεδόν αποκλειστικά, το ενδιαφέρον στην προώθηση μιας οικονομικής και νομισματικής ένωσης. Υποτίμησαν το γεγονός πως ναι μεν οι Ευρωπαίοι αποδέχονται την κοινή τους Ευρωπαϊκή παράδοση, και ό,τι αυτή σημαίνει, αλλά δεν είναι διατεθειμένοι να διαγράψουν το εθνικό τους παρελθόν, και την εθνική πολιτική τους αυτοδιάθεση. Ακριβώς από αυτή την πολιτική αυτοδιάθεση αισθάνονται οι Ευρωπαίοι πως απειλείται από την ΕΕ.
Έννοιες, όπως η εθνική κυριαρχία και αυτοδιάθεση υποχωρούν, όχι μόνο στην πολιτική φρασεολογία, αλλά αμβλύνονται σταδιακά και στην συνείδηση του κόσμου. Ακόμα ηχούν στα αυτιά κάποιων οι φράσεις της τότε Προέδρου της Βουλής, Άννας Ψαρούδα Μπενάκη, κατά την προσφώνηση του Προέδρου της Δημοκρατίας, Κάρολου Παπούλια, «για περιοσρισμό της εθνικής κυριαρχίας». Αυτή ακριβώς την απουσία εθνικής κυριαρχίας βιώνουμε οι Έλληνες, Ιρλανδοί, και εσχάτως Πορτογάλοι με την υπογραφή των μνημονίων.
Η οικονομική ανέχεια και οι πολεμικές συγκρούσεις σε χώρες της Ασίας και της Αφρικής, που ανάγκασαν εκατομμύρια εξαθλιωμένους ανθρώπους να αναζητήσουν ασφάλεια και οικονομικό μέλλον στην Ευρώπη, και ιδιαίτερα σε χώρες ανίκανες να φυλάξουν αποτελεσματικά τα σύνορά τους, όπως η Ελλάδα, λειτούργησε καταλυτικά στην αύξηση των λεγόμενων ακροδεξιών ρευμάτων.
Το αποτέλεσμα της μετακίνησης μεγάλων πληθυσμιακών ομάδων σε άλλες χώρες είναι η δημιουργία, αναπόφευκτα, τριβών και συγκρούσεων. Η εύκολη εξήγηση της ρατσιστικής διάθεσης προς τους ξένους, λες και μετά από τόσα χρόνια ξύπνησε το αδρανές γονίδιο του ρατσισμού στον Έλληνα, τον Ιταλό, τον Φινλανδό και τον Γάλλο, δεν αποτελεί πειστικό επιχείρημα. Ιστορικά, οι μετακινήσεις μεγάλων ομάδων για εγκατάσταση σε περιοχές που κατοικούνταν από άλλες ομάδες με κοινά οικονομικά, πολιτιστικά και πολιτισμικά χαρακτηριστικά οδηγούσαν σε προστριβές.
Με δεδομένη την επιδείνωση της οικονομικής κατάστασης στις χώρες της ΕΕ, αλλά και τις μαζικές μεταναστευτικές κινήσεις προς την Ευρώπη, μάλλον θα πρέπει να αναμένουμε ότι οι πολιτικές θέσεις ακροδεξιών κομμάτων θα ηχούν ολοένα και πιο θετικά στα αυτιά των Ευρωπαίων πολιτών.
Χρήστος Κατωπόδης για το statesmen.gr
Οι Βρυξέλλες ανησυχούν ιδιαίτερα καθώς το σχέδιο της ΕΕ για τη σωτηρία της Πορτογαλίας περνάει από τα εθνικά κοινοβούλια των
κρατών-μελών, που θα κληθούν να κυρώσουν το πακέτο οικονομικής στήριξης. Κάτι τέτοιο, όμως, στην περίπτωση της Φινλανδίας δεν φαίνεται πολύ πιθανό, αφού η νέα κυβέρνηση που θα προκύψει από τις πολιτικές διεργασίες θα εξαρτάται και από το ακροδεξιό κόμμα.
Πέρα, όμως, από τις άμεσες πολιτικές επιπτώσεις που θα είχε ένα ενδεχόμενο βέτο της νέας Φινλανδικής κυβέρνησης στην απόφαση της ΕΕ να παρέχει οικονομική βοήθεια στην Πορτογαλία, θα ήταν χρήσιμο να εξεταστεί το φαινόμενο της ανόδου των λεγομένων ακροδεξιών πολιτικών σχηματισμών στην Ευρώπη, και όχι μόνο.
Στην πραγματικότητα, οι πολιτικές εξελίξεις στη Φινλανδία, με την αυξημένη απήχηση του ακροδεξιού κόμματος, δεν ήρθαν ως κεραυνός εν αιθρία. Μάλλον ήταν περισσότερο μια φυσιολογική συνέχεια της συνολικής ανόδου πολιτικών φορέων που απευθύνονται στα πιό συντηρητικά αντανακλαστικά της κοινωνίας σε όλη την Γηραιά Ήπειρο.
Σουηδία, Ελλάδα, Ολλανδία, Γαλλία, Ηνωμένο Βασίλειο, Αυστρία είδαν κόμματα που εκπροσωπούν, με τον ή τον άλλον τρόπο, τις ιδέες της ακροδεξιάς να αποκτούν δυναμική μέσα στις κοινωνίες τους, και τελικά να κερδίζουν πολιτική εκπροσώπηση. Μάλιστα, κάποιοι πολιτικοί αναλυτές παρομοιάζουν την άνοδο αυτή στην Ευρώπη με την αντίστοιχη άνοδο του Tea Party στις ΗΠΑ.
Το ερώτημα που εύλογα έρχεται στο νού είναι γιατί συμβαίνει αυτό, ιδιαίτερα σε μια Ευρώπη που καυχιέται για την ανοιχτή και ανεκτική παράδοσή της. Σίγουρα η απάντηση δεν είναι μια απλή υπόθεση, αλλά υπάρχουν ορισμένοι παράγοντες που θα μπορούσαν να δώσουν κάποιες εξηγήσεις, ιδιαίτερα στην Ευρώπη.
Το ρομαντικό σχέδιο μιας Ευρώπης των Εθνών, όπως είχε οραματιστεί ο Σαρλ Ντε Γκολ, απέχει κατά πολύ από τον πολυδαίδαλο γραφειοκρατικό μηχανισμό που έχουμε σήμερα στην ΕΕ. Η μετεξέλιξη, ή μετάλλαξη αυτού του οράματος σε ένα υπερεθνικό και συγκεντρωτικό κράτος με νομοθετικές υπερεξουσίες δίνει την αίσθηση στους πολίτες των ευρωπαϊκών χωρών πως η «δύναμη της ψήφου» τους είναι απλώς ένα θεωρητικό σχήμα, χωρίς ουσιαστικό περιεχόμενο. Είναι η εντολή που δίνουν στις εθνικές τους κυβερνήσεις για να εφαρμόσουν τις επιταγές των Βρυξελλών.
Δεν χρειάζεται να πάει κανείς πολύ μακριά στο παρελθόν για το διαπιστώσει αυτό. Μόλις το 2009 Γαλλία και Ιρλανδία, ενώ είχαν καταψηφίσει την Συνταγματική Συνθήκη της Λισαβόνας, «πείστηκαν», τελικά, να την αποδεχτούν με δεύτερο δημοψήφισμα. Δεν είναι απίθανο να κάναμε δημοψηφίσματα μέχρι σήμερα ώσπου να την επικύρωναν… Άλλα κράτη, όπως η Ελλάδα, δεν μπήκαν καν στον κόπο να ρωτήσουν τον κυρίαρχο λαό, απλώς την επικύρωσαν στα κοινοβούλια τους…
Οι αρχιτέκτονες της ΕΕ δεν έλαβαν ποτέ υπόψιν τους τις πολιτιστικές και πολιτισμικές ιδιαιτερότητες των λαών της Ευρώπης, επικεντρώνοντας, σχεδόν αποκλειστικά, το ενδιαφέρον στην προώθηση μιας οικονομικής και νομισματικής ένωσης. Υποτίμησαν το γεγονός πως ναι μεν οι Ευρωπαίοι αποδέχονται την κοινή τους Ευρωπαϊκή παράδοση, και ό,τι αυτή σημαίνει, αλλά δεν είναι διατεθειμένοι να διαγράψουν το εθνικό τους παρελθόν, και την εθνική πολιτική τους αυτοδιάθεση. Ακριβώς από αυτή την πολιτική αυτοδιάθεση αισθάνονται οι Ευρωπαίοι πως απειλείται από την ΕΕ.
Έννοιες, όπως η εθνική κυριαρχία και αυτοδιάθεση υποχωρούν, όχι μόνο στην πολιτική φρασεολογία, αλλά αμβλύνονται σταδιακά και στην συνείδηση του κόσμου. Ακόμα ηχούν στα αυτιά κάποιων οι φράσεις της τότε Προέδρου της Βουλής, Άννας Ψαρούδα Μπενάκη, κατά την προσφώνηση του Προέδρου της Δημοκρατίας, Κάρολου Παπούλια, «για περιοσρισμό της εθνικής κυριαρχίας». Αυτή ακριβώς την απουσία εθνικής κυριαρχίας βιώνουμε οι Έλληνες, Ιρλανδοί, και εσχάτως Πορτογάλοι με την υπογραφή των μνημονίων.
Η οικονομική ανέχεια και οι πολεμικές συγκρούσεις σε χώρες της Ασίας και της Αφρικής, που ανάγκασαν εκατομμύρια εξαθλιωμένους ανθρώπους να αναζητήσουν ασφάλεια και οικονομικό μέλλον στην Ευρώπη, και ιδιαίτερα σε χώρες ανίκανες να φυλάξουν αποτελεσματικά τα σύνορά τους, όπως η Ελλάδα, λειτούργησε καταλυτικά στην αύξηση των λεγόμενων ακροδεξιών ρευμάτων.
Το αποτέλεσμα της μετακίνησης μεγάλων πληθυσμιακών ομάδων σε άλλες χώρες είναι η δημιουργία, αναπόφευκτα, τριβών και συγκρούσεων. Η εύκολη εξήγηση της ρατσιστικής διάθεσης προς τους ξένους, λες και μετά από τόσα χρόνια ξύπνησε το αδρανές γονίδιο του ρατσισμού στον Έλληνα, τον Ιταλό, τον Φινλανδό και τον Γάλλο, δεν αποτελεί πειστικό επιχείρημα. Ιστορικά, οι μετακινήσεις μεγάλων ομάδων για εγκατάσταση σε περιοχές που κατοικούνταν από άλλες ομάδες με κοινά οικονομικά, πολιτιστικά και πολιτισμικά χαρακτηριστικά οδηγούσαν σε προστριβές.
Με δεδομένη την επιδείνωση της οικονομικής κατάστασης στις χώρες της ΕΕ, αλλά και τις μαζικές μεταναστευτικές κινήσεις προς την Ευρώπη, μάλλον θα πρέπει να αναμένουμε ότι οι πολιτικές θέσεις ακροδεξιών κομμάτων θα ηχούν ολοένα και πιο θετικά στα αυτιά των Ευρωπαίων πολιτών.
Χρήστος Κατωπόδης για το statesmen.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Το Loutraki One σέβεται όλες τις απόψεις, αλλά προτιμά τα Eλληνικά και όχι τα greeklish, το χιούμορ και όχι τις ύβρεις.
Επειδή το Loutraki One πιστεύει στη δύναμη του διαλόγου, αλλά όχι στην εμπαθή και στείρα αντιπαράθεση μόνο για το θεαθήναι, διατηρεί το δικαίωμά του να μην αναρτά σχόλια που είναι υπέρ το δέον υβριστικά ή άσχετα με το άρθρο, που αναφέρονται σε προσωπικά δεδομένα τoυ αρθρογράφoυ ή που δεν περιέχουν το e-mail του αποστολέα. Tο email των αποστολέων σχολίων δεν εμφανίζεται δημόσια.